Η κωμωδία περνά ίσως την πιο κρίσιμη περίοδο της πρόσφατης ιστορίας της.
Και τούτο γιατί οι χώροι από όπου παραδοσιακά αντλούσε το υλικό και τα εργαλεία
της δεν προσφέρονται πλέον. Ο χώρος της «περιπαιχτικής ετερότητας» έχει
εκλείψει και μαζί με αυτό οι δεδομένες ευκολίες αλίευσης «θυμάτων».
Όπως η κατάρρευση της αθηναϊκής δημοκρατίας πήρε μαζί της την Παλαιά
Κωμωδία και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τον ερχομό της Νέας Κωμωδίας, έτσι
συμβαίνει και τώρα. Ο κύκλος του μοντερνισμού περίπου ολοκλήρωσε την τροχιά
του. Τώρα θα χρειαστεί η ανεύρεση νέων πρωταγωνιστών, νέων (αναπόφευκτα)
στερεότυπων, νέων προσανατολισμών, νέων στόχων. Είναι λογικό οι πιο παλιοί του
χώρου να δυσκολεύονται να προσαρμοστούν και να αλλάξουν ρότα. Όπως είναι
λογικό, από την άλλη, αυτό το έργο «εκ-μοντερνισμού» του κωμικού λόγου να
πέφτει πλέον στους ώμους κυρίως της νέας γενιάς, η οποία μεγαλώνει μαζί με
όλους αυτούς τους περιπλανώμενους νέους αναζητητές της πραγματικότητας,
μοιράζεται το χιούμορ τους, τα ανέκδοτα, τις ανησυχίες, τα αδιέξοδα και τις
«κόκκινες γραμμές» τους.
Όπως και να το δει κανείς, το έντεχνο γέλιο δεν ήταν, και εξακολουθεί να
μην είναι, εύκολη υπόθεση. Αν και βασικό περιουσιακό στοιχείο της ανθρώπινης
ζωής, δεν αντιμετωπίστηκε από τους μελετητές του πολιτισμού, και δη τους
φιλοσόφους, με την ίδια γενναιοδωρία και ερευνητική ανησυχία, αλλά και
εντιμότητα, όπως για παράδειγμα το αντίπαλο δέος, ο θρήνος ή ο πόνος της υψηλής
τραγωδίας. Δείτε, για παράδειγμα, τι γίνεται κάθε καλοκαίρι. Έχετε προσέξει
πόσες σελίδες αφιερώνονται στην κριτική τραγωδιών και πόσες κωμωδιών; Έχετε
αναρωτηθεί γιατί ακόμη και όταν έχουμε μεγαλύτερο όγκο κωμωδιών, η προσοχή του
πολιτιστικού ρεπορτάζ (και όχι μόνο) είναι στραμμένη στην τραγωδία και στο
δράμα; Έχετε αναρωτηθεί γιατί τα έργα που προκαλούν το ηχηρότερο και μαζικότερο
γέλιο σπάνια βρίσκουν θέση (δεν συζητώ περίοπτη) στις σελίδες της επίσημης
θεατρικής ιστορίας κάθε τόπου; Γιατί άραγε ως μελετητές θεατρολόγοι ή κριτικοί
δεν εμπιστευόμαστε έργα με ευτυχισμένο τέλος; Γιατί τέτοια προτίμηση για τη
«σκοτεινή» όψη της ζωής; Μαζοχισμός, μήπως; Φετίχ; Τι; Γιατί επιλέγουμε, και
μάλιστα με χαρά, να γράψουμε ένα δοκίμιο για τον δύσκολο Οιδίποδα και όχι για
το γελαστικό και εύφορο Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης; Γιατί άργησαν τόσο πολύ να
εμφανιστούν γυναίκες στον χώρο της κωμωδίας και δη στη stand up comedy; Γιατί αλήθεια τα Επιδαύρια τα
εγκαινίασε μια τραγωδία κι όχι ένας Αριστοφάνης;
Θέμα ποιότητας, ενδέχεται να πει κάποιος. Και ανταπαντώ ευθύς αμέσως πως
δεν ισχύει απόλυτα αυτό. Η ποιότητα δεν είναι εγγενές στοιχείο οποιουδήποτε
είδους. Εξετάζεται μόνο κατά περίπτωση. Οπότε περιορίζομαι σε μια πρόχειρη
απάντηση που λέει ότι υπάρχει κάτι ενοχικό στο γέλιο που προκαλεί μια κωμωδία,
κυρίως ανάμεσα στους ειδικούς και πάσης φύσεως διανοούμενους, οι οποίοι θεωρούν
ότι όσο πιο πολύ γελάει κάποιος σε μια παράσταση τόσο περισσότερο αφήνει τα
ένστικτα και τις παρορμήσεις του να επισκιάσουν το πνεύμα, την ψυχή του, άποψη
που μας οδηγεί κατευθείαν πίσω στην Πλάτωνα, στο μυαλό του οποίου το γέλιο, ως
πιο σωματικό, δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με την πιο πνευματώδη και στοχαστική
τραγωδία. Και έκτοτε συνεχίζουμε, με ελαφρές διακυμάνσεις, στο ίδιο μονοπάτι.
