Πριν από καμιά εξηνταριά χρόνια το ανέβασμα του βωμολόχου
Αριστοφάνη ήταν μια πραγματική δοκιμασία για όλους τους εμπλεκομένους. Δεν ήταν
δα και λίγο πράγμα να στηλιτεύονται τα χρηστά ήθη και η πολιτική (της
καθεστηκυίας τάξης) με βρισιές και σεξουαλικές αναφορές. Έκτοτε κύλησε μπόλικο
νερό στ’ αυλάκι. Είδαμε κι αν είδαμε Αριστοφάνη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι
καταλήξαμε και σε κάποια «συνταγή» ανεβάσματός του.
Μολονότι η χαλαρότητα της
κωμωδίας του λύνει τα χέρια στους διασκευαστές της, πολύ σπάνια έχει οδηγήσει
σε ανάλογα αποτελέσματα. Εάν εξαιρέσει κανείς τον Α. Σολομό (με τις
«Εκκλησιάζουσες», 1956) και τον Κουν (με
τους «Όρνιθες»), που έκαναν και τη μεγάλη διαφορά, (ο πρώτος με τη στροφή στη
λαογραφία, τα αποκριάτικα έθιμα, το τσίρκο και το θέατρο σκιών και ο δεύτερος
με το λαϊκό εξπρεσιονισμό του) ελάχιστες παραστάσεις έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη
ως αξιόλογες. Η κοινή πρακτική των περισσοτέρων είναι η αγοραία εκμετάλλευση
της αθυροστομίας του συγγραφέα, η οποία συχνά οδηγεί σε εκτρώματα που ουδεμία
σχέση έχουν είτε με τον Αριστοφάνη είτε με την εποχή μας. Πιο πολύ μοιάζουν με βαρετό μαθητικό πάρτι, όπου
παιδιά γυμνασιακής ηλικίας ασκούνται στο βρίσιμο και στην επικοινωνία από τη
μέση και κάτω.
Είναι προφανές πως οι δυσκολίες διασκευής του Αριστοφάνη
είναι πολλαπλάσιες σε σχέση με την πιο «αυστηρή» και συμμετρική τραγωδία, γιατί
πέρα από τη δύσκολα διαχειρίσιμη «χαλαρότητα», είναι και η «θνησιμότητα» του
ίδιου του χιούμορ και η επικαιρότητα των δρωμένων. Το ζητούμενο κάθε φορά είναι
να βρεθούν οι εύστοχες αναλογίες που να δικαιώνουν το πρώτο κείμενο και, παράλληλα, να
αιτιολογούν και τη διασκευή του.
Αριστοφανική
πλημμυρίδα
Φέτος τέσσερις κωμωδίες του Αριστοφάνη οργώνουν τη χώρα
(και την άλλοτε απαγορευμένη Επίδαυρο) παίζοντας μπροστά σε μεγάλο κοινό. Είναι
προφανές πως ο κόσμος ζητά έργα που να τον αφορούν. Και, δυστυχώς, όσα ο
μεγάλος σατιριστής στηλίτευσε, ακόμη μας συντροφεύουν. Στις «Εκκλησιάζουσες»,
για παράδειγμα, το θέμα είναι η ίση κατανομή του πλούτου. Πρωταγωνιστές οι
γυναίκες, τα άτομα δηλαδή που μια ζωή ήταν θεατές στο γράψιμο της ιστορίας και
κατά κανόνα θύματά της. Τώρα, μεταμφιεσμένες (σε άνδρες), εισχωρούν στα άδυτα
της βουλής, σύμφωνα με το σχέδιο της Πραξαγόρας, όπου και παίρνουν την τύχη της
πόλης στα χέρια τους. Μια υπόθεση μάλλον
αποκύημα της φαντασίας του Αριστοφάνη, η οποία ωστόσο τοποθετείται χρονικά σε
μια εποχή που θεωρείται πιθανό ότι πράγματι οι γυναίκες της Αθήνας αντιδρούσαν
εμπράκτως στην αντρική εξουσία. Ενδεχομένως γραμμένο το 391 ή το 392 π.Χ.,
λιγότερο από μία δεκαετία πριν ο Αριστοφάνης αποβιώσει, ασχολείται με μια
πλευρά τη πολιτικής, αυτή της πειθούς.
