Έστω και με κάποια καθυστέρηση κατάφερα να δω το ΤΑΟ, το πρώτο θεατρικό έργο του Γιώργου Καφετζόπουλου, που ανέβηκε την περυσινή σεζόν στο Επί Κολωνώ και τώρα στη Θεσσαλονίκη, στη σκηνή του "Αυλαία".
Η αίθουσα κατάμεστη, σε βαθμό ασφυξίας. Καρέκλες τοποθετημένες μέχρι και στα όρια της σκηνής. Η μαζική παρουσία δημιουργεί, πέρα από προσδοκίες, απορίες: τι ήταν εκείνο που έφερε άραγε όλο αυτό τον κόσμο στην αίθουσα, και μάλιστα με έργο ενός άγνωστου συγγραφέα;
Για πρώτη συγγραφική απόπειρα, το έργο του Καφετζόπουλου μπορεί να έχει τα
αναμενόμενα "έλκη" πρωτάρη, όπως, για παράδειγμα, αχρείαστη φλυαρία,
αχρείαστη επαναληπτικότητα, πλατειασμούς, κάποια αναφομοίωτα δάνεια (κυρίως από
το in yr face theatre) , αρκετή επιφάνεια και λίγο βάθος, υπερβολικά decibel
(άλλη μόδα κι αυτή --την πήραμε φαίνεται από τους Γερμανούς) και ελάχιστες
στοχαστικές σιωπές, όμως θεωρώ ότι οι αρετές του υπερτερούν κατά πολύ και, το
πιο σημαντικό, υπόσχονται. Η μαγιά είναι εκεί και αυτή η μαγιά προδίδει ένα
μεγάλο (και διόλου αυτονόητο) χάρισμα: δείχνει ένα συγγραφικό νου που διαθέτει
έντονη αίσθηση του προφορικού, του μιλημένου λόγου, της θερμοκρασίας του
σανιδιού, του εφήμερου της παράστασης. Επίσης, ένα νου με αίσθηση του χιούμορ
και του γκροτέσκ.
Σε αντίθεση με πολλά έργα που ανεβαίνουν στη σκηνή χωρίς να είναι θεατρικά
και ασθμαίνοντας προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι, αυτό δεν προσπαθεί να
πείσει ότι είναι θέατρο, γιατί μυρίζει από παντού θέατρο.
Ο Καφετζόπουλος, σε μια εποχή όπου κυριαρχεί η εικόνα αντί του λόγου, πήρε
το ρίσκο και έγραψε ένα έργο 100% "λογοκεντρικό". Ένα έργο κτισμένο
αποκλειστικά επάνω στις λέξεις, τις οποίες στο μυαλό του υποθέτω πως ταυτόχρονα
τις σκηνοθετούσε . Αυτή την εντύπωση αποκόμισα. Μια γραφή που
"επιδεικνύει" τον εφήμερο χαρακτήρα της, μια γραφή που υπάρχει και
επιτελεί " εδώ και τώρα", σαν να μην υπάρχει αύριο. Που δεν υπάρχει.
Στη σελίδα μπορεί να υπάρχει και αύριο και μεθαύριο, όμως δεν υπάρχει στο
θέατρο. Ο Καφετζόπουλος, ως ηθοποιός που είναι, γνωρίζει πως ό,τι και να
αποθηκεύσει στη σελίδα, από τη στιγμή που μεταφέρεται στο σανίδι είναι
καταδικασμένο να "πεθάνει", να μετατραπεί σε "εκεί και
τότε", σε ανάμνηση, σε άλλη μία ψηφίδα στην αποθήκη της μνήμης. Γι' αυτό
και θέλει να φωνάξει, να ακουστεί, να εκτονωθεί, να γεμίσει αυτή την αποθήκη με
μπόλικη Ελλάδα, μια Ελλάδα που διαρκώς κατρακυλάει, φθείρεται, απαξιώνεται,
σκοτεινιάζει. Μια Ελλάδα κατά βάθος "μαφιόζικη".
Το έργο του Καφετζόπουλου συνεχίζει την παράδοση του (νεο)ρεαλισμού στο
ελληνικό θέατρο, όπως τη γνωρίσαμε μέσα από τη γραφή του Σκούρτη, του
Διαλεγμένου, του Κεχαίδη, αργότερα του Οικονομίδη, του Τσίρου κ,λπ. Μια γραφή
που την περιλούζει και η αύρα της αισθητικής της Σάρα Κέιν, του Ρέιβενχιλ (με
το "στα μούτρα σου θέατρο"), των Ρώσων νεορεαλιστών της Περεστρόϊκα
(Σιγκάρεβ, Βιριπάγιεφ κ.ά), με έντονη την παρουσία του μακάβριου χιούμορ, της
ανατρεπτικής δυναμικής της κωμωδίας. Γελάς για πράγματα που θα έπρεπε να κλαις.
Και για κάποιον που αναζητά ένα πολιτικό και κοινωνικό στίγμα θα το βρει ακριβώς
στις πτυχώσεις αυτού του χιούμορ.
Σκηνοθεσία, λέξεις και χώρος
Η σκηνοθεσία της Δανάης Σπηλιώτη έδωσε στο όλο θέαμα ακριβώς αυτή την
εικόνα του κατεπείγοντος: έδωσε στις λέξεις σκηνική παρουσία, υψηλή
θερμοκρασία, εμπύρετη. Τους έδωσε ρόλο πολιορκητικό. Σαρωτικό. Τις μετέτρεψε σε
ανεξάρτητη επιτελούσα "μάζα", που μας καλεί να τις ακούσουμε και να
τις θαυμάσουμε, χωρίς την "προστατευτική" ή "σημειωτική"
παρουσία ή συμβολή κάποιας σκηνικής κατασκευής. Και το λέω αυτό γιατί συνήθως
το περιβάλλον που "φιλοξενεί" τον λόγο, σε ένα μεγάλο βαθμό τον
ορίζει ή έστω τον επηρεάζει.
