Η “Αγγέλα είναι ένα κείμενο που δεν σταματάει να ανθίζει». Τάδε έφη ο Γιώργος Παλούμπης, ο σκηνοθέτης του έργου που είδαμε στην πολυσύχναστη πλέον Μονή Λαζαριστών (ΚΘΒΕ). Και, βεβαίως, δεν έχω κανένα λόγο να διαφωνήσω μαζί του. Απλά, δίκην συμπληρωματικού σχολίου, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι τίποτα δεν ανθίζει από μόνο του, γιατί, όπως κάθε ζωντανός οργανισμός, και το θέατρο είναι ένας ζωντανός οργανισμός, πρέπει να ενισχυθεί με το σωστό λίπασμα για να δώσει καρπούς.Που και πάλι ούτε αυτό εγγυάται άνθη, εάν το ίδιο το έργο δεν φέρει στα σπλάχνα του τον ανθεκτικό σπόρο της επιβίωσής του. Και το ερώτημα είναι: το έργο του Σεβαστίκογλου διαθέτει αυτή την ποιότητα ώστε να ξεπεράσει τις αυλακιές του χρόνου; Ή μήπως μαζί με το τέλος της εποχής που το ενέπνευσε εξέπνευσε και αυτό;
Το έργο
Mε απόλυτη ειλικρίνεια: η Αγγέλα δεν είναι από τα έργα που «ανθολογώ» στο μυαλό μου. Το βαριέμαι. Βρίσκω, ιδεολογικά και αισθητικά, πολύ κλειστό και κλισαρισμένο τον δραματικό του κόσμο. Ενώ είναι προφανές ότι ο συγγραφέας του θέλει να οδηγήσει τον δέκτη σε μια απομυθοποιητική ανάγνωση του κόσμου, η ίδια η δομή που σκαρφίζεται για να στεγάσει το δράμα του λειτουργεί σαν φυλακή του νοήματος.
Από την άλλη, όμως, δεν το μετακινώ από τη βιβλιοθήκη μου, γιατί, μπορεί να μη με συγκινεί (δικό μου το πρόβλημα) όμως, αντικειμενικά ιδωμένο, δεν στερείται αρετών, που σαφώς πολλαπλασιάζονται εάν αναλογιστεί κανείς την εποχή και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε (το 1957 στη Ρωσία). Έχει χαρακτήρες δουλεμένους με μεράκι και έγνοια, έχει καλά διαρθρωμένες σκηνές, ο ρυθμός των δρωμένων του δεν κάνει κοιλιές και γενικά είναι ένα έργο με καλά πελεκημένο κέντρο βάρους.
Ο Σεβαστίκογλου (όπως και ο Ίψεν που φαίνεται να τον έχει επηρεάσει) δεν αφήνει τίποτα στη τύχη. Λειτουργεί με γνώμονα αίτια και αιτιατά και αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια στρογγυλεμένη ρεαλιστική κατασκευή με καλά τοιχώματα.
Τώρα, το κατά πόσο η ιδεολογική σύγκρουση που στεγάζει καταλήγει και στη συνειδησιακή κοίτη του θεατή, εξαρτάται εν πολλοίς και από το πώς τη φωτίζει η εκάστοτε σκηνοθετική ανάγνωση, πώς απελευθερώνει τις εσώτερες πτυχές της. Ο Γιάννης Κακλέας, για παράδειγμα, πιστός στη μέχρι τότε αισθητική του γραμμή (1994), είχε επιλέξει να ζωντανέψει αυτή τη σύγκρουση μέσα από ένα «στα μούτρα σου» ρεαλισμό, μια ροκ, σωματοκεντρική ανάγνωση. Και είχε ανταπόκριση.
Ο Παλούμπης επέλεξε λιγότερο ζωηρούς και ταραχώδης τόνους. Άντλησε λύσεις μέσα από ένα χώρο που γνωρίζει καλά, εκείνο του μοντέρνου ρεαλισμού, μεριμνώντας ώστε το κείμενο να φτάσει ακέραιο στην πλατεία, μέσα από μια κλιμακούμενη αισθητική νουάρ. Το εάν πέτυχε ή όχι στο να αναδείξει την ηθική και ψυχική δοκιμασία των ηρώων της ιστορίας, καθώς επίσης και το αν τα παθήματά τους μας αφορούν ή όχι είναι, όπως λέω και πιο πάνω, θέμα προσωπικής εκτίμησης. Σε ό,τι αφορά εμένα, διατηρώ επιφυλάξεις. Και εξηγούμαι κρίνοντας τις ερμηνείες.
Ερμηνείες
Ο Μιχάλης Συριόπουλος είναι ένας ηθοποιός με τάλαντο που εκτιμώ. Έχοντας δει σχεδόν όλες τις ερμηνευτικές του εξορμήσεις, εκείνο που έχω παρατηρήσει είναι ότι ο ενθουσιασμός του, ορισμένες φορές, απελευθερώνει τέτοια ενέργεια που αισθάνεσαι ότι απειλεί να «κάψει», αντί να αναδείξει, τον χαρακτήρα που υποδύεται. Πιο πρόσφατα τον είδα να το κάνει στον Γλάρο (ΕΜΣ), όπου η υπερεκφραστικότητα και υπερκινητικότητά του τον πέταξαν έξω από το κάδρο. Στην Αγγέλα ήταν πιο συγκρατημένος, αλλά και πάλι είχε στιγμές όπου, στην αγωνία του να “τιθασσεύσει” την ψυχή ενός πολύ δύσκολου χαρακτήρα, όπως είναι ο Λάμπρος, του «φορούσε» ετσιθελικά την τεχνική του, αντί ν’ αφήνει και το ρόλο/χαρακτήρα να του υποδεικνύει ποια τεχνική είναι η πιο ταιριαστή. Το αποτέλεσμα ήταν να έχει το δραματικό του προσωπείο διαρκώς στη κόψη του ξυραφιού (πέφτει δεν πέφτει...).
