Πήγα στο BlackBox και είδα το έργο του Ισπανού Φερνάντο Ρενχίφο, Ρέκβιεμ (που πρωτογνωρίσαμε το 2009, σε σκηνοθεσία τότε της Γεωργίας
Μαυραγάνη) από την ομάδα Όμπερον.
Πρόκειται, κατά βάση, για έναν ποιητικό μονόλογο
οποίος, δίκην travelling camera, ζουμάρει και αποτυπώνει φευγαλέα ερεθίσματα, μνήμες, απογοητεύσεις και
διαδρομές από την καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου. Θα έλεγε κανείς ότι
είναι ένα είδος προσωπικού απολογισμού, κάτι σαν το αμλετικό «να ζει κανείς να
ζει ή να μη ζει».
Μολονότι καλογραμμένο και καλομεταφρασμένο (με
την υπογραφή της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ) δεν μπορώ να πω ότι με κέρδισε. Βρήκα
αρκετά κοινότοπη όλη αυτή τη σισύφεια ανατομία της ζωής, αυτή την υποτίθεται βύθιση
στα δαιδαλώδη μονοπάτια του ανθρώπινου
ψυχισμού, όλο αυτό το πένθιμο μονολογικό παραλήρημα. Φεύγοντας από το θέατρο
αισθάνθηκα πως δεν είχα κάτι να θυμάμαι, όπως δεν είχα κάτι να θυμάμαι και από
τη σκηνική υλοποίησή του.
Σκηνοθεσία
Τη Δήμητρα Σιάχου την είδα πρόσφατα να παίζει με την ομάδα Όμπερον
(στο Καράκορουμ). Δεν ήξερα ότι σκηνοθετεί κιόλας. Η εικόνα που αποκόμισα απ’
αυτή την, να υποθέσω πρώτη, προσπάθειά της δείχνει ότι βρίσκεται σε μια φάση
που ψάχνεται, πού να πάει και πώς να πάει; Εξ ου και η βιασύνη της να
υιοθετήσει πιασάρικες λύσεις από την θεατρική πιάτσα, όπως το μετωπικό παίξιμο,
η γεωμετρική τακτοποίηση σωμάτων και κίνησης, η τεχνολογία και βεβαίως το μικρόφωνο
—το απόλυτο αξεσουάρ.
Αχ αυτό το μικρόφωνο!
Και μιας και το ανέφερα να το ξαναπώ (και να
θέλω να το ξεχάσω δεν μπορώ, αφού το βλέπω σε κάθε παράσταση): επιτέλους, πότε θα καταλάβουν όλοι, νεότεροι
και παλαιότεροι, ότι το μικρόφωνο δεν είναι πανάκεια. Είναι θετικό στοιχείο
μιας παράστασης μόνο όταν είναι απόλυτα ενταγμένο (και εννοώ οργανικά) στη
λογική της.
Όταν μπαίνει είτε ελέω απουσίας άλλων λύσεων
είτε από έλλειμμα σκηνοθετικής φαντασίας (το συνηθέστερο), είτε γιατί είναι μια
μοδάτη λύση είτε για να εντυπωσιάσει τους αδαείς είναι μια κακή λύση. Εδώ δεν
υπήρχε λόγος ύπαρξής του. Δεν προσέφερε απολύτως τίποτα. Αντίθετα, έκοβε άνευ λόγου
τον αφηγηματικό ρυθμό.
Φόρμα-περιεχόμενο
Γενικά, το βασικό πρόβλημα που είδα στη
σκηνοθεσία είναι ότι δεν υπήρχε ιδιαίτερη σχέση του ίδιου του (τυπωμένου) κειμένου
και της φόρμας που επελέγη για τη σκηνική άρθρωσή του. Από τη μια είχαμε τη
σκόπιμα “άτακτη” πρώτη γραφή του συγγραφέα και, από την άλλη, τη ψυχρά
τακτοποιημένη φόρμα της σκηνικής «μετα-γραφής» του.
Το
αποτέλεσμα ήταν μια μάλλον αδέξια συγκατοίκηση κωδίκων που δεν είχαν εσωτερικές
γέφυρες και, κυρίως, δεν είχαν σχέση με την αρθρωμένη λέξη, την οποία θεωρώ ότι
την άφησε στην τύχη της. Γιατί αν τη
σκηνοθετούσε ώστε να είναι ομαλά ενταγμένη σε ένα όλον, τότε δεν θα άφηνε τον
Διονύση Καραθανάση να αρθρώσει τον εξομολογητικό του λόγο όπως τον άρθρωσε (σε
μία ευθεία σχεδόν μοιρολατρική).
Ούτε από την άλλη θα άφηνε τον Αλέξανδρο
Αντωνίου και τον Γιάννη Μαστρογιάννη, να
χειρίζονται τις λέξεις λες και δεν είχαν κανένα νόημα. Σε τέτοια λογοκεντρικά
κείμενα εάν η λέξη δεν αποκτήσει τη δυναμική επιτελεστικού γεγονότος, η
αποτυχία είναι δεδομένη.
