Αν και θεωρώ τον Άμλετ αρτιότερο και πιο σύνθετο έργο, ο Μακμπέθ είναι το έργο που με συναρπάζει πιο πολύ, ίσως γιατί είναι πιο «αληθινό», υπό την έννοια ότι βρίσκεται πιο κοντά σε αυτό που ποθεί ο κάθε (ειλικρινής) άνθρωπος: δύναμη, εξουσία. Ο Μακμπέθ είναι ο σκηνικός μας εκπρόσωπος. Ένας δαρβινιστής πολύ πριν από το Δαρβίνο. Εκείνο που τον διαφοροποιεί από τον απλό άνθρωπο είναι τα μέσα που χρησιμοποιεί για να φτάσει εκεί που θέλει. Είναι αδίσταχτος.
Ο Μακμπέθ με τις πράξεις του διασαλεύει την τάξη του αναγεννησιακού οικοσυστήματος. Άλλωστε δεν είναι διόλου τυχαία η επιλογή του Σέξπηρ, στο τέλος του έργου, να δώσει την εικόνα του δάσους που μετακινείται. Είναι μια συμβολική επανάσταση της ίδιας της Φύσης ενάντια στις υπερβολές του.
Ούτε είναι τυχαίο που, απέναντι στην ανηθικότητά του, βάζει τον Μακντάφ, το εναλλακτικό πρότυπο του αναγεννησιακού ουμανισμού, τον άνθρωπο που πιστεύει στη λογική, στη δικαιοσύνη, που αρνείται το υπερφυσικό και το θρησκευτικό δόγμα ως βάση αποτίμησης της ηθικής και των ανθρωπίνων επιλογών.
Μια γοτθική (;) παράσταση
Τώρα, πιο ειδικά, γι’ αυτό που είδαμε στην ΕΜΣ σε παραγωγή ΚΘΒΕ. Η σκηνοθέτιδα Αναστασία Ρεβή είδε τον Μακμπέθ σαν ένα, γοτθικού τύπου, horror show, όπου δεσπόζουν οι αφηγήσεις μυστηρίου, τα φαντάσματα, τα στοιχειωμένα κάστρα, η τρέλα, τα μυστικά και οι κατάρες, τα ανεξήγητα φαινόμενα και, βεβαίως, το αίμα και ο θάνατος. Και κανείς δεν μπορεί να την ψέξει γι’ αυτό. Κάθε σκηνοθέτης χαράζει τη δική του γραμμή και κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Και ιδού το ερώτημα: η συγκεκριμένη σκηνοθετική επιλογή ανέδειξε το έργο ή απλώς εξυπηρέτησε αμφίβολες οικειώσεις;
Σκηνοθεσία
Θεωρώ πως η Ρεβή έπαιξε κι έχασε, γιατί δεν μπόρεσε να βρει τρόπους να βάλει τα σώματα των ηθοποιών της να κατοικήσουν δημιουργικά αυτό το περιβάλλον και να αρθρώσουν πειστικά το δράμα τους. Τους κλείδωσε σ’ ένα εικονολάγνο καβούκι που δεν πρόδιδε ούτε μεγέθη ούτε μεταπτώσεις ούτε σημασίες. Όπως δίδαξε το έργο εκμηδένισε την πολυπρισματικότητά του, το ζεματισμένο εσωτερικό τοπίο του ψυχισμού των χαρακτήρων του. Αμφιβάλλω αν κατάλαβε κανείς στην πλατεία περί τίνος πρόκειται.
Η Ρεβή είναι έμπειρη και ικανή σκηνοθέτιδα και θα ‘πρεπε να γνωρίζει ότι η εικόνα είναι χρήσιμη στο βαθμό που δεν πνίγεται στην αυταρέσκειά της. Όταν φτάνει στο σημείο να διαλαλεί την παρουσία της, τότε δεν απέχει πολύ από την κιτσάτη αισθητική της Γιουροβίζιον.