Από το σχολείο μαθαίνουμε ότι εκείνος που σκέφτεται σοβαρά δεν μπορεί να
σκέφτεται κωμικά, γελαστικά. Ως γονείς μαθαίνουμε ότι το να μεγαλώσεις «σοβαρά»
ένα παιδί σημαίνει να του μάθεις στην πορεία ότι εκεί που είναι η γνώση δεν
πρέπει να είναι το παιχνίδι. Οι σχολικές αυλές αυτό τον σκοπό έχουν: να
φιλοξενούν τα παιχνίδια, τα αστεία και τα γέλια. Όλα συγκεντρωμένα σε έναν χώρο
που δεν μολύνει τον χώρο της καθαρής γνώσης. Στην τάξη είμαστε σοβαροί, ακούμε
δεν γελάμε. Και επειδή η κωμωδία υμνεί τις λειτουργίες του σώματος (ενδεικτικές
και οι εκφράσεις: «σκάσαμε από τα γέλια», «μ’ έπιασε το στομάχι μου από το
γέλιο», «χτυπιόμασταν κάτω από τα γέλια» κ.λπ.), μάθαμε ότι ο σωστός τρόπος
είναι να την αντιμετωπίζουμε ως «υποδεέστερο» είδος ή «φολκλόρ» ή «λαϊκό» ή
ελαφρύ, γι’ αυτό και διαρκώς αναζητούμε άλλοθι, για να δικαιολογήσουμε την
όποια ενασχόλησή μας μαζί της.
Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Ότι η ερμηνεία που προσδίδεται στις
λέξεις «σοβαρή λογοτεχνία», έχει και τον ιδεολογικό της μανδύα, εννοώντας ότι
έχει να κάνει και με τη δύναμη που διαθέτει κάποιος προκειμένου να υποδείξει
στους άλλους τι είναι σοβαρό και να το επιβάλει. Αυτός άλλωστε είναι ο βασικός
στόχος των αποκαλούμενων ισχυρών (ή σοβαρών) θεωριών λογοτεχνίας: να αποδείξουν
με επιχειρήματα αυτά που υπόσχονται και να οδηγήσουν σε μια μορφή «αλήθειας».
Το ότι έχουν μεγάλη απήχηση οφείλεται στο γεγονός ότι πιστεύουμε, λανθασμένα
ίσως, ότι πρέπει πάντα να γνωρίζουμε ακριβώς τι κάνουμε και πού πηγαίνουμε,
παρ’ όλο που το περιστασιακό, το αναπάντεχο, είναι αυτό που πιο πολύ ορίζει τη
ζωή μας. Μας διαφεύγει η πολύ απλή σκέψη που λέει ότι το να γνωρίζουμε ακριβώς
τι γίνεται ή πού πάμε, δεν εγγυάται περισσότερη γνώση ή ασφάλεια. Ίσως το
αντίθετο. Αυτοματοποιεί τη σκέψη και αποκλείει άλλους τρόπους σκέψης. Και αυτό
παρατηρώ να γίνεται σε πολλές κριτικές παραστάσεων τραγωδίας: λειτουργούν με
γνώμονα αγκωνάρια κάποιας σοβαρής θεωρίας που διαβεβαιώνει ότι έτσι αποκλείεται
το ενδεχόμενο του λάθους και πιο πολύ ο φόβος του κενού, η απουσία
συμπεράσματος.
Από την άλλη, το να σκέφτομαι με όρους κωμωδίας δεν σημαίνει παραγκωνίζω
τη σοβαρή μέθοδο ή θεωρία, αλλά απλούστατα εμπλέκω τις μεθόδους, τις αναγνώσεις
και πρακτικές σε ένα κριτικό διάλογο με άλλες μεθόδους, αναγνώσεις και
πρακτικές ίσως άκαρπες ακόμη και απίθανες, όμως με τον τρόπο τους σημαντικές
γιατί μας αποσπούν από το τακτοποιημένο μας σοβαρό σύμπαν και έτσι
πολλαπλασιάζουν τις εκπλήξεις, τις αβεβαιότητες, τις απορίες.
Το γέλιο, με άλλα λόγια, που προκαλεί μια κωμωδία με τις «μη σοβαρές»
φλυαρίες της, τις παγίδες της, τις στροφές και αντιστροφές, τις αμφισυνδέσεις
και αποσυνδέσεις, τα σαρδάμ και τις παρλάτες της, είναι κάτι παραπάνω από απλή
σωματική αντίδραση. Είναι μια αισθητική και ιδεολογική σχέση με την
πραγματικότητα. Είναι μια κατάσταση που σε κάνει να κοιτάς τον κόσμο με ένα
συγκεκριμένο τρόπο: ως ατελή και ανοικτό.
Εννοείται πως για να παραδοθεί κάποιος στα θέλγητρα αυτού του γελαστικού
σύμπαντος απαιτείται πρωτίστως πίστη στο γέλιο. Πίστη στη σκέψη που λέει ότι το
γέλιο απελευθερώνει από τον φόβο της αυστηρής μεθόδου και των απαγορεύσεων.
