Μετά τους αποτυχημένους Βατράχους, και η δεύτερη παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου (επίσης στο
«Δάσος»), απογοήτευσε. Και μάλιστα, πολύ. Μιλώ για τον Ιππόλυτο, την ευριπίδεια τραγωδία που, όπως τη σκηνοθέτησε η Λυδία
Κονιόρδου, δεν ήξερες αν θα ‘πρεπε να κλάψεις, να γελάσεις ή απλά να σηκωθείς
να φύγεις. Ακόμη διερωτώμαι πως μια τόσο ικανή θεατράνθρωπος όπως αυτή,
κατάφερε να εξαφανίσει όλα εκείνα τα
στοιχεία που θεωρούνται η βάση του έργου, για να καταλήξει σ’ αυτήν την
ανεκδιήγητη μουτζούρα.
Σε καμιά στιγμή δεν αισθανθήκαμε την εσωτερική πάλη των
πρωταγωνιστών μπροστά στο ενδεχόμενο της υπέρβασης, το πώς ο καθένας, αγκαλιά
με τη δική του ημιτελή και, κατά συνέπεια, επικίνδυνη αλήθεια, σκηνοθετεί τη ζωή
του και έτσι ενισχύει την πολυπρισματικότητα του τραγικού αγώνα. Δεν είδαμε πώς
αυτή ακριβώς η περιορισμένη ανθρώπινη κατανόηση δημιουργεί τις διάφορες ρήξεις
και συμφορές.
Ο Ευριπίδης με τον
Ιππόλυτο προφανώς ξύνει πληγές, μιλά για λανθασμένες επιλογές, στρεβλές
αποφάσεις και πως μόνη λύση είναι η συγχώρεση, αφού το όλον είναι ορατό μόνο
από μια θεϊκή ματιά.
Σκηνοθεσία
Είμαι βέβαιος ότι η Κονιόρδου, πολύπειρη αναγνώστρια των
κλασικών κειμένων, τα είδε όλα αυτά και κατάλαβε ποιο είναι το ζητούμενο. Δεν έχουμε
λόγο να μην την πιστέψουμε όταν λέει ότι στην προετοιμασία τους βοήθησε η
αποκαλυπτική εργασία του δασκάλου της Αλέξη Διαμαντόπουλου πάνω στην «Πολιτική
μαρτυρία του ερωτικού μύθου στον Ιππόλυτο και στη Μήδεια». Το θέμα είναι όλη
αυτή η προκαταρκτική γνώση να μετουσιωθεί σε δράση «εδώ και τώρα», ώστε να αισθανθούμε
κι εμείς το θανατερό παιχνίδι που παίζεται στην κόψη του ξυραφιού ανάμεσα στο
είναι και το φαίνεσθαι. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος έδειξε πως δεν είχε τις
λύσεις να τα μεταφράσει όλα αυτά σε πειστικό θέαμα.
Εάν εξαιρέσω την πρώτη εντυπωσιακή σκηνή με το πλαστικό
σκέπασμα της σκηνής να υποχωρεί σταδιακά δίνοντας την εικόνα μιας θάλασσας που
σκίζεται στα δύο και τους μαγνητοφωνημένους παφλασμούς των κυμάτων να γεμίζουν
τις κερκίδες του Δάσους, την ίδια στιγμή που
το εντυπωσιακό κατάλευκο άλογο (της Άρτεμις) κάλπαζε στο βάθος της
σκηνής, η συνέχεια ήταν μια απόλυτη σύγχυση. Όλα κινήθηκαν άτσαλα επάνω σε αδιευκρίνιστες
ράγες, με αποτέλεσμα το σύνολο να μοιάζει με ένα αλαλούμ χωρίς αρχή και τέλος. Τίποτα
δεν έδενε, ούτε αισθητικά ούτε υποκριτικά. Λες και δεν υπήρχε τιμονιέρης να
βάλει μια τάξη. Ο καθένας τραβούσε το δρόμο του, με πρώτο και καλύτερο τον Χορό,
που σε κάθε εμφάνισή του δοκίμαζε τα νεύρα μας. Πραγματικά τέτοιο χάλι δεν
περίμενα από τη βεβαιωμένα ταλαντούχα Καβαλλιεράτου. Σπασμωδικές και κενές
νοήματος κινήσεις και ξανά κινήσεις και ξανά λίγο μπρος λίγο πίσω και μετά γύρω
γύρω όλοι, εκνευριστικές επιφωνήσεις και λοιπά αδιάφορα φωνητικά γκρουπαρίσματα,
κωλοτούμπες και λίγο κουνγκ φου (από τον ανδρικό Χορό του Ιππόλυτου), και ό,τι
άλλο ήθελε προκύψει.
