Ο Γκαίτε άρχισε να γράφει το magnum opus του, τον Φάουστ, το 1773 σε ηλικία 25 ετών και το ολοκλήρωσε μετά από πολλές περιπέτειες το 1831. Σε αυτό το διάστημα είχε χρόνο και χώρο να καταθέσει όλους τους προβληματισμούς του, τις θεωρητικές, φιλοσοφικές και θρησκευτικές του σκέψεις και ανησυχίες. Αν και ο ίδιος το ονόμασε τραγωδία, υπάρχουν και πολλά άλλα στοιχεία, κωμικά, οπερατικά, σατιρικά, ρομαντικά και, βεβαίως, ρεαλιστικά, που το κάνουν να φαντάζει σαν θεατρική εγκυκλοπαίδεια.
-
Aπό την ποιητική του μοντέρνου στην ποιητική του μεταμοντέρνου: εμπλουτισμένος πίνακας
Πώς ερμηνεύω τον κόσμο όπου συμμετέχω; Και τι είμαι μέσα σ’ αυτόν;
Πόσο αντέχει η Αγγέλα;
Η “Αγγέλα είναι ένα κείμενο που δεν σταματάει να ανθίζει». Τάδε έφη ο Γιώργος Παλούμπης, ο σκηνοθέτης του έργου που είδαμε στην πολυσύχναστη πλέον Μονή Λαζαριστών (ΚΘΒΕ). Και, βεβαίως, δεν έχω κανένα λόγο να διαφωνήσω μαζί του. Απλά, δίκην συμπληρωματικού σχολίου, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι τίποτα δεν ανθίζει από μόνο του, γιατί, όπως κάθε ζωντανός οργανισμός, και το θέατρο είναι ένας ζωντανός οργανισμός, πρέπει να ενισχυθεί με το σωστό λίπασμα για να δώσει καρπούς.Που και πάλι ούτε αυτό εγγυάται άνθη, εάν το ίδιο το έργο δεν φέρει στα σπλάχνα του τον ανθεκτικό σπόρο της επιβίωσής του. Και το ερώτημα είναι: το έργο του Σεβαστίκογλου διαθέτει αυτή την ποιότητα ώστε να ξεπεράσει τις αυλακιές του χρόνου; Ή μήπως μαζί με το τέλος της εποχής που το ενέπνευσε εξέπνευσε και αυτό;
Μακμπέθ της όψης όχι της ουσίας
Αν και θεωρώ τον Άμλετ αρτιότερο και πιο σύνθετο έργο, ο Μακμπέθ είναι το έργο που με συναρπάζει πιο πολύ, ίσως γιατί είναι πιο «αληθινό», υπό την έννοια ότι βρίσκεται πιο κοντά σε αυτό που ποθεί ο κάθε (ειλικρινής) άνθρωπος: δύναμη, εξουσία. Ο Μακμπέθ είναι ο σκηνικός μας εκπρόσωπος. Ένας δαρβινιστής πολύ πριν από το Δαρβίνο. Εκείνο που τον διαφοροποιεί από τον απλό άνθρωπο είναι τα μέσα που χρησιμοποιεί για να φτάσει εκεί που θέλει. Είναι αδίσταχτος.
Απολογισμοί ζωής που δεν ευτύχησαν
Πήγα στο BlackBox και είδα το έργο του Ισπανού Φερνάντο Ρενχίφο, Ρέκβιεμ (που πρωτογνωρίσαμε το 2009, σε σκηνοθεσία τότε της Γεωργίας
Μαυραγάνη) από την ομάδα Όμπερον.
Πρόκειται, κατά βάση, για έναν ποιητικό μονόλογο
οποίος, δίκην travelling camera, ζουμάρει και αποτυπώνει φευγαλέα ερεθίσματα, μνήμες, απογοητεύσεις και
διαδρομές από την καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου. Θα έλεγε κανείς ότι
είναι ένα είδος προσωπικού απολογισμού, κάτι σαν το αμλετικό «να ζει κανείς να
ζει ή να μη ζει».
Το θεατρόμορφο παιχνίδι εξουσίας του Ριχάρδου Γ’
Με πολιτικούς
όρους θα μπορούσε κάποιος να τον ονομάσει Στάλιν της Αναγέννησης:
δικτατορικός,, αμείλικτος, υπόγειος. Με ψυχολογικούς όρους, ένα υβρίδιο
θάρρους, ευφυίας και απύθμενης κακίας. Με μεταφυσικούς όρους, η προσωποποίηση
του διαβόλου και με θεατρικούς, ο απόλυτος υποκριτής, ο άνθρωπος που υπέταξε
την τέχνη του θεάτρου στην υπηρεσία της απάτης και της εκδίκησης. Η αναφορά μας
είναι στον Ριχάρδο Γ’, της δυναστείας των Τυδόρ, τον σωματικά παραμορφωμένο και
αδίστακτο ηγέτη, τον οποίο η θεατρική ιστορία έχει αναδείξει σε ένα από τα
απόλυτα celebrities ανάμεσα στους χαρακτήρες του Σαίξπηρ. Εκείνο που δεν
έχει ακόμη ξεκαθαρίσει είναι κατά πόσο και η ίδια η ιστορία συμφωνεί.