Δεν πάει άλλο με την αριστοφανική
κωμωδία. Πιάσαμε πάτο. Ή κοντεύουμε. Έχει μαλλιάσει η γλώσσα μας να λέμε τα
ίδια και τα ίδια, να μιλάμε για αδιέξοδα, για αναγνώσεις προκάτ, για έλλειψη
φαντασίας. Ελαφρυντικά σίγουρα υπάρχουν. Δεν είναι εύκολη η διαχείριση του
χιούμορ. Καμιά εποχή και κανένας λαός δεν
γελούν για τους ίδιους λόγους. Ένα, όμως, είναι το κοινό χαρακτηριστικό όλων: όλοι
γελούν με ή σατιρίζουν καταστάσεις και πρόσωπα που γνωρίζουν, που τους αφορούν,
γιατί χωρίς αναγνωρίσιμο στόχο τα βέλη της γελαστικής ανατροπής (το χιούμορ σε
οποιαδήποτε εκδοχή του κουβαλά το στοιχείο της ανατροπής) πέφτουν στο κενό.
Γι’
αυτό και στον Αριστοφάνη, εάν δεν πειραχτούν ονόματα και καταστάσεις που διακωμωδούνται
στο πρωτότυπο, ελάχιστα πράγματα μένουν για να κρατήσουν το ενδιαφέρον του
σύγχρονου θεατή. Κι εδώ αρχίζει το
πάρτι. Και δεν θα είχα κανένα απολύτως πρόβλημα με όλες τις δοκιμές που
γίνονται, εάν δεν τις περιέβαλλε η φτηνιάρικη αισθητική και η λογική του φασόν.
Αντί να ανταγωνίζονται μεταξύ τους στην ποιότητα, ανταγωνίζονται στο κιτς, στο
όνομα πάντα μιας κατά φαντασία λαϊκότητας.
Κιτς
και Αριστοφάνης
Για όσους δεν γνωρίζουν, το «κιτς»
είναι όρος που καθιερώθηκε από τους Γερμανούς κριτικούς της τέχνης, όταν άρχισε
να κυριαρχεί στην πρωτοκαπιταλιστική αγορά του 19ου αιώνα η αντίληψη ότι το «ωραίο»
δεν είναι σωστό (και εμπορικά επικερδές)
να μπορούν να το αγοράσουν ή να το απολαύσουν μόνο οι πλούσιοι. Δικαίωμα έχουν
και οι φτωχοί, απλώς για τους δεύτερους αρκεί το φτηνό αντίγραφο. Κάπως έτσι καθιερώνεται
η βιομηχανία της ανεξέλεγκτης μαζικής αναπαραγωγής, που σήμερα, εποχή του
ύστερου καπιταλισμού, έχει την τιμητική της. Όλα θυσία στο βωμό του
παγκοσμιοποιημένου κιτς.
Δεν έχω κανένα πρόβλημα με το κιτς,
εφόσον χρησιμοποιείται συνειδητά και κριτικά. Έχω πρόβλημα όταν αυτοί που το
στηλιτεύουν πρώτοι το χρησιμοποιούν για να πουλήσουν. Και εκτιμώ πως αυτό
περίπου συμβαίνει με τον καλοκαιρινό Αριστοφάνη. Κιτσοσταφανωμένος περιφέρεται
ανά την επικράτεια στους ώμους πεντ’ έξι επώνυμων και όποιον πάρει ο Χάρος, ή
αλλιώς Πλούτων ή Άδης, ο γιος του Κρόνου και της Ρέας, αυτός που στάθμευσε μαζί
με όλους τους μόνιμους «ενοίκους» του στο «Δάσος», με τη συγκατάθεση του
Εθνικού μας Θεάτρου, το οποίο, για έκτη φορά, φιλοξενεί το εν λόγω έργο, τώρα
με τη φροντίδα του Γιάννη Κακλέα, ενός σκηνοθέτη που κάποτε πίστευα ότι θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά στο θέατρό μας.
Και εννοώ τότε που ξεδίπλωνε ακόμη τα όνειρά του στο Παγοποιείο του Φιξ και
στον Τεχνοχώρο.
