Παρακολουθώ τις παραστάσεις των έργων του
Αριστοφάνη, γιατί εκτός του ότι μου αρέσει το θέατρό του, είμαι περίεργος να δω
επιτέλους μια παράσταση απαγκιστρωμένη από τα γνώριμα επιτελεστικά κλισέ, μια
παράσταση που ν’ αναζητά λύσεις σε χώρους που δεν έχουν δοκιμαστεί, όπως ας
πούμε είχε πετύχει κάποτε ο Κουν με τους «Όρνιθες».
Για την ώρα όλες δυστυχώς οι προτάσεις, άλλες λιγότερο κι
άλλες περισσότερο, είναι σφιχταγκαλιασμένες με το κιτς και τις παραφυάδες του.
Είναι τόσο προβλέψιμες και ψευδολαϊκίζουσες που ακυρώνουν κι αυτήν ακόμη την
έννοια του χιούμορ, που έχει να κάνει με το μη προβλέψιμο.
Κιτς
συνέχεια
Το γιατί παραγωγοί και σκηνοθέτες δείχνουν τέτοια
αδυναμία για το κιτς και τις ευκολίες
του είναι προφανές. Όπως έγραφα σε προηγούμενη κριτική, η υψηλή
αναγνωρισιμότητά του δημιουργεί το αίσθημα της ενότητας. Είναι ένας εύκολος
τρόπος να παρασύρεις το κοινό. Όπως σωστά είπε κάποτε ο μεγάλος Κoύντερα,
η αδερφότητα των ανθρώπων στη γη είναι δυνατή μόνο στη βάση του κιτς. Δεν είναι
άλλωστε τυχαίο που όλα τα ολοκληρωτικά ή καταπιεστικά καθεστώτα λατρεύουν το
κιτς (βλ. Στάλιν, Χίτλερ, Μουσολίνι). Το έχουν παντού για να υπενθυμίζει στους
πολίτες ότι τους ενώνουν τα ίδια ιδανικά, οι ίδιες αξίες κ.λπ.
Όπου κυριαρχεί το
κιτς υπάρχει έλλειμμα πραγματικής δημοκρατίας. Το κιτς δεν ερωτά, επιβάλλει. Καταργεί το διάλογο και επικοινωνεί
μέσα από ευπώλητα και στρεβλά σύμβολα.
Περί λαού
Κάποιος θα πει, μα τι φταίει ο λαός, αφού αυτά του σερβίρουν αυτά καταναλώνει. Καλό
είναι να τελειώνουμε μ’ αυτήν την καραμέλα που διαρκώς αθωώνει το λαό, επειδή
πάντα θέλουμε να φταίει κάποιος άλλος (συνήθως ο πιο ισχυρός). Όταν είπε ο
πρώην ευτραφέστατος υπουργός μας Πάγκαλος πως «όλοι τα φάγαμε» πέσαμε επάνω του
να το φάμε, λες και όλοι εμείς, οι αποκάτω, είμαστε στο απυρόβλητο. Δεν
είμαστε. Για όλα έχουμε ευθύνη, άλλοι μικρότερη κι άλλοι μεγαλύτερη. Κι αυτή
άλλωστε είναι και η έννοια της Δημοκρατίας: να μπορεί να αναλάβει ο καθένας το
βάρος των πράξεων και αποφάσεών του. Διαφορετικά πώς εξηγεί κάποιος το γεγονός
ότι τόσα άθλια θεάματα σπάνε ταμεία; Αν πραγματικά μας έκοφτε η ποιότητα, θα
γυρίζαμε την πλάτη σε όλα εκείνα που μας μειώνουν πνευματικά και αισθητικά.
Δυστυχώς ο κόσμος «αγοράζει» τη φτήνια γιατί βολεύεται, δεν
χρειάζεται να σκεφτεί. Και η δύναμη του
κιτς έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι δεν σου ζητά να σκεφτείς αλλά να αφεθείς. Και ένας κιτσοστεφανωμένος Αριστοφάνης μέσα στο
κατακαλόκαιρο είναι ο καλύτερος τρόπος αδερφοποίησης ενός λαού που ζει τον
εμφύλιο της οικονομικής κρίσης.
