Μπορεί
να διαβάζω θεατρικά έργα, δεν είμαι όμως συγγραφέας, άρα δεν είμαι σε θέση να υποδείξω
σε κάποιον πώς να γράφει. Από την άλλη, ωστόσο, πέρα από σταθερός αναγνώστης
δραματικών έργων, είμαι και σταθερός θεατρόφιλος, άρα έχω με τον καιρό
καλλιεργήσει κάποιες προσδοκίες που σαφώς επηρεάζουν τον τρόπο που βλέπω, που
δέχομαι ή δεν δέχομαι ένα έργο. Όπως τώρα, με την "Έκτη Καρυάτιδα",
το τελευταίο, αν δεν κάνω λάθος, θεατρικό πόνημα των αδελφών Κούφαλη που
φιλοξενήθηκε στη σκηνή του «Αθήναιον».
Το
κείμενο
Δεν
είναι η πρώτη μου γνωριμία με τη δουλειά τους. Είχα την ευκαιρία να δω αλλά και
να διαβάσω έργα τους στο παρελθόν και περίπου έχω καταλήξει στο εξής
συμπέρασμα: ορισμένα απ’ αυτά τα βρίσκω καλογραμμένα. Δέχομαι ότι καταθέτουν κάποιες
ανησυχίες, έχουν να επιδείξουν μια ευαισθησία, όμως από όλα λείπει η ουσία που
κάνει τη διαφορά ανάμεσα σε ένα
πεζό και ένα θεατρικό πόνημα: δεν διαθέτουν τον πυρετό, την ένταση, την
οικονομία και την αμεσότητα της σκηνής. Δεν έχουν τη δύναμη να κατέβουν κάτω,
να πολιορκήσουν τον θεατή, να τον ξεσηκώσουν, να τον ταξιδέψουν. Τα λυρικίζοντα
ξεσπάσματα τους προδίδουν εύκολη ποιητικοφάνεια, που αφαιρεί παρά προσθέτει στο
επικοινωνιακό τους οπλοστάσιο. Συν το γεγονός ότι, και αυτό καθαρά προσωπική
εκτίμηση, δεν έχουν απολύτως τίποτα καινούριο να μας πουν που να προκαλεί τον
ορίζοντα των προσδοκιών μας. Κάτι που να προσθέτει στα ήδη γνωστά. Σαν πολύ παλιάς κοπής μου μοιάζουν.
Η
ιστορία
Για
να μην είμαι, ωστόσο, άδικος, να πω εξαρχής ότι η ιστορία της «Έκτης
Καρυάτιδας», ως ιδέα τουλάχιστον, δεν ήταν άσχημη. Με άλλους δημιουργικούς
χειρισμούς και άλλες λύσεις, θα μπορούσε ίσως να μας συγκινήσει. Κεντρικό
πρόσωπό της είναι μια ξεναγός, δηλαδή μια φιγούρα που ζει στο παρόν και
παράλληλα αφηγείται (κοινώς «πουλάει») το παρελθόν (μας) στους ξένους. Τη
γνωρίζουυμε τη στιγμή που έχει χάσει τη δουλειά και το σπίτι της και
ετοιμάζεται να φύγει, άγνωστο πού. Ακολουθώτας τη συνταγή του κλασικότροπου in media res,
οι αδελφοί Κούφαλη μας
συστήνουν την ηρωίδα τους λίγο πριν από το τέλος της προσωπικής της ιστορίας
και, ακολουθώντας την τεχνική των
φλασμπακ, μας τροφοδοτούν με όλες εκείνες τις λεπτομέρειες που κρίνουν
αναγκαίες για την καλύτερη γνωριμία μας μαζί της. Στη σκηνή κουβαλά μια τσάντα
γεμάτη μικροαντικείμενα (από ντεπόν μέχρι πιστόλι), και καθώς τα πετάει έξω ένα-ένα, σκαλίζει και τις εμπειρίες της με τους
ξένους, πώς τους μεταχειρίζεται, ενώ σε ένα άλλο επίπεδο σχολιάζει, χωρίς
ντροπή, τις περιπέτειες του γκομενιάρη συζύγου της, ο οποίος ξελιγωμένος κυνηγούσε τις τουρίστριες. Στο
τέλος, τα παρατάει όλα (ή την παρατάνε όλα) και περίπου επιλέγει να παίξει η
ίδια τον ρόλο της έκτης Καρυάτιδας, σηματοδοτώντας έτσι τον οικειοθελή
εγκλεισμό της στον ιδιότυπο κόσμο της, σαν μια άλλη Μπλανς του Τ. Γουίλιαμς.
