Επιτρέψτε μου να αρχίσω όπως περίπου και το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα
εδώ: με τη δύναμη της μνήμης, με αυτά που ακόμη μπορεί και ανακαλεί. Συνάντησα
για πρώτη φορά τον Ισίδωρο Ζουργό κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980, σε ένα
μπαρ που ήταν τότε στέκι κουβέντας, χαβαλέ,
αμπελοφιλοσοφίας και κοινωνικού προβληματισμού.
Κάπου μεταξύ μπύρας και κρασιού ο Ισίδωρος μου είχε δώσει να διαβάσω ορισμένα από τα πρώτα διηγήματά του.
Μολονότι πέρασαν πολλά χρόνια από τότε θυμάμαι ακόμη ότι μου είχαν αρέσει εκείνα τα
πρώτα συγγραφικά πονήματα. Με είχε εντυπωσιάσει η αφηγηματική τους άνεση, ο εκφραστικός
τους πλούτος, το εκκωφαντικό και πολύχυμο ποδοβολητό των εικόνων τους.
Κάποια στιγμή έκλεισε το μπαρ. Αλλάξαμε στέκια∙ κοινώς, χαθήκαμε. Ο Ισίδωρος
συνέχισε να γράφει κι εγώ συνέχισα να τον διαβάζω και μάλιστα οικογενειακώς, μιας
και η γυναίκα μου δηλώνει φανατική αναγνώστριά του.
Οι συναντήσεις μας τα τελευταία αρκετά χρόνια ήταν τυχαίες, είτε στο Πειραματικό
Σχολείο, όπου είχαμε τα παιδιά μας, είτε στον δρόμο. Και όλα αυτά μέχρι πολύ πρόσφατα,
όταν ο Ισίδωρος με πήρε τηλέφωνο να με ρωτήσει εάν θα ήθελα να πω δυο λόγια
για το τελευταίο του μυθιστορηματικό πόνημα, Οι ρετσίνες του βασιλιά.
Ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη από έναν παλιό καλό φίλο. Και εννοείται ότι
θα έλεγα με χαρά ναι στην πρόταση, μόνο που με πέτυχε σε μια πολύ πιεσμένη
στιγμή. Είχα τότε προγραμματισμένα πολλά και μακρινά αεροπορικά ταξίδια, γι’ αυτό
και το μόνο που του ζήτησα ήταν να μου
δώσει λίγο χρόνο να δω κατά πόσο θα μπορούσα να ανταποκριθώ στην ευγενική του
πρόταση. Κι έτσι άρχισε η περιπέτεια της ανάγνωσης του βιβλίου του 32.000
πόδια πάνω από τον Ειρηνικό ωκεανό. Και συνεχίστηκε πάνω και από άλλους
ωκεανούς μέχρι που ολοκληρώθηκε, ως ανάγνωση και ως σχόλιο-γραφή, λίγες μέρες πριν
από τη βιβλιοπαρουσίασή του, στην Αγγλία, συμπτωματικά τη χώρα από την οποία
έλκει τις αφετηρίες της η πηγή έμπνευσής
του, που δεν είναι άλλη από το κορυφαίο δημιούργημα του Σαίξπηρ, Βασιλιάς
Ληρ που προηγήθηκε κατά 400 χρόνια ακριβώς.
Επαναλαμβάνω τη λέξη «έμπνευση» ή,
αν προτιμάτε, ερέθισμα, για να το ξεκαθαρίσω από την αρχή ότι δεν πρόκειται για
διασκευή ή προσάρτηση, λέξεις που θα
επέβαλλαν μιαν άλλη προσέγγιση, μια συγκριτική
ίσως μελέτη των δύο κειμένων. Οι όποιες ομοιότητες μπορεί να αλιεύσει
κανείς εστιάζουν πιο πολύ σε γενικότερα
θέματα.
Είναι προφανές πως ο Ισίδωρος δεν γράφει τραγωδία. Απλώς, με αφετηρία την αύρα που απελευθερώνει το
σαιξπηρικό κείμενο στοχάζεται με τη σειρά του επάνω σε θέματα που αφορούν τον
άνθρωπο, τη μοναξιά, το χρήμα, την οικογένεια και κυρίως το θέμα της εξουσίας. Και
όλα αυτά σε σχέση πάντα και με την Ελλάδα του πρόσφατου παρελθόντος αλλά και του
παρόντος. Με άλλα λόγια, θα έλεγα πως
έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο χωρικό και τοπικό ταυτόχρονα, χωρικό όταν
στοχάζεται επάνω στην ανθρώπινη κατάσταση και τoπικό όταν εστιάζει σε συγκεκριμένα άτομα
και μέρη.
