Είχα δει τη γνωστή κωμωδία της Δήμητρας Παπαδοπούλου,
«Ο παππούς έχει πίεση» στην Αθήνα πριν από δεκαπέντε χρόνια και, για να ‘μαι
ειλικρινής, το σκέφτηκα πολύ να πάω να τη ξαναδώ, αυτήν τη φορά στο «Θέατρο
Κήπου». Όχι γιατί δεν γέλασα τότε (γέλασα), αλλά γιατί δεν είναι από τα έργα
εκείνα που βλέπονται δυο φορές. Ό,τι ήταν να δώσει, το ‘δωσε. Το θέμα είναι ότι
τελικά ξαναπήγα και δεν σας το κρύβω, πάλι πέρασα καλά. Λίγο οι αλλαγές, λίγο
το φρεσκάρισμα και γενικώς το ρεκτιφιέ και το ρετούς έκαναν τη δουλειά τους.
Σαμπανιζέ
θεατρογραφήματα
Ένεκα της ενασχόλησής μου με την κριτική, έχω δει στη
σκηνή πολλά από τα έργα της Παπαδοπούλου και περίπου έχω διαμορφώσει άποψη.
Στις καλές της στιγμές είναι αρκούντως ψυχαγωγική, με έργα που εκτιμώ πως θα
μπορούσαν να είναι σαφώς καλύτερα και πιο ανθεκτικά στο χρόνο, εάν η ίδια
αφιέρωνε χρόνο ν’ απαλλαγεί από τις άπειρες ευκολίες της, τα τηλεοπτικά της
κλισέ, τα τριμμένα και συχνά εξυπνακίστικα αστειάκια και τις σαχλαμαρίτσες, με
στόχο κάτι πιο απαιτητικό, πιο δουλεμένο και βαθύ. Γιατί το μυαλό της
στροφάρει. Βλέπει τι γίνεται γύρω της. Έχει εικόνες και ακούσματα. Έχει αίσθηση
του ρυθμού, της ατάκας, της γλώσσας, της έντασης, των τονικοτήτων. Γνωρίζει
καλά τους κώδικες του είδους που υπηρετεί. Ξέρει να δημιουργεί λειτουργικές
καταστάσεις με σασπένς και ανατροπές, όπως
τώρα, ας πούμε, στο «Ο παππούς έχει πίεση», όπου η φαντασία της
ζευγαρώνει ένα μπάτσο και μια αναρχικιά.
Τους εμφανίζει τρελά ερωτευμένους να τρώνε φακές «αλατισμένες» με κοκαϊνη, με
αναμμένα κεριά. Σκηνή σουρεάλ, ξεβιδωμένη από τους αρμούς της λογικής, αλλά
επαρκώς ελεγχόμενη από τη γραφή της συγγραφέως.
Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι ο παππούς, ο
οποίος με τη μόνιμη ατάκα του «Hey teacher, leave the kids alone” (Pink Floyd), μπαίνει σφήνα στα δρώμενα, τα
ανακατώνει, ενισχύοντας έτσι το οικογενειακό αλαλούμ. Το τέλος του στόρι τον
βρίσκει να ηγείται του κόμματος «Ψάξου», με αντιπρόεδρο τον Χάρη, τον πιτσιρικά
που φέρεται ως ο εκφραστής της γενιάς του Συντάγματος. Οι δυο τους γίνονται τα
σύμβολα της αυριανής Ελλάδας, οι κομιστές της ελπίδας. Ο ένας με τη ντουντούκα
και ο άλλος με το αναπηρικό καροτσάκι. Μια έξυπνη συμπύκνωση των μηνυμάτων του
έργου που όμως η ίδια η συγγραφέας υπονομεύει, κάθε φορά που αδικαιολόγητα
παραδίδει το λόγο της στην αγοραία αθυροστομία.
Το υβρεολόγιο:
Γιατί;
Πραγματικά
απορώ και εξίσταμαι. Τόσα χρόνια στο χώρο δεν κατάλαβε ότι το γέλιο μπορεί να
βγει χωρίς οι λύσεις να προέρχονται από τ’ αρχίδια, τους κώλους και τα μουνιά.