Ναι, υπήρχαν κάποιες λίγες καλούτσικες στιγμές,
όπου η φόρμα ακουμπούσε ευεργετικά στο λόγο και το σώμα (όπως η προβολή των
διαφανειών στα σώματα των ηθοποιών), μόνο
που δεν αρκούσαν για να αποκτήσει η παράσταση συγκροτημένο στίγμα. Έπρεπε επάνω σε αυτές να κτιστούν κι άλλες εικόνες
με συνέπεια και συνέχεια. Δεν το είδαμε. Το τροχήλατο τραπέζι που πρότεινε η
Ελίνα Ευταξία θα μπορούσε να δώσει πιο ευφάνταστες λύσεις. Δεν εντάχθηκε
δυναμικά στην περφόρμανς. Απλώς διευκόλυνε.
Συμπέρασμα: μια
παράσταση που ήθελε αλλά ακριβώς επειδή
δεν έτρεχε σε δικά της ποδάρια, δεν ήξερε ακριβώς πού να πάει και πώς να πάει
(και εννοείται να μας πάει).
Kafka’s
freaks
Το
γεγονός ότι κάποιες πρώτες ιδέες ή ολόκληρα κείμενα προέρχονται από ένα καθιερωμένο
όνομα δεν είναι ντε και καλά εγγύηση ότι αυτό που θα δούμε τελικά στο σανίδι αξίζει
τον κόπο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η επωνυμία λειτουργεί ως κράχτης. Σε μένα
τουλάχιστο έτσι λειτούργησε και αποφάσισα να πάω να δω το Kafka’s Freaks, μια περφόρμανς που υπογράφει
ο Νικόλας Βαγιονάκης, παλιός συνεργάτης του Δημήτρη Ποταμίτη και εδώ και χρόνια
μόνιμος κάτοικος Λονδίνου. Μια περφόρμανς (σωματική την ονομάζει—ακόμη
διερωτώμαι γιατί;) εμπνευσμένη από τρία διηγήματα του Κάφκα που έχουν ως θέμα
τους την ελευθερία (“Αναφορά σε μια ακαδημία”, “Ο καλλιτέχνης της πείνας” και η
“Μεταμόρφωση”), καθώς επίσης και από την παράδοση των φρικιών, των ατόμων
εκείνων που οι ιμπρεσάριοι των τσίρκο της εποχής (τέλη 19ου αιώνα,
κυρίως στην Αμερική) περιέφεραν δεξιά και αριστερά αποκομίζοντας εννοείται
κέρδη και οι κοσμικοί κύκλοι φιλοξενούσαν στα σουαρέ τους, δίκην ατραξιόν, ώστε
να σκοτώνουν την ανία τους (βλ. Ο άνθρωπος ελέφαντας).
Η πλατεία κρίνει
Σίγουρα
ο κάθε καλλιτέχνης μπορεί να επιλέξει ό,τι θέλει, εφόσον κρίνει ότι ικανοποιεί
τα καλλιτεχνικά του κριτήρια. Όμως κι εμείς από την πλατεία δεν πρέπει να
φοβόμαστε τη χρήση των λέξεων όταν τα γεγονότα την επιβάλλουν. Διαφορετικά πώς
θα ολοκληρωθεί ο διάλογος ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον θεατή (ή κριτικό);
Σέβομαι
το σκεπτικό πίσω από την προσπάθεια του Βαγιονάκη να μιλήσει για τη σύγχρονη κατάσταση του
ανθρώπου μέσα σε μια κοινωνία ανάλγητη, ανενδοίαστη, και σκληρή, για την
προσπάθειά του να αντισταθεί, να επανατοποθετηθεί απέναντι στους θεσμούς,
κοινωνικούς, οικογενειακούς κ.λπ.
Μόνο
που παρασάγγας απέχει η πρόθεση από το αποτέλεσμα. Γιατί αυτό που παρέδωσε στην
πλατεία ήταν αέρας κοπανιστός. Θέαμα ανούσιο, κοινότοπο, άνευρο, χωρίς ίχνος φαντασίας.
Δεν μπόρεσε να πείσει ότι είχε λόγο ύπαρξης.
Και κάτι άλλο: όταν συνωστίζονται σε ένα άτομο
πολλές ιδιότητες (όπως εν προκειμένω του διασκευαστή, σκηνοθέτη και
ερμηνευτή) τις περισσότερες φορές το
αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό.
Συμπέρασμα: δεν υπάρχει συμπέρασμα.
Σημ. Πρώτη δημοσίευση: Parallaxi 5/02/2016
Σημ. Πρώτη δημοσίευση: Parallaxi 5/02/2016