Πρόκειται για μια έξυπνη διαχείριση της
δυναμικής του χρονότοπου των δρωμένων που του επιτρέπει να ελίσσεται ανάλογα με
τη ροή της δράσης ή μάλλον των δράσεων, για να ακριβολογούμε, χωρισμένες σε
τέσσερα κεφάλαια που φέρουν ως τίτλο τις αντίστοιχες εποχές του χρόνου. Φθινόπωρο,
Χειμώνας, Άνοιξη, Καλοκαίρι. Κάθε εποχή με το δικό της στίγμα, τις δικές της
εικόνες όπως και με τα δικά της συναισθήματα.
Σύνολο προσώπων που ζωντανεύουν
στις 450 σελίδες του βιβλίου: 28. Πρωταγωνιστές: Έξαρχος , ο «Ληρ» του έργου. Δεν
είναι βασιλιάς, αλλά επιχειρηματίας. Δηλαδή,
με σύγχρονους όρους, άνθρωπος με εξουσία. Οι κόρες του: Ρεγγίνα (ζει στις
Βρυξέλλες), Γαβριηλία ( ζει στο Λονδίνο),
Κορίνα (ζει στη Αθήνα). Υπάρχει και ο
τρελός του χωριού, ο Ζαχαρίας, απαραίτητη περσόνα τόσο στην ελληνική επαρχία
και τη λογοτεχνία γύρω από αυτήν, όσο και στην ελισαβετιανή θεατρική
γραμματεία. Είναι και ο Δούκας, ο
γιος του Γρηγόρη Γκόρκα συνεταίρου του Έξαρχου, χωρίς να ξεχνάμε βέβαια τον
κόσμο, τους κομπάρσους που μπαινοβγαίνουν στον σχεδιασμό της αφήγησης του Ζουργού, ο οποίος με μαεστρία αποκαλύπτει τη ζωή τους μέσα από συζητήσεις, συναντήσεις, καφενόβιες μικροσυγκρούσεις, κουτσομπολιό,
κλιμακώσεις και αποσυμπιέσεις, κρυμμένα μυστικά, ανατροπές.
Χωροταξικά δεσπόζει ο Πύργος του
Έξαρχου, σύμβολο εξουσίας. Έτσι ήταν ανέκαθεν∙ και στον Ληρ ιδιαίτερα. Όσο για
τη ρετσίνα, που επίσης δεσπόζει ακόμη και στον τίτλο, έχει τα συμβολικά της
σημαινόμενα, αφού πρόκειται για το παραδοσιακό ποτό των λαϊκών τάξεων, που όμως
δεν φαίνεται ικανό να επουλώσει τις πληγές του Έξαρχου που επί
ματαίω αναζητεί στη λαϊκότητα λύσεις στα προσωπικά του αδιέξοδα.
Συχνά ρωτάω τους φοιτητές μου να μου πουν σε τι διαφέρει ένας ποιητικός
νους από τον νου ενός πεζογράφου και ενός θεατρικού συγγραφέα. Χωρίς να είναι
κανόνας, ιδίως σήμερα με την κατάρρευση των διαχωρισμών ανάμεσα στα λογοτεχνικά
είδη, πολύ χονδρικά τους απαντώ πως ο ποιητής συλλαμβάνει τον κόσμο πρωτίστως
μέσα από τη δυναμική της λέξης, ο μυθιστοριογράφος μέσα από τη δυναμική της
αφήγησης και ο δραματικός συγγραφέας μέσα από τη δυναμική της σύγκρουσης.
Το αναφέρω αυτό για να τονίσω ότι ο Ισίδωρος συνδυάζει εδώ και τις τρεις
ιδιότητες. Σκέφτεται ως πεζογράφος, χειρίζεται τις λέξεις ως ποιητής και τις
συγκρούσεις ως δραματικός συγγραφέας.