Ας σοβαρευτούμε, κυρία Παπαδοπούλου. Aπό τη στιγμή που το υβρεολόγιο γίνεται αυτοσκοπός,
τότε μετατρέπεται σε σχολική σάχλα. Και μη μου πείτε ότι έτσι μιλά ο κόσμος,
άρα έχει κάθε δικαίωμα και ο συγγραφέας να τον αντιγράψει για τις ανάγκες της
σκηνής. Μέγα λάθος. Εάν η δουλειά του θεάτρου είναι να αναπαράγει φωτογραφικά
τον κόσμο, τότε μάλλον μας τελείωσε! Η δουλειά του θεάτρου είναι να αναπαράγει
δημιουργικά και στοχαστικά τον κόσμο μέσα από μεταφορές, σύμβολα και εικόνες.
Αν είναι να πάω θέατρο για ν’ ακούσω τον κόσμο να μιλά όπως ακριβώς μιλά στο δρόμο, τότε καλύτερα ας κάτσω στο
δρόμο, που δεν θα μου κοστίσει και τίποτα. Φαντάζεστε το «Περιμένοντας το
Γκοντό» χωρίς τη μεταφορική και συμβολική του στρωμάτωση; Θα ήταν το απόλυτο
τίποτα. Κι εδώ να προσθέσω και μία επεξήγηση.
Δεν λέω όχι
στη χρήση των κλισέ. Λέω όμως όχι στους συγγραφείς εκείνους που από τη μια μας
λένε ότι στόχος τους είναι να στηλιτεύουν τα στραβά και τ’ ανάποδα, και από την
άλλη ακουμπούν, φαρδιά πλατιά, στα πιο ύποπτα (εννοώ ιδεολογικά) μέσα που τους
προσφέρει το σύστημα, που είναι τα κλισέ του.
Αυτά δεν πάνε μαζί, εκτός κι αν ο σκοπός της χρήσης είναι η υπονόμευσή
τους (όπως έξοχα το επιτυγχάνει ο Άλμπι, λ.χ.). Διαφορετικά, ακόμη κι όταν δεν
το επιδιώκουν, τα νομιμοποιούν.
Η παράσταση
Δυο λόγια για την παράσταση που είδαμε στο «Θέατρο
κήπου» (σε σκην. Δ. Παπαδοπούλου και Αγγελίτας Τσούγκου). Το σίγουρο είναι ότι
δεν θα την ανθολογούσα, από την άλλη όμως, θα έστελνα κόσμο να τη δει, γιατί
απλούστατα θα περνούσε ευχάριστα. Έχει κέφι, δροσιά, παλαβή διάθεση,
επικοινωνιακή θερμοκρασία και, πρωτίστως, ένα καλό καστ που την υποστηρίζει, με
πρώτη και καλύτερη την Ε. Κωνσταντινίδου, η οποία δίνει τα ρέστα της σε ένα
είδος που γνωρίζει από την καλή και από την ανάποδη. Παίζει το παράλογο με την
άνεση του απόλυτα λογικού. Η τηλεοπτική της πορεία δεν φαίνεται να της αφαίρεσε
από την αμεσότητα που απαιτεί το σανίδι. Η ενέργεια της Θάλειας Ανδρούτσου
κάνει το σπίτι της «Πόπης». Η τρέλα της έρχεται και δένει με τη
σπερματο-υστερία της άλλης αδερφής, της Μαρίας (Παυλίδου). Καλό δίδυμο. Ο «παππούς»
Βουτσάς με το μπες βγες είναι μια μόνιμη αναστάτωση και κομιστής μιας άλλης
αίσθησης χιούμορ, πιο παραδοσιακής. Όσο για τον «Αστυνομικό» του Αποστολάκη,
χάρμα. Ενταγμένος στο κλίμα και ο «Χάρης» του Πέτρου Λαγούτη. Με την ντουντούκα
του και τα πολιτικά του μηνύματα φέρνει το έργο πιο κοντά στα μέτρα της εποχής
μας. Το σκηνικό του Γιάννη Μουρίκη, αυτό που περιμένει κανείς σε μια
περιοδεύουσα παράσταση. Χωρίς απαιτήσεις.
Συμπέρασμα: μια παράσταση που περνάς καλά όσο
διαρκεί. Μετά, η λήθη.
22/07/2012