Το
κέρδος της απλότητας
Στην παράσταση του θεάτρου του Νέου Κόσμου που είδαμε στο
«Θέατρο Κήπου» (όπου μια σύντομη βροχή λίγο πριν απείλησε να την ακυρώσει) o σκηνοθέτης Β. Θεοδωρόπουλος προσπάθησε να δώσει μια
συμπαγή μορφή στη δομική διάρθρωση των σκηνών του έργου ώστε να μην πάρουν την
ασύνδετη μορφή επιθεωρησιακών νούμερων (κάτι που συμβαίνει συχνά με τις
διασκευές του Αριστοφάνη). Κράτησε οργανικά δεμένα τα χορικά και το κυρίως
έργο. Μερίμνησε να ακουστεί ο λόγος του αρχαίου ποιητή και να κρατηθούν καθαρές
οι καλές αναλογίες του διασκευαστή (Β. Μαυρογεωργίου), χωρίς αγοραία ευρήματα, περιττά βαρίδια, σεξουαλικά
λιλιά, πολλά χάχανα και καραγκιοζλίκια. Σωστή η επιλογή να κινηθεί στην οδό της
λιτής και μετρημένης ανάγνωσης, με στόχο το υποψιασμένο γέλιο (συχνά μειδίαμα).
Όπως ορθή η σκέψη να δώσει σε άνδρες τους ρόλους των γριών, ώστε να ενισχύσει
το κωμικό στοιχείο, καθώς και την αναγκαία
αποστασιοποίηση, για να φανούν καλύτερα τα συστατικά αυτής της κολλεκτιβίστικης
νοοτροπίας (περίπου 22 αιώνες πριν από τον Μαρξ). Ένα από τα προβλήματα που
είδα ήταν η άνιση απελευθέρωση ενέργειας. Υπήρχαν σκηνές πολύ γεμάτες και
σκηνές που ψαχνόντουσαν. Όπως, για παράδειγμα, η σκηνή όπου η Πραξαγόρα
πληροφορεί τον κόσμο για τις αποφάσεις του Δήμου. Σκηνή άνευρη και «καθισμένη».
Γενικά, πάντως, ήταν μια σκηνοθεσία γοητευτική και αρκούντως ποπ.
Ερμηνείες
Οι ηθοποιοί έπαιξαν έναν Αριστοφάνη στα όρια του αποδεκτά
ρεαλιστικού, αποφεύγοντας, όπως είπα, τις κραυγαλέες λύσεις που βγάζουν το
εύκολο γέλιο (και το μάτι). Η Δάφνη Λαμπρόγιαννη, στον πιο απαιτητικό ρόλο της
διανομής (Πραξαγόρα), έδειξε άνεση και καλά «καμουφλαρισμένη» χάρη. Ο Κώστας Κόκλας, ως Βλέπυρος, μόχθησε να
αποστασιοποιηθεί από τους κώδικες της γνώριμης περσόνας του και εκτιμώ πως δεν
τα πήγε κι άσχημα, αν και υπήρχαν στιγμές όπου το παίξιμό του μύριζε τηλεοπτικό
ρεαλισμό. Ο «Νέος» του Πυρπασόπουλου κάπως μαζεμένος στην αρχή, στην πορεία
ανέβασε στροφές και μπόλιασε με χιούμορ και καλή διάθεση τα δρώμενα. Ο Χρέμης
του Δεντάκη ήταν ουσιαστικά παρών χωρίς υπερβολές. Μάλλον άστοχη η επιλογή της
σκηνοθεσίας να τυποποιήσει τον Νίκο Καρδώνη.
Έκανε το ρόλο του πολύ εύκολο και επίπεδο.
Οι χορογραφίες της Αγγελικής Στελλάτου είχαν το στοιχείο
της οικειότητας. Θα λειτουργούσαν πολύ πιο ευεργετικά εάν συνοδεύονταν και από
μια ανάλογη μουσική παρτιτούρα. Η μουσική του Θ. Μικρούτσικου ήταν επιεικώς αδιάφορη. Όπως και
τα κοστούμια του Α. Μέντη. Δεν κατάλαβα το σχόλιό τους.
Συμπέρασμα: μια παράσταση η οποία, χωρίς φανφάρες,
εξυπνακισμούς, φλυαρίες και πυροτεχνήματα, κερδίζει τις εντυπώσεις ποντάροντας
στην απλότητα και την καθημερινότητα των δρωμένων.
12/8/2012