Και κάτι άλλο, ανάμεσα σε πολλά άλλα: προς τι τα ξεκάρφωτα αγγλικά; Τι εξυπηρετούσαν στο σύνολο της σύλληψης; Μήπως για να θαυμάσουμε, χωρίς μεταφραστική παρέμβαση (εν προκειμένω του Δημητριάδη), την ποίηση του Σέξπηρ; Όλα αυτά θα τα καταλάβαινα εάν ήταν οργανικά ενταγμένα στο σύνολο. Έτσι όπως κατέβηκαν στην πλατεία δεν είχαν κανένα νόημα. Πιο πολύ αφαιρούσαν παρά προσέθεταν. Όπως και η ανεκδιήγητη σπαθομαχία. Είχε τα χάλια της. Και απορώ: γιατί δεν έκανε κάτι να τη διορθώσει; Γιατί άφησε τους, ικανούς για πολύ καλύτερα πράγματα, ηθοποιούς της να εκτεθούν; Εκτός κι αν εκτίμησε ότι όλα ήταν τέλεια.
Βασικές ερμηνείες
Σέβομαι και θαυμάζω τις περγαμηνές που συνοδεύουν το βιογραφικό του πρωταγωνιστή Κωνσταντίνου Καβακιώτη, μόνο που δεν μπορώ να πω ότι τον έσωσαν από το ναυάγιο. Και ο λόγος προφανής: αντί να αναζητήσει την αύρα του κειμένου, τις δαιδαλώδεις και δύσβατες κλιμακώσεις του, την τρέλα στο βλέμμα του βασιλιά, τον φόβο στην ψυχή του, αρκέστηκε στο να κάνει επίδειξη (sic) του καλογυμνασμένου σώματός του. Σε καμιά στιγμή δεν ξεπέρασε την ατομική του υπόσταση ώστε να αξιοποιήσει σε αίσθηση τα περιθώρια της αινιγματικής φιγούρας του ήρωά του. Πολύ φοβούμαι πως μπέρδεψε τη σκηνή της ΕΜΣ με το λονδρέζικο γυμναστήριο όπου μεγαλώνει τα ποντίκια του, λες και άλλη έγνοια δεν είχε ο Μακμπέθ…..
Όσο για το έτερον ήμισυ, τη Λαίδη Μακμπέθ, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια σύζυγο-μπαλαντέρ, αλλά με μια επαγγελματία της συνειδητής μεταμφίεσης, μια γνήσια συμμετοχική δύναμη που ξέρει τι λέει, πότε το λέει και σε τι έργο παίζει (κυρίως αυτό). Η Πολυξένη Σπυροπούλου, ηθοποιός πιστοποιημένα ικανή για ποικίλες σκηνικές μεταμορφώσεις, αισθάνομαι πως εδώ δεν μπόρεσε να αναδείξει τον πολυπράγμονα χαρακτήρα της ηρωίδας της, τη δαιμόνια όσο και δαιμονισμένη της φύση που, μπαίνοντας σε κάθε σκηνή, αλλάζει και την ατμόσφαιρα του χώρου. Εγκλωβίστηκε σε μια ερμηνευτική σφαίρα που δεν την άφηνε να προεκτείνει τις εκρηγνυόμενες ατάκες της σε εμπύρετες ατομικές επιτελέσεις. Δεν την είδα να υψώνει το σθεναρό υποκριτικό αγρίμι στον ταλαντευόμενο σύζυγο. Δεν την είδα να κεντά τις ποικίλες λεπτομέρειες του ρόλου της, τις μεταπτώσεις που βιώνει. «Φόρεσε» εξαρχής ένα επιτελεστικό κουστούμι λες και πήγαινε για οντισιόν στη «Λάμψη», και με αυτό περίπου τελείωσε. Διερωτώμαι: Το ζητούμενο που την ταλανίζει και της ροκανίζει το νήμα της ζωής, όλο εκείνο το συνονθύλευμα ψυχολογικών πλεγμάτων πού πήγε, γιατί δεν παραδόθηκε στην πλατεία; Η δουλειά της σκηνοθεσίας εδώ ήταν να βοηθήσει μια ταλαντούχο ηθοποιό να φέρει εις πέρας αυτό που ανέλαβε. Αυτά δεν γίνονται από μόνα τους.
