Η Φαλακρή τραγουδίστρια του Ιονέσκο, που είδαμε στο Blackbox (από το «Θέατρο ΔΕΝ»), είναι ένα έργο που γεννήθηκε (1948) εισπνέοντας τις αναθυμιάσεις της ατομικής βόμβας, ένα έργο που έδωσε σκηνικό χώρο να γίνει θέαμα η απόλυτη ακύρωση του νοήματος. Όπως απουσιάζει ο Γκοντό από το ομότιτλο έργο του Μπέκετ, έτσι απουσιάζει και από αυτό η φαλακρή πριμαντόνα. Και θα απουσιάζει για πάντα, γιατί σε αντίθετη περίπτωση ο Ιονέσκο θα’ πρεπε να ανοίξει τις πόρτες για την επιστροφή του νοήματος,
κάτι που θα ανέστελλε το εξωφρενικό γλωσσικό πινγκ πονγκ των ηρώων, εμπνευσμένο από τα βιβλία εκμάθησης της αγγλικής άνευ διδασκάλου, που εκείνη την περίοδο χρησιμοποιούσε ο συγγραφέας για να βελτιώσει τις γνώσεις του. Σύμφωνα με τα δικά του σχόλια, απομνημόνευε λέξεις και φράσεις χωρίς να τις αισθάνεται, ακόμη και να τις καταλαβαίνει, όπως ακριβώς και οι ήρωές του: ξεστομίζουν το ένα κλισέ μετά το άλλο, γιατί έτσι νομίζουν ότι υπάρχουν. Είναι ένας τρόπος να μας πουν ότι δεν θέλουν να πεθάνουν.
Το στόρι
Οι ήρωες του έργου, τους οποίους ο Ιονέσκο έχει βαφτίσει με τα πλέον μπανάλ ονόματα στην αγγλική (Σμιθ οι οικοδεσπότες και οι μουσαφίρηδες Μάρτιν) επιδίδονται σε ένα απίστευτο small talk απόλυτης κενότητας. Ένα ασθμαίνον γαϊτανάκι του τίποτα, όπου αλλού είναι το σημαίνον αλλού περιφέρεται το σημαινόμενο. Είτε γνωρίζονται μεταξύ τους είτε όχι δεν έχει σημασία. Ο μηδενισμός της επικοινωνίας βαράει κόκκινο. Το κουδούνι της εξώπορτας χτυπά και δεν είναι κανείς (να θυμίσω τον Γκοντό). Στο τρίτο χτύπημα εμφανίζεται από το πουθενά ένας πυροσβέστης που αναζητεί εναγωνίως κάποια φωτιά να σβήσει. Είναι η σειρά του να προσθέσει τις δικές του ασυναρτησίες, για να τελειώσει το έργο όπως άρχισε. Μόνο που τώρα στη θέση των οικοδεσποτών είναι οι Μάρτιν. Όμως, τίποτα δεν θ’ αλλάξει. Όπως στον Γκοντό οι δύο λακέδες είναι καταδικασμένοι να περιμένουν παίζοντας, έτσι και αυτοί εδώ είναι καταδικασμένοι να επικοινωνούν το τίποτα εν αναμονή κάποιας εξήγησης γιατί ζουν.
Η σκηνοθεσία
Σχεδόν 67 ετών, το έργο δείχνει να αντέχει ακόμη, όμως οι ρυτίδες δεν κρύβονται, κυρίως σε ό,τι αφορά τον «παραλογισμό» του. Ας μην ξεχνούμε ότι υπάρχουν και μεγαθήρια όπως ο Μπέκετ και ο Πίντερ που, σε ένα μεγάλο βαθμό, επισκίασαν τον Ιονέσκο και συνάμα ανέβασαν κατά πολύ τον πήχη και τις προσδοκίες του κοινού, κάνοντας έτσι ακόμη πιο απαιτητικό το έργο εκείνου που αναλαμβάνει να το σκηνοθετήσει.
Πάντως πρέπει να πω εξαρχής πως προσμετρώ στα υπέρ της σκηνοθεσίας του Βασίλη Βασιλάκη το γεγονός ότι δεν επιχείρησε ακροβασίες και δηθενιές ώστε να συσκοτίσει τις προθέσεις του. Κινήθηκε με μέτρο, καλά ζυγισμένες επιλογές και έτσι απέφυγε και τα λάθη και τις στρεβλές εντυπώσεις. Ό,τι είχε να πει ήταν εκεί, το είδαμε και το καταλάβαμε. Οπότε από αυτήν την άποψη πέτυχε και δικαίως χειροκροτήθηκε.
Όπως επίσης θεωρώ σωστή επιλογή το ότι απέφυγε να δώσει ατομικά χαρακτηριστικά στους χαρακτήρες, επιλογή που εκτός όλων των άλλων διευκόλυνε και την ερμηνευτική προσπάθεια των συνεργατών του.