Πίστη στη σκέψη που λέει ότι γέλιο = εξουσία. Πίστη στο γέλιο ως μια κίνηση
προς μια αληθινή και ανοικτή σοβαρότητα.
Η σοβαρότητα που φοβάται το γέλιο δεν μπορεί να είναι πλήρης. Είναι απλώς μια
σοβαρότητα που εύκολα τρομοκρατεί μέσα από την αντιπαραθετική και διδακτική της
φυσιογνωμία. Στάση που προφανώς δεν ταιριάζει σε πράγματα που νοιαζόμαστε. Και
το γεγονός ότι οι περισσότεροι «αγέλαστοι» τραγικοί ήρωες υπομένουν, είναι
γιατί κατά βάθος ονειρεύονται (κι ας μην το ομολογούν) να γίνουν πρωταγωνιστές
σε μια κωμωδία. Γι’ αυτό θα συνεχίσουν να περιμένουν οι δύο λακέδες του Μπέκετ,
λ.χ. Και όσο κι αν συζητούν το ενδεχόμενο να αυτοκτονήσουν δεν θα το κάνουν,
γιατί ελπίζουν στην άφιξη του Γκοντό. Γι’ αυτό θα συνεχίσουν να ζουν οι τρεις
αδερφές του Τσέχωφ μετά την ακύρωση των ονείρων τους για τη Μόσχα. Γι’ αυτό θα
συνεχίσει η Μάνα Κουράγιο να σέρνει το κάρο της κι ας την περιβάλλει από παντού
ο θάνατος. Όλοι αυτοί αναζητούν μέσα από τα ερείπια της τραγικής ζωής να
εμφανιστεί η κωμική ελπίδα, ο ανατροπέας του πεπρωμένου.
Γι’ αυτό μου αρέσει μια καλή κωμωδία περισσότερο από μια καλή τραγωδία: μετατρέπει σε θέαμα
τη δίψα μας να επιβιώσουμε, την εμπιστοσύνη μας στη ζωή με όλα τα
σκαμπανεβάσματά της. Δεν είναι τυφλή ούτε αφελής ούτε χαζοχαρούμενη, όπως
συχνά-πυκνά διαβάζουμε σε διάφορες κριτικές. Σίγουρα υπάρχουν και οι πολύ
ασήμαντες κωμωδίες με το βλέμμα στραμμένο αποκλειστικά στο ταμείο, με την ίδια
λογική που υπάρχουν και τα ασήμαντα δραματικά έργα. Όμως δεν αναφέρομαι σε
αυτές τις περιπτώσεις.
Στο δικό μου μυαλό μια καλή κωμωδία είναι μια μορφή ρήξης με όλα εκείνα που μεθοδευμένα μας
υποδεικνύουν παιδιόθεν πώς να διαχειριστούμε το δράμα της ζωής μας. Είναι μια καλά
μελετημένη προσβολή/πρόκληση των φυσικών νόμων του κόσμου, μια επιστροφή στην
παιγνιώδη λογική (και τη ρητορική). Ήτοι, μια κίνηση μακριά από την
τακτοποιημένη κοινωνία που ελέγχεται και διαμορφώνεται από τη συνήθεια, τις
μεθόδους, τους νόμους, τις τελετουργικές επαναλήψεις, την τραγωδία, με
κατεύθυνση μια κοινωνία πιο φωτεινή και ελπιδοφόρα, που ελέγχεται από την
αισιοδοξία, το απρόβλεπτο και τον πραγματισμό της κωμικής ελευθερίας.
Η κωμωδία που σέβεται τον εαυτό της και τον υποδοχέα της, λειτουργεί σαν
μια αγκαλιά —έστω φευγαλέα— απέναντι σε ένα κόσμο απειλητικό. Με όλη την τρέλα
της προσφέρει μια στιγμή ενότητας απέναντι σε ένα κόσμο θραυσμάτων, ένα
καταφύγιο σε ένα κόσμο ατελείωτων θρήνων. Γι’ αυτό την τιμά το κοινό μαζικά με
την παρουσία του. Δεν μπορώ να φανταστώ θέατρο χωρίς γέλιο. Όπως δεν μπορώ να
φανταστώ πολιτισμό χωρίς γέλιο. Και εάν κάποια στιγμή οι θρησκείες, οι
φιλόσοφοι, οι λογής-λογής ιδεολόγοι του κόσμου καθώς και οι κριτικοί και οι
δάσκαλοι μάθουν να γελάνε αφήνοντας το ίδιο το σώμα τους να τους υποδείξει το
πώς και το γιατί, η ζωή θα γίνει πιο ωραία και οι τέχνες της πιο αποκαλυπτικές.
Αντί άλλου καταληκτικού σχολίου επιλέγω τη ρήση του Simon Wiezanthal, του γνωστού διώκτη
των ναζί, που λέει ότι: «Το χιούμορ είναι το όπλο των άοπλων ανθρώπων».
Πρώτη δημοσίευση: Athens Voice, 15/09/2022