Εκείνο που κυριαρχεί σήμερα στις μεγάλες
δραματικές σχολές, κυρίως του δυτικού κόσμου, δεν είναι η επιβεβαίωση των
κανόνων που διέπουν το θεατρικό είδος αλλά πρωτίστως η κριτική τους, η απόλυτη
αποδόμησή τους, προκειμένου αυτοί που παρακολουθούν να μπουν αργότερα στην
αγορά εργασίας οπλισμένοι με μια θεωρητική και πρακτική κατάρτιση που θα τους
βοηθήσει όχι μόνο να παρακολουθούν τις εξελίξεις αλλά πιο πολύ να τις
διαμορφώνουν, θέτοντας έτσι και τους κανόνες του παιχνιδιού (της αναγνώρισης ή
απόρριψης).
Πρόκειται για ένα ρεύμα που κάποια
στιγμή θα περάσει, όπως περνάνε όλα τα ρεύματα, όμως όσο διαρκεί τα
αποτελέσματά του θα γίνονται όλο και πιο ευδιάκριτα, όλο και πιο έντονα, δεδομένου
ότι εμπλέκονται σε αυτό παρά πολλές ομάδες, φορείς, εθνότητες κ.λπ.
Δείτε, για παράδειγμα, τις επιλογές και
τη φιλοσοφία των περισσοτέρων φεστιβάλ. Όπως πάντοτε, έτσι και στις μέρες μας τα
φεστιβάλ, ως κυψέλες φιλοξενίας των πιο σύγχρονων τάσεων, αναζητούν το
καινούργιο. Καλωσορίζουν με μεγαλύτερη ευκολία μια θεατρική γραφή (παράσταση)
που δεν κουράζεται να καταθέτει την υποψία της για τους θεσμούς. Μια γραφή που
βλέπει παντού «φυλακές»: της γλώσσας, του έθνους, των μουσείων, της
εκπαίδευσης, της θρησκείας, των φύλων, της φυλής, της γλώσσας. Μια γραφή
υπάκουη στη λογική μιας πολιτικής ορθότητας η οποία, όσο περνά ο καιρός,
γίνεται δυστυχώς ολοένα και πιο απόλυτη, πιο αποκλειστική, πιο επιθετική, με
αποτέλεσμα αντί να αμβλύνει τις διχαστικές διαφορές για τις οποίες κατηγορούσε
την πιο "παραδοσιακή" πρακτική και θεώρηση των πραγμάτων, τις
πολλαπλασιάζει, σε σημείο να γεμίσει αυτή τη στιγμή ο θεατρικός χώρος (και όχι
μόνο) με νέους κανόνες και νέα μοντερνίστικα "είτε/είτε".
Θύματα αυτής της ολοένα και πιο έντονης
αντιπαραθετικής και υποτίθεται διορθωτικής λογικής του πολιτικά ορθού λόγου
είναι όλα σχεδόν τα σπουδαία κείμενα της παγκόσμιας θεατρικής γραμματείας (από
τον Αισχύλο, τον Σαίξπηρ, τον Ρακίνα, τον Γκαίτε, τον Ο' Νηλ, τον Α. Μίλερ
κ.ο.κ). Αυτή τη στιγμή διεξάγεται ένας έντονος διάλογος στο Broadway που αφορά τα παλιά μιούζικαλ (με τη
γνωστή συνταγή τους γύρω από την ιεράρχηση των φύλων και τη διάρθρωση της ιστορίας,
όπου «το αγόρι γνωρίζει το κορίτσι, το αγόρι χάνει το κορίτσι, το αγόρι
κερδίζει το κορίτσι»). Στα χαρακώματα βρίσκεται η κίνηση #MeToo, η οποία θεωρεί άστοχη την επαναφορά
στη σκηνή μιούζικαλ που έγραψαν ιστορία όπως το Τούτσι, το
Καρουσέλ, το Ωραία μου κυρία και άλλα, χωρίς ριζική
αναθεώρηση των έμφυλων στερεότυπών τους και μάλιστα σε μια εποχή όπου θεριεύει
η σεξουαλική παρενόχληση.
Οτιδήποτε
δεν εμπίπτει στη λογική και τις θέσεις της τρέχουσας ορθότητας είναι πλέον "ύποπτο".
Και η γλώσσα ομοίως, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, ήταν ο πρώτος στόχος αλλαγής
των θιασωτών της πολιτικής ορθότητας Και αυτή έχει μπει στον γύψο. Δεν γράφουμε
ούτε μιλάμε όπως νιώθουμε αλλά όπως "πρέπει" να νιώθουμε, όπως «πρέπει'»
να μιλάμε, όπως «πρέπει» να σκεφτόμαστε. Παντού ντιρεκτίβες. Παντού νέοι
κανόνες, νέοι υποβολείς, όπως έξοχα τους χρησιμοποιεί ο Χάντκε στον αριστουργηματικό
"Κάσπαρ". Κατά πως φαίνεται, ο ενταφιασμός των μεγάλων
αφηγήσεων αντί να λειτουργήσει απελευθερωτικά μέσα από πιο χαλαρές ανθρώπινες
σχέσεις και δημιουργίες, πυροδότησε άπειρες μικρο-αφηγήσεις, νέες
πραγματικότητες, καθεμιά με τη δική της αυστηρή ατζέντα περί πολιτικής
ορθότητας, στο όνομα πάντοτε μιας "αληθινής" πραγματικότητας, δηλαδή
στο όνομα νέων συνόρων και ορίων. Η «ανεκτικότητα» που ήρθε να αντικαταστήσει
τη «λογική» των Διαφωτιστών και προβλήθηκε ως η λέξη-σημαία για την επιτυχία του μεταμοντέρνου
πρότζεκτ, γίνεται ολοένα και πιο αδιάλλακτη, δηλαδή κάθε άλλο παρά ανεκτική.
Τα πρώτα είκοσι χρόνια του νέου αιώνα
έχουν δείξει ότι αυτά που θα ακολουθήσουν θα είναι πολύ πιο δύσκολα και
επικίνδυνα στη διαχείρισή τους, γιατί ακριβώς απουσιάζουν τα ορατά
κέντρα τα οποία κάποιος θα μπορούσε να
ελέγξει, να ανατρέψει, να απειλήσει. Ο κόσμος παίρνει τη μορφή ενός μωσαϊκού
θραυσμάτων και κάθε θραύσμα με τη δική του «ορθή» αφήγηση, το δικό του «ορθό»
θέατρο.