Πλούσιοι και
φτωχοί γελάμε με τα ίδια χωρατά, ξεχνιόμαστε με τις ίδιες σαχλαμάρες, τις ίδιες
υπερβολές. Ουδόλως μας προβληματίζει το ότι μας πουλάνε άχυρο κι εμείς το τρώμε
χασκογελώντας. Περικεφαλαίες, φουστανέλες,
πεοθηλασμοί και πεοκρούσεις, κώλοι και αιδοία, παρέα με τσάμικα, περήφανα πατριωτικά
εμβατήρια και ό,τι άλλο μπορεί να αντλήσει κανείς από τις ψηφίδες της εγχώριας
παράδοσης, παρελαύνουν μπροστά μας τάχα ως σατιρικό σχόλιο, ενώ στην ουσία
πρόκειται για πλάκες στο όνομα μιας φαντασιακής λαϊκής διασκέδασης.
Και η Λυσιστράτη
Δεν ισχυρίζομαι ότι η Λυσιστράτη που
είδαμε στο Θέατρο Κήπου είναι το απόλυτο κιτς. Τη σχολιάζω γιατί, για να ‘μαι
απόλυτα ειλικρινής, περίμενα να δω κάτι εκτός πεπατημένης από ένα σκηνοθέτη που
συχνά έχω ενθέρμως υποστηρίξει κριτικά. Και αναφέρομαι στον Γκραουζίνις, στο
σκηνοθέτη εκείνο που έστησε μια από τις ωραιότερες και πιο φρέσκες παραστάσεις
στο ΚΘΒΕ (Déjà vu),
στο σκηνοθέτη που πήρε τον Οιδίποδα πριν
από δύο χρόνια και έκανε πρόταση, και μάλιστα με ηθοποιούς που δεν θα πίστευες
ότι θα υπηρετούσαν αυτού του είδους την αισθητική (Χειλάκης/Μαρκουλάκης), στο σκηνοθέτη
εκείνο που μπορεί να μην τα κατάφερε απόλυτα, όμως πάλεψε εντίμως να δαμάσει τον ατίθασο Ζορμπά, για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου.
Γι’ αυτόν το σκηνοθέτη, λοιπόν, πήγα στο Θέατρο Κήπου, ελπίζοντας πως η
«ξένη» ματιά του θα κόμιζε και μια εξίσου «ξένη» ανάγνωση. Περίμενα να
εκμεταλλευτεί όλη αυτήν τη μεταμορφωτική μανία που χαρακτηρίζει το έργο και να
παίξει με τη δυναμική του θεάτρου, ν’ αναδείξει κρυμμένες αρετές, έναν
αλλιώτικο πολιτικό λόγο και έναν αλλιώτικο τρόπο επικοινωνίας με το κοινό. Αντ’
αυτών εισέπραξα το απόλυτο σκηνοθετικό τίποτα, που το υποστήριξαν με ένα εξίσου
μεγαλειώδες τίποτα οι περισσότεροι ηθοποιοί. Ξεχωρίζω ορισμένες στιγμιαίες
εκλάμψεις από τον αεικίνητο Τσαλταμπάση (Κινησίας,) ο οποίος κατέθεσε μια πιο
γνήσια συμμετοχή, με χαρακτηριστικότερη τη σκηνή με τη γυναίκα του Μυρρίνη, παιγμένη
με κέφι από τη Νάντια Κοντογεώργη, ηθοποιό με μπρίο και έντονη σκηνική
προσωπικότητα. Όσο για τη Λυσιστράτη της Μαρίας Καβογιάννη, τι να πω, μόνο τα
χειρότερα. Παγερά αδιάφορη, επίπεδη, χωρίς τσαγανό και πειθώ, ακύρωσε το ρόλο. Ο
Λουδάρος πάρκαρε την ωραία φωνή και το βεβαιωμένο ταλέντο του κάπου στην Αθήνα
και βγήκε με τη σκιά του παγανιά στην επαρχία για να ψυχαγωγήσει τους «χωριάτες».
Σαν να έκανε αγγαρεία. Έμπαινε, μας έλεγε τι είχε να μας πει και έφευγε. Η Καίτη Κωνσταντίνου, με διαπιστωμένη κωμική
φλέβα αλλού, εδώ την ξέχασε. Περιχαρακώθηκε και ενταφιάστηκε στα όρια ενός
παρωχημένου και κουραστικού κωμικού μανιερισμού. Ούτε που την καταλάβαμε.
Συμπέρασμα:
Επιστρέφω σε μια προηγούμενη πρότασή μου: να σταματήσουμε για μερικά χρόνια να «πουλάμε»
(γιατί αυτό κάνουμε) Αριστοφάνη και να κάτσουμε να δούμε πώς θα τον εντάξουμε
στα καθ΄ ημάς με νέο τρόπο, πιο
παραγωγικό, ποιοτικό και παιδευτικό. Οι φολκλορικές και κιτσάτες γραφικότητες
δεν είναι λύση αλλά διάλυση.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
15/08/2014