Εκεί που εκτιμώ ότι είχε πρόβλημα ήταν με το κείμενο από κάτω. Δεν μας έδωσε να καταλάβουμε πού ακριβώς αποσκοπούσε το έργο, γιατί γράφτηκε. Ναι μεν μας έκανε να γελάσουμε, όμως δεν ήταν γέλιο αναγνώρισης. Οι επιλογές του δεν βοήθησαν να έρθουν οι χαρακτήρες πιο κοντά μας ώστε να δούμε τους εαυτούς μας μέσα από σ’ αυτούς. Μείναμε αποστασιοποιημένοι, αμέτοχοι και απλώς απολαύσαμε τις γελαστικές τους συνευρέσεις, οι οποίες πάντως δεν ήταν λίγες.
Ερμηνείες
Οι Σμιθ (Σαμαντά/Κοντός) και οι Μάρτιν (Νανούδης, Τσαλκιτζόγλου), παίζοντας τη σκηνική τους «μονοτονία» με ευφρόσυνη διάθεση, οδήγησαν αβίαστα το παράλογο της ύπαρξής τους από τη μια σκηνή στην άλλη, από τη μια τρελή ατάκα στην άλλη, με καλά λαδωμένες κλιμακώσεις και αποκλιμακώσεις, με προσεκτική άρθρωση χωρίς φωνητικά λιλιά, στεντόρειες φωνές, ρητορικά λαριγγίσματα, χαζά κολπάκια και εντυπωσιασμούς. Κανείς δεν βγήκε να διαλαλήσει τον «παραλογισμό» του. Θα ήταν μέγα λάθος.
Ο Λάζαρος Θεοδωρακόπουλος (πυροσβέστης), ηθοποιός με καλό υποκριτικό απόθεμα, στον πιο δύσκολο ρόλο της διανομής, μπήκε κεφάτος και φουριόζος και έκανε άνω κάτω το σπιτικό των Σμιθ. Είχε καλή παρουσία αν και σε ορισμένες στιγμές (όχι πολλές) υπερέπαιζε, λες και αποζητούσε να εκβιάσει το γέλιο, με αποτέλεσμα να ψευτίζει κάπως τις νευρώσεις του. Θα μπορούσε να παίξει ένα κλικ πιο κάτω, πιο χαλαρά (και αυτονόητα), ώστε να είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένος και με τους υπόλοιπους. Ο ρόλος ούτως ή άλλως από μόνος του είναι θεοπάλαβος, δεν χρειάζεται καρικεύματα. Η υπηρέτρια (Βίκυ Ίτσιου) ακόμη άγουρη υποκριτικά, είχε την άνεση στην κίνηση που της επέτρεπε να μπαινοβγαίνει στη δράση χωρίς εμφανείς μουτζούρες.
Βρήκα έξυπνα ενταγμένο στην παράσταση το τεράστιο ύψος του Σιδέρη Νανούδη (κοντά στα 2.10)—σε αντίστιξη με το πολύ μικρότερο ύψος της γυναίκας του. Ο σκηνοθέτης άφησε το σωματικό μέγεθος του ηθοποιού να σχολιάσει τη δράση, αλλά σε καμιά στιγμή δεν το άφησε να γίνει το εστιακό κέντρο της παράστασης, οπότε τότε θα μιλούσαμε για εύκολες λύσεις ποδαριού.
Να σταθώ επίσης στο γεγονός ότι περιόρισε την κίνηση των σωμάτων στα απολύτως απαραίτητα και έτσι από τη μια δημιούργησε χώρο στο λόγο να απλωθεί και να ακουστεί πολύ καθαρά και από την άλλη περιόρισε και τα πιθανά λάθη από τα άτομα εκείνα που έδειχναν ότι τους έλειπαν τα εργαλεία άνετης σκηνικής διαχείρισης των σωμάτων τους.
Οι σκηνογράφοι (Λαμπρόπουλος, Βασιλάκης) απέφυγαν οποιαδήποτε ένδειξη βρεττανικότητας στο ντεκόρ του δωματίου (είναι γνωστή η αγάπη των Άγγλων να κολλάνε στους τοίχους ταπετσαρία με λουλούδια) και περιορίστηκαν στα ελάχιστα, με κυρίαρχο ένα τρελαμένο ρολόι στο βάθος.
Συμπέρασμα: Η παράσταση θα κέρδιζε πόντους εάν επιδείκνυε περισσότερη ανατρεπτική τόλμη ώστε να μην είναι όλα τόσο προβλέψιμα. Άλλωστε από τη στιγμή που μπαίνουμε στον κόσμο του παραλόγου το απρόβλεπτο πρέπει να είναι η αρχή ώστε αυτό το «οργανωμένο θεατρικό χάος» να λάμψει και πέρα από το γέλιο. Σε κάθε περίπτωση, την προτείνω γιατί είναι μια δουλειά λιτά δοσμένη, στέρεη, ευανάγνωστη και έντιμη, εννοώντας ότι αυτό που έθεσε ως στόχο να πετύχει το πέτυχε χωρίς να φανφαρίζει, σε αντίθεση με κάποιες άλλες (και εννοώ πάρα πολλές) που πουλάνε αέρα κοπανιστό για «κουλτούρα».
Πρώτη δημοσίευση: 19/11/2015 Παράλλαξη