Προφανές σχόλιο και για την Ελλάδα που χάνεται, που λεηλατείται, που
απαξιώνεται.
Η
παράσταση
Η
ιστορία, λοιπόν, θα μπορούσε να βγάλει ζουμί εάν ήταν γραμμένη διαφορετικά, με
αφηγηματικές επιλογές λιγότερο παραφθαρμένες, λιγότερο ποιητικίζουσες, λιγότερο
κλισαρισμένες και προβλέψιμες. Εν πάση περιπτώσει, αυτή την ιστορία ανέλαβε να
ζωντανέψει στη σκηνή (για πρώτη φορά) ο εικαστικός Κώστας Τσόκλης. Και αυτό,
από μόνο του, είναι είδηση. Μου άρεσε το λιτό εικαστικό περιβάλλον που
δημιούργησε. Μου άρεσε η απλότητα των χρωμάτων και, κυρίως, η κυριαρχία του
λευκού. Όλα αυτά, όμως, μου άρεσαν
ως εικαστικό γεγονός, όχι όμως ως δραματικό. Η σκηνοθετική απειρία ήταν διαρκώς
παρούσα. Σε καμιά στιγμή δεν μ’ έπεισαν οι προτεινόμενες λύσεις ότι μπορούσαν
να ανεβάσουν τη θερμοκρασία του έργου. Ενώ υποτίθεται ότι η ηρωίδα καταθέτει τα
εσώψυχά της, μας εμπιστεύεται και μας τα λέει όλα, το περιβάλλον που φτιάχτηκε
γι' αυτήν την καταπλάκωνε, της αφαιρούσε κάθε μόριο υψηλής θεατρικής ενέργειας.
Η παγωμάρα είχε την τιμητική της.
Υποκριτική
Η
Σοφία Φιλιππίδου έχει το δώρο της δαιμόνιας θεατρίνας. Και τηλεφωνικό κατάλογο να της εμπιστευτείς
κάτι θα σου βγάλει. Κι εδώ δεν λέω ότι δεν έβγαλε. Ό,τι (ελάχιστο) χιούμορ είχε
το κείμενο το ξεζούμισε. Όμως, όσο και να διαθέτει δυναμικό κύτταρο σε θέση να
επιβιώσει ρόλων κατώτερων του ταλέντου της, δεν παύει να έχει ανάγκη και από
κάποιο ευεργετικό περιβάλλον. Κάτι που εδώ δεν είχε. Γι’ αυτό και η παράστασή
της είχε πολλές αδέξιες επιλογές που την έκαναν να μοιάζει με ηθοποιό αλλοτινών
καιρών. Εκεί όπου ύψωνε τη φωνή της σε τόνους αιφνίδιους, έβλεπα ότι
αμηχανούσε. Αλλά και κινητικά δεν βρήκε κάποιο ρυθμό. Η μεταμόρφωσή της στο
τέλος, μέσα από μια τολμηρή κίνηση εμφάνισης του γυμνού σώματος, ήταν μια
επιλογή που θα είχε κάποιο νόημα εάν όλα ήταν στη θέση τους στο εικαστικό
κάδρο. Την ώρα που έγινε, και όπως έγινε, ήταν πια πολύ αργά ν’ αλλάξουν οι
εντυπώσεις. Ήταν σαν μια τελευταία πινελιά ενός ζωγράφου, όχι όμως ενός
σκηνοθετη.
Συμπέρασμα:
Έφυγα από την παράσταση χωρίς να πάρω τίποτε. Ή μάλλον έφυγα παίρνοντας κάτι:
την απορία τι ήταν εκείνο που έκανε τον κόσμο να χειροκροτήσει τόσο θερμά; Ή
μήπως, τελικά, ήταν η ίδια η πρεμιέρα, όπου συγγενείς και φίλοι είθισται να
συμπεριφερόμαστε ενθαρρυντικά και κόσμια;
3/6/2012