Ο λόγος του είναι ένα συνεχές σλάλομ ανάμεσα στον ιμπρεσιονισμό, τον
συμβολισμό, τον εξπρεσιονισμό και τον καθημερινό ρεαλισμό. Ένα πρόχειρο
παράδειγμα, ανάμεσα σε δεκάδες άλλα, στη σελίδα 107, όπου διαβάζουμε: «Είναι παράξενη η μονοχρωμία της ομίχλης. Το
χρώμα της είναι βαμβακερό ενώ οι λάμπες στις κολόνες είναι σαν να βουτήχτηκαν
στο γάλα…. Οι εξώπορτες
κρύβονται πίσω από τη νόθα ασπράδα που μοιάζει με λερωμένο χιόνι…». Και
παρακάτω:: «Τα χωριά τον χειμώνα θαρρείς
και φεύγουν κάπου μακριά….» «Το χιόνι
πλένει το σκοτάδι» (σελ. 170). Και πιο κάτω: «…χιόνι φασκιές του ουρανού» (σελ. 173). Και λίγο παρακάτω: «Υπάρχουν άνθρωποι που και στην πιο σκληρή
τους ώρα έχουν το πένθος τους γυαλισμένο να λάμπει σαν έβενος» (σελ. 183).
Λόγος πυκνός, όπως ο λόγος ενός ποιητή και συνάμα αποκαλυπτικός όπως ο
λόγος ενός πεζογράφου. Ποτέ όμως φλύαρος. Ο Ισίδωρος έχει ανεπτυγμένη αίσθηση
της συγγραφικής και δραματικής οικονομίας. Έχει πλήρη εικόνα της
ανθρωπογεωγραφίας που ο ίδιος δημιουργεί, γι’ αυτό και την υποστηρίζει διαρκώς,
δίνοντάς μας το στίγμα κάθε χαρακτήρα: πού βρίσκεται, τι κάνει, τι σκέφτεται. Από
τη στιγμή που μας γνωρίζει ένα πρόσωπο δεν το ξεχνά. Του έχει πάντα ρόλο. Ο
συγγραφικός του νους καταθέτει διαρκώς την έγνοια του γι’ αυτό, ανεξάρτητα εάν
είναι ορατή παρουσία εντός των δρωμένων ή αόρατη, κάπου στα παρασκήνια. Πρόκειται για μια τακτική που
μου θυμίζει τα λόγια του Τσέχοφ, ο οποίος είχε πει κάποτε ότι: «εάν
επιλέξεις να βάλεις ένα πιστόλι στην πρώτη πράξη μερίμνησε όπως κάποια στιγμή
πριν από την αυλαία να εκπυρσοκροτήσει», διαφορετικά μην το βάλεις.
Εκτιμώ πως το δυνατό σημείο της γραφής του Ισίδωρου είναι το αδύνατο πολλών
σύγχρονων συγγραφέων είτε θεάτρου είτε πεζογραφίας: μπορεί να διαχειριστεί
πλήθη. Δεν τον τρομάζουν. Έχει για τον καθένα και κάποιο ρόλο. Στο θέατρο κάτι
ανάλογο κάνει ο Ιάκωβος Καμπανέλλης,
από τους ελάχιστους μοντέρνους δραματικούς μας συγγραφείς που τολμά να ανεβάσει
πλήθη στη σκηνή χωρίς τίποτα να περισσεύει. Μέγα κατόρθωμα.
Ο Ισίδωρος, λοιπόν, με άνεση μαέστρου μεγάλης ορχήστρας συντηρεί ένα
πανοραμικό κάδρο όπου μπαινοβγαίνουν πρόσωπα, διαπλέκονται ιστορίες, τέμνονται
μνήμες, άλλοτε με πλοηγό έναν αόρατο αφηγητή άλλοτε έναν αφηγητή εντός δράματος
και άλλοτε έναν αφηγητή που δεν κρύβεται και δηλώνει ευθύς εξαρχής το «Εγώ»
του. Διαβάζουμε λ.χ στη σελίδα 308: « Η άνοιξη
λοιπόν, όπως ήδη το έχουμε πει»∙ και συνεχίζει να περιγράφει με ύφος παραμυθά
αλλά και με καλή διάθεση δασκάλου που μας έχει έγνοια. Μας θέλει με το μέρος
του, παρέα σε αυτή τη συγγραφική περιπέτεια η οποία παρακολουθεί, συν όλα τα
άλλα, και την εξέλιξη της χώρας
κοινωνικά και πολιτικά, παρακολουθεί την
Ελλάδα των αντιφάσεων, του χωριού και της πόλης, της αστικοποίησης και
του Εμφυλίου, της μετανάστευσης και της διαφθοράς, του τουρισμού και της
ανάπτυξης.