Πέρασαν
πολλά χρόνια από τότε και δυστυχώς η κατοπινή πορεία του δεν είχε την τροχιά
που εγώ τουλάχιστο πίστευα. Παίζοντας ανάμεσα στο εμπορικό και το εναλλακτικό
παγιδεύτηκε. Κάνει πράγματα πολύ κατώτερα των πραγματικών δυνατοτήτων του. Μου
είναι δύσκολο να πιστέψω ότι οι «Βάτραχοι» που είδα στο «Δάσος», είναι από τον
ίδιο σκηνοθέτη που τους ανέβασε με το ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας και έκανε τη θεατρική
Ελλάδα να το συζητά επί μέρες. Τότε που, κατά πως φαίνεται, είχε ακόμη την
εσωτερική ανάγκη να κάνει κάτι ουσιαστικό και ριζικά διαφορετικό. Πραγματικά εισέπραξα
μια μεγάλη απογοήτευση.
Βρε κε κεξ τι πάθαμε!
Αρχίζοντας
με το σκεπτικό ότι ο Αριστοφάνης αναζητά τη σωτηρία της Αθήνας μέσα από την
επάνοδο του ποιητή από τον Κάτω Κόσμο, ο Κακλέας αποφάσισε να διανθίσει την παράστασή του με ποιητικά αποσπάσματα από
Ρίτσο, Ελύτη και Σεφέρη (τα διάβασε ο Κ. Γαβαλάς), θέλοντας έτσι να ενισχύσει
την κεντρική ιδέα του έργου. Μόνο που δεν μερίμνησε ώστε όλα να στεγαστούν ομαλά
κάτω από ένα συνεπές και σφικτοδεμένο όλον. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ένα σχετικό
αλαλούμ από εικόνες χωρίς ψυχή και παλμό, θέαμα βαρετό, σχεδόν αδιάφορο.
Τα
χωρίς φαντασία σκηνικά του Παντελιδάκη, μόνιμου συνεργάτη του, τα υπερβολικά και
άνευ λόγου αυτάρεσκα (κιτς, πολύ κιτς) κουστούμια της Νάθενα, δημιούργησαν ένα πολιορκητικό
περιβάλλον, που έπνιξε μεγάλο μέρος της ουσίας του καλύτερου έργου του
Αριστοφάνη, εκείνου που χρειάζεται λιγότερο από όλα τα άλλα παρεμβάσεις. Και
μόνο ο αγώνας Αισχύλου/Ευριπίδη γύρω από την ποιητική της δημιουργίας είναι από
μόνος του ένα σεμινάριο. Εκεί έπρεπε να λάμψει ο λόγος, το ωραίο χιούμορ, η
προχωρημένη επιχειρηματολογία. Δυστυχώς δεν συνέβη.
Συντελεστές
Ζουγανέλης
και Μουρατίδης είπαν τα λογάκια τους,
αντικριστά, σαν σε μαθητικό γύμνασμα και αποχώρησαν. Ιδίως ο πρώτος, εντελώς
επίπεδος και αδιάφορος έδινε την
εντύπωση πως βαριόταν που μιλούσε. Γιατί κύριέ μου, τι σου έφταιξε τόσος κόσμος
που πλήρωσε; Ο Μουρατίδης, ο οποίος κάτω από άλλες συνθήκες θα μπορούσε να πυροδοτήσει
έναν ζωηρό «αγώνα», εξίσου άνευρος, έπαιξε στο στιλ «άντε να τα πούμε να
τελειώνουμε».
Όσο
για το χαρισματικό Χαραλαμπόπουλο, έκανε αυτά που γνωρίζει, και τα έκανε καλά, αλλά
ήταν παγιδευμένος στους αργόσυρτους και άνευ προσανατολισμού ρυθμούς του έργου,
με αποτέλεσμα να μεταδίδει μια σχετική αμηχανία. Από κοντά και ο βοηθός του
Ξανθίας, από το νεαρό και ικανό Πάνο Βλάχο, δεν παρέδωσε όπλα. Πάλεψε, ίδρωσε
και του το αναγνωρίζουμε.. Όσο για την Εβελίνα Παπούλια, (Ιέρεια), με την ωραία
φωνή της ερμήνευσε τα όχι ιδιαίτερα τραγούδια του Γασπαράτου, αλλά αμφιβάλλω αν
θα θυμάται και η ίδια ότι συμμετείχε.. Πολύ προβληματικές οι χορογραφικές
λύσεις (Μυστών και Βατράχων) του Χρήστου Παπαδόπουλου. Δεν έπεισαν. Και σ’ ένα
έργο όπου τρικλίζουν οι άξονές του (ο ποιητικός αγώνας και οι δύο χοροί), τι να
σου κάνουν και οι καλοί φωτισμοί του Μπιρμπίλη!
Συμπέρασμα: Καλά μπάνια.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
10/08/2014