Και μιας και το ‘φερε η κουβέντα στο σκηνικό, ομολογώ πως με ξάφνιασε
αρνητικά ο μινιμαλισμός του, και δεν τον εννοώ με όρους οικονομικούς αλλά με
όρους έμπνευσης και πρωτοτυπίας. Μιλώ για την «προχειράντζα» του, το φτηνιάρικό
του, αυτό ακριβώς ενοχλεί και όχι το φτηνό (πόσο κοστίζει).
Το ευχάριστο στην περίπτωση αυτή είναι ότι καθώς προχωρούσε η παράσταση το
σκηνικό γινόταν ολοένα και πιο αόρατο, σε σημείο εξαφάνισης από το οπτικό πεδίο
του δέκτη. Θέλω να πω και να απουσίαζε εντελώς και οι τρεις ηθοποιοί να έπαιζαν
σε μια παντελώς άδεια σκηνή (α λα Πήτερ
Μπρουκ) δεν θα έκανε καμιά απολύτως διαφορά. Δεν θα αφαιρούσε τίποτε από την
επικοινωνιακή δυναμική τους. Και τούτο γιατί ως θεατής παύεις να παρατηρείς, να
προσέχεις τα σκηνικά αντικείμενα. Σου είναι αδιάφορα.
Η σκηνοθεσία της Σπηλιώτη έξυπνα οδήγησε τον θεατή (και πολύ σωστά) μακριά
από τη θέα των σκηνικών σε κάτι άλλο: στην ακοή. Ο θεατής στήνει αυτί. Η
σκηνοθεσία τον θέλει να τρέχει και αυτός ασθμαίνοντας με τις λέξεις, να
αφουγκράζεται από κοντά το εκκωφαντικό ποδοβολητό τους. Τον θέλει να
παρασύρεται από τον τυφώνα του λόγου, που διαρκώς κανονιοβολεί την πλατεία. Δεν
του δίνει περιθώρια για κάτι άλλο!
Ερμηνείες
Και οι τρεις ερμηνείες γοήτευσαν, έπαιξαν κατά γράμμα όλες τις σελίδες του
"πούρου" ρεαλισμού. Από την αρχή έως το τέλος ήταν βαθιά χωμένοι στο
πετσί των προσωπείων τους. Σε καμιά στιγμή δεν έκλεισαν το μάτι στην πλατεία (α
λα Μπρεχτ). Έγκλειστοι στον κόσμο τους πάλεψαν με τα πάθη τους.
Και εκτιμώ πως το όλο θέαμα θα γοήτευε ακόμη περισσότερο εάν ο Γιώργος
Καφετζόπουλος και ο Θοδωρής Σκυφτούλης, στις ακραίες εκρήξεις τους, δεν
"μασούσαν" τις λέξεις. Εκεί ήταν πολύ έντονο το παίξιμό τους που
ενίοτε κατέληγε σε υπερπαίξιμο (ιδίως ο Σκυφτούλης--μονίμως στην πρίζα) και οι
λέξεις σε αδιευκρίνιστη μάζα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η παράσταση ζητούσε
λείανση. Όταν καταλάγιαζε κάπως ο ρυθμός και οι λέξεις όπως και το σώμα
ανάσαιναν, όλα αποκτούσαν διαύγεια και αναγνωσιμότητα. Διόλου τυχαίο που όλες
οι ατάκες του πιο ήρεμου "αρχιμαφιόζου" Αντώνη Καφετζόπουλου έφταναν
ολοστρόγγυλες στην πλατεία.
Σε κάθε περίπτωση τόσο το έργο, όσο και η σκηνοθεσία του και η διδασκαλία
των ρόλων πέτυχαν με λιτά και καθαρά μέσα να εκθέσουν εμμέσως πλην σαφώς τα
κακώς κείμενα, όλα αυτά που γνωρίζουμε και όλα αυτά στα οποία συμμετέχουμε αλλά
δεν κάνουμε τίποτα να διορθώσουμε, γιατί δεν αναγνωρίζουμε την ίδια τη
συμμετοχή μας σε αυτά (αφού πάντα φταίνε οι άλλοι "μαφιόζοι", ποτέ
εμείς).
Από αυτή την άποψη μπορεί να μην γίναμε σοφότεροι παρακολουθώντας αυτή τη
σπινταριστή μαύρη κωμωδία-αλληγορία (άλλωστε πώς να γίνουμε σοφότεροι όταν το
οικείο παραμένει οικείο και δεν μεταμορφώνεται σε ανοίκειο, κάτι επίπονο γιατί
απαιτεί άλλες διαδικασίες;) όμως και το γεγονός και μόνο ότι περάσαμε ευχάριστα
γελώντας με την αλλοπρόσαλλη κατάντια μας, είναι μια καθαρή "νίκη"
της παράστασης. Αυτό στο οποίο στόχευε το πέτυχε. Εξού και η κατάμεστη αίθουσα.
Όσο για το ΤΑΟ, ήταν ένα εύρημα του συγγραφέα που διαχειρίστηκε με τρόπο
ευφυή, ενισχύοντας το κωμικό υπόστρωμα του έργου καθώς και το
"μυστήριό" του.
Με αυτή την εμπειρία αποθηκευμένη στη μνήμη είναι λογικό να περιμένουμε το
επόμενο θεατρικό έργο του Γιώργου Καφετζόπουλου.
Φωτογραφίες: Γιώργος Χατζηνικολάου
Πρώτη
δημοσίευση: facebook 10/12/2023