Λοιπές ερμηνείες
Πιο γήινος, συγκεντρωμένος και νευρώδης ο Μακντάφ του Καπέλιου όρθωσε, ως όφειλε, το ανάστημά του απέναντι στην κακία του σφετεριστή Μακμπέθ και σήμανε καθαρά (με εξαίρεση λίγο προς το τέλος όπου ξέφυγε κάπως). Ανεξήγητα κουμπωμένος, θαμπός και χαμένος, σωματικά, φωνητικά και εσωτερικά, ο γενικά προσεκτικός, καλά διαβασμένος και τοποθετημένος Καραμφίλης. Ο έμπειρος Βασίλης Σπυρόπουλος είχε το λόγο αλλά έδειχνε να μην πιστεύει σ’ αυτόν. Η Εύη Σαρμή διαυλάκωσε με τους τρεις ρόλους που της ανατέθηκαν όλο το χώρο, αφήνοντας αποτυπώματα αστραφτερά. Κοντά σε προδιαγραφές στρογγυλεμένου ρόλου με σαφή και καλά εκτελεσμένα περιγράμματα ο Χαρίσης. Ο Γκρέζιος, παρά την απειρία και το νεαρό της ηλικίας του, ήξερε ποια ήταν η θέση του και την υποστήριξε.
Λοιποί συντελεστές
Το σκηνικό της Μάιρα Βαζαίου υπηρέτησε την άποψη της σκηνοθεσίας, προτείνοντας μια «παραμυθιακή» κατασκευή, με μια σπειροειδή ράμπα στη μέση, η οποία είχε ως τερματικό ένα μπαλκόνι στο βάθος ψηλά, ώστε να διευκολύνονται οι αλλαγές επιπέδων, δράσης και απόδρασης αλλά και να υποδηλώνεται συμβολικά η είσοδος στην ετεροτοπία. Κι ενώ αντιλαμβάνομαι το όλο σκεπτικό, έχω μια παρατήρηση: δεν είδε ότι η ράμπα έκοβε άβολα τη σκηνή στα δύο; Ενδυματολογικά στάθηκε στο κόκκινο για να υπογραμμίσει, προφανώς, τη βία, στις δε μάγισσες (Κεφάλα, Πουρέγκα, Χριστοφίδου, Κοτίνη) μερίμνησε ώστε να τονιστεί η παιδική σκανταλιάρικη συμπεριφορά τους.
Πλούσια μεν αλλά κάπως υπερβολική η φωτιστική παρτιτούρα και ενίοτε τραβηγμένη η φλυαρία των βιντεοπροβολών του Κατσαρή. Ενδιαφέρουσες και ξεσηκωτικές οι μουσικές προτάσεις των Στεργίου/Γιασαφάκη, αν και κάπου θα μπορούσαν να κατέβουν μια δυο σκάλες πιο κάτω ώστε να μην καπελώνουν το λόγο.
Συμπέρασμα: μια παράσταση που νοιάστηκε για την όψη και της διέφυγε η ουσία. Κι όμως το θέατρο γεμίζει ασφυχτικά από κόσμο. Και πραγματικά χαίρομαι γι’ αυτό, αλλά και διερωτώμαι (για πολλοστή φορά): τελικά ποιος είναι εκτός τόπου και χρόνου, ο κόσμος ή ο κριτικός;
Στους καιρούς που ζούμε η άποψη του ειδικού έχει πλέον κάποιο νόημα ή, από τη στιγμή που όλοι, ελέω διαδικτύου, είναι δυνάμει κριτικοί, έχει περάσει και αυτή στα αζήτητα του πολιτισμού, οπότε είτε κρίνουμε είτε όχι δεν κάνει καμιά διαφορά;
Σημ. Πρώτη δημοσίευση Parallaxi 12/02/206