Άσε δε τα κοστουμάκια της Παπαγεωργοπούλου. Πρέπει να το
πάλεψε πολύ για να καταλήξει σε μια τόσο κιτσάτη έμπνευση. Έντυσε τα κορίτσια
με κρινολίνα πάνω από μια άθλια μπελ επόκ ολόσωμη φόρμα, βάζοντας και ένα τεράστιο
φωτιστικό για εφέ. Όσο για το ενδυματολόγιο του Θησέα, άλλο να το βλέπεις κι
άλλο να το περιγράφεις. Εκεί ήταν όλα τα λεφτά! Τέτοιο φούξια είχα χρόνια να δω!
Τι σόι εξουσία υποδηλώνει; Τη μουσική επένδυση του Φαραζή, σαν να μην την
ακούσαμε. Το σκηνικό-όστρακο του Βασίλη Μαντούκη άνοιγε τις δυνατότητες του έργου,
αλλά μόνο εν δυνάμει, γιατί παρέμεινε εκεί ένας όγκος αδρανής, τροφή στη λήθη.
Ερμηνείες
Η Αφροδίτη της Φριντζήλα λες και μας ήρθε από άλλο έργο,
από κάποιο σαλούν της Αμερικανικής Δύσης. Πού κολλούσε αλήθεια αυτό το λουκ; Η
Λήδα Πρωτοψάλτη έπαιξε ρεαλιστικά (ό,τι γνωρίζει καλύτερα) κι έβγαλε γέλιο. Όμως,
ήταν ένα γέλιο ξεκάρφωτο. Δεν το υποστήριζε το περιβάλλον κι έτσι δεν φάνηκαν
οι στόχοι του. Ο Θέμης Πάνου ως Θησέας, μέσα στο ανεκδιήγητο κουστουμάκι του μάταια
προσπαθούσε να κερδίσει τη συμπάθειά μας και πολύ περισσότερο την εκτίμησή μας
(είναι άλλωστε αρχηγός κράτους—αλλά τελικά ποιος νοιάστηκε, όπως ήταν έτσι
ντυμένος!). Πιο πολύ προς παλιάτσο μου έφερνε. Αλλά κι αν αυτή ήταν όντως η
πρόθεση της σκηνοθεσίας (περιπαιχτική) θα ‘πρεπε να δοθούν στηρίγματα και μια
συνεπής ανάπτυξη. Όπως εμφανίστηκε ήταν για να τον κλαις. Ο Καστρής (Θεράπων) φάνταζε
σαν μπεκετική φιγούρα κατευθείαν από το Τέλος
του παιχνιδιού. Μπήκε φουριόζος με το αναπηρικό του καροτσάκι σε ένα
περιβάλλον που δεν ήταν στημένο ώστε να δεχτεί ευεργετικά τον εξπρεσιονισμό
του. Μοιραία εξαφανίστηκε. Αόρατη και η Αποστολίδου ως Άρτεμις. Ούτε η ίδια θα
θυμάται ότι έπαιξε αυτό το ρόλο. Ο Σαράντης φάνηκε να δούλεψε πιο εστιασμένα την
αγγελική ρήση. Τουλάχιστο έδειξε να ξέρει για ποιο πράγμα μιλούσε, παρόλο που στην
αρχή η χαμηλών τόνων άρθρωσή του δεν ήταν και ό,τι καλύτερο. Πολύ μπλαζέ και
κενή σημασιών. Στη συνέχεια ανέβασε ρυθμούς,
πύκνωσε εντάσεις και επικοινώνησε.
Για την Κονιόρδου,
τι να πω; Δεν την έχω ξαναδεί τόσο χαμένη. Τη μια έμοιαζε με τραγωδό κλασικής
παιδείας, την άλλη απελευθέρωνε vibes σύγχρονης ερωτευμένης γυναικός, αλλού λοξοκοιτούσε με
στιλ προς Κίνα μεριά κι αλλού στο …υπερπέραν. Ούτε στιγμή δεν μπόρεσε να μας
μεταδώσει το υπαρξιακό δράμα της Φαίδρας. Κρίμα, από μια τόσο σπουδαία τραγωδό.
Όσο για τον Ιππόλυτο του Κουρή, περιέφερε την «αγνότητά» του πέρα δώθε άσκοπα
και άστοχα. Καμιά συγκίνηση.
Συμπέρασμα: παράσταση κάτω από τη βάση. Με τα εύσημα και τα ένσημα του Εθνικού,
παρακαλώ.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
24/08/2014