Η Αγγέλα αποδείχτηκε ένα βαρίδι για τους ώμους της άπειρης πλην φιλότιμης νεαρής ηθοποιού Κατερίνας Αλέξη. Ενώ μας συστήθηκε σωστά κοιτώντας το ρόλο στα μάτια, σταδιακά, καθώς βάθαιναν οι αποχρώσεις και τα αδιέξοδα του ρόλου, καθώς το τοπίο γινότανε όλο και πιο σκοτεινό και έπρεπε να σηκώσει και τους συμβολισμούς που κουβαλούσε η σκηνική της παρουσία, άρχισε να σπρώχνει το «φορτίο» της προς τη διεκπεραίωση παρά την ερμηνεία.
Ο Μαραγκόπουλος πάτησε επάνω σ’ ένα υποκριτικό στυλ που κατέχει και ισορρόπησε ευεργετικά την τεχνική και το ρόλο. Σε κάποιες λίγες στιγμές, εκεί όπου πίεζε τις καταστάσεις να βολέψουν την τεχνική του, το παίξιμό του τον οδηγούσε σε μια, επιθεωρησιακού τύπου, κατιούσα ευκολιών μαγκιά.
Η Σοφία Καλεμκερίδου ωριμάζει διαρκώς. Γίνεται όλο και πιο πυκνή υποκριτικά. Βγάζει όλο και πιο αβίαστα ρόλους. Και την απολαμβάνω. Όπως εδώ. Ήταν αναμφίβολα η κορυφαία της παράστασης. Σε κάθε πέρασμά της η μεγαλοκοπέλα της, η “Άννα,” άφηνε πίσω της “πικραμένα” αποτυπώματα, σε σημείο να περιμένεις πότε θα επανεμφανιστεί για ν’ αφήσει κι άλλα. Μεγάλο πράγμα για έναν ηθοποιό να έχει την πλατεία να περιμένει πότε θα επανακάμψει στη δράση. Η σκηνοθεσία θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει ως βαρόμετρο για να στήσει επάνω της όλη την παράσταση.
Η Σταυριάνα Παπαδάκη μπήκε δυναμικά, είχε σκηνικό στίγμα, ήταν μέσα στο δράμα. Στην πορεία άρχισε να αποχρωματίζει τον ρόλο της. Με μπέρδεψε. Τελικά δεν κατάλαβα τι σόι πλάσμα είναι η «Νέρα» της: ξεμυαλισμένη, αλαφρόμυαλη, σκέτο θύμα; Η Μαρία Χατζηιωαννίδου, μια ηθοποιός που γενικά παίζει με τσαγανό και νεύρο, εδώ αισθάνθηκα πως δεν μας ξεκαθάρισε τις πτυχές της αρρωστημένης όσο και πολυκύμαντης σχέσης της με τον νταβατζή τον Στράτο. Τα πολλά ντεσιμπέλ της ερμηνείας της δεν ήταν θετικό εργαλείο για να στρογγυλέψει το πορτρέτο της στέφρας «τιγρέσσας;» “Γεωργίας”.
Ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου είναι ένας ηθοποιός που εξελίσσεται και «γράφει». Τον είχα προσέξει στον «Δον Κιχώτη». Μου είχε αρέσει ο Σάντσο Πάντσα του. Και τώρα πάλι μου άρεσε όπως μάρκαρε τη θέση του στα δρώμενα, επιτυγχάνοντας σαφή εξατομίκευση δραματικού προσώπου.
Οι Μπαλαούρα, Μακροδημήτρη, Δρόσου και Καγιάς ήταν μέσα στο έργο, στα όρια της δικής τους γραμμής πλεύσης. Ομοίως και οι Σφυρίδης, Φερετζέλης και Κολοβός.
Τα σκηνικά της Βρεττού ήταν έτσι φτιαγμένα ώστε να διευκολύνουν τα χωροχρονικά περάσματα και τις κατά τόπους αφαιρετικές προτάσεις που ζητούσε η σκηνοθεσία. Ωε εδώ μια χαρά. Το πρόβλημα είναι ότι δεν απελευθέρωναν τις πολυσημαίνουσες σημασίες που έχει ο χώρος δράσης (η ταράτσα) στο ίδιο το κείμενο. Επίσης, δεν κατάλαβα γιατί χρησιμοποίησε την πλατεία και τα θεωρεία. Προς τι όλη αυτή η χωρική μετακίνηση, όταν το ίδιο το σκηνικό κλείνει και σημασιοδοτεί τη δράση στα δικά του συγκεκριμένα πλαίσια; Οι λύσεις θα μπορούσαν ν’ αναζητηθούν εντός, πυκνώνοντας έτσι και την ποθούμενη ρεαλιστική ατμόσφαιρα.
Συμπέρασμα: Η λιτότητα και το αψιμυθίωτο της σκηνοθεσίας άφησαν να λειτουργήσουν με τιμιότητα οι αρετές της πρώτης γραφής, αλλά, εκτιμώ πως δεν κατάφεραν να καλύψουν και τις μπόλικες μειονεξίες της. Πάντως η πλατεία μάλλον θα διαφωνεί μαζί μου. Ήταν εκεί, αισθητή σε όγκο και ενθέρμως χειροκροτούσα.
Σημ. Πρώτη δημοσίευση: The Greek Play Project 16/02/2016