Ανοίγοντας τη βεντάλια του
αφηγηματικού καμβά ο συγγραφέας δημιουργεί μια πολυ-επίπεδη ιστορία με συνεχείς και απροειδοποίητες αφηγηματικές
εναλλαγές, όπως λ.χ. αυτή στη σελίδα 93, όπου διαβάζουμε: «Να ξέρεις, κόρη μου σε έβαλα στις σελίδες μου γιατί σε έβγαλα από τη
ζωή μου» . Και πολύ πιο κάτω, στη σελίδα 324, ακούμε τον Έξαρχο-συγγραφέα
να λέει: «Μακρινή Ρεγγίνα, πάνε μέρες που παλεύω με την ιδέα να σου γράψω ένα mail». Και λίγες αράδες πιο κάτω μας ενημερώνει ότι η Γαβριέλα δεν θα τον κληρονομήσει (σελ. 324),
μιας και είναι η κληρονόμος των αναμνήσεών του (σελ. 354), δηλαδή ο μελλοντικός
αναγνώστης της γραφής του.
Απομονώνω αυτά τα αφηγηματικά σλάλομ του συγγραφέα γιατί εκτιμώ πως δίνουν
το αισθητικό στίγμα του έργου. Δια της γραφής ο μυθιστορηματικός συγγραφέας
ανακαλύπτει τι θέλει να πει και πώς να το πει. (βλ. ακόμη σσ. 97, 98, 231). Δια της γραφής διαμορφώνει τις αποστάσεις ανάμεσα στην ιστορία του και τον δέκτη.
Ελέγχει, προειδοποιεί, προλέγει, προβλέπει, συμπεραίνει. Και καθώς γράφει και συνάμα περιγράφει το βιβλίο
του, σχολιάζει και τα βιβλία άλλων (βλ. σσ. 78, 134, 189, 254), δημιουργώντας
έτσι ποικίλες διαλογικές σχέσεις,
όπως περίπου τις περιγράφει και ο Μπαχτίν, σχέσεις που ζωντανεύουν μέσα από τις
διαφορές τους παρά τις ομοιότητές τους.
Ο Ισίδωρος επιδιώκει την αισθητική ποικιλότητα ώστε να συνάδει με την ποικιλότητα των δρωμένων του∙ ένα
είδος παντρέματος, θα λέγαμε, της φόρμας και του περιεχομένου. Στο θέατρο θα
ονομάζαμε την τεχνική αυτή μεταδραματική. Εδώ θα μπορούσαμε να καταφύγουμε στο
ίδιο πρόσφυμα και να την ονομάσουμε
μεταμυθιστορηματική, μια γραφή
που μιλά για τη γραφή, που στοχάζεται επάνω στη διαδικασία της συγγραφής, που
δεν κρύβει τον πλασματικό της, τον κατασκευασμένο της χαρακτήρα, τη «μετα-διάστασή»
της που ενισχύεται και από τις συνεχείς διακειμενικές αναφορές στον σαιξπηρικό Ληρ,
(βλ. σσ. 199, 232, 282, 320).
Όπως και στον Ληρ έτσι κι εδώ έχουμε ένα πολύμορφο οικογενειακό έπος όπου απόλυτος
πρωταγωνιστής και αντίπαλος είναι ο χρόνος
(σσ. 233, 344). Και γι’ αυτό, όπως είπαμε, ο συγγραφέας δοκιμάζει πολλούς αφηγηματικούς
χρόνους, όχι για να τους δαμάσει αλλά ακριβώς το αντίθετο: να δείξει τον καταλυτικό
τους χαρακτήρα, αφού σε οποιαδήποτε μορφή του ο χρόνος χαρακτηρίζει και κάποιο
τέλος.
Είναι ο χρόνος της αφήγησης και ο χρόνος της ανάγνωσης. Όλα περιπλέκονται σαν ένα σπιράλ που ακολουθεί το καλειδοσκόπιο
των αναμνήσεων. Μπρος-πίσω. Ένα αέναο παιχνίδι με τον χρόνο —όσα φέρνει κι όσα
παίρνει. Κανένας δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο. Συχνά ένα απλό, απλούστατο ερέθισμα
, ένας ήχος, αρκούν να ζωντανέψουν μνήμες και να απελευθερώσουν νέα φτερουγίσματα
της φαντασίας και της γραφής.
Κοντά στους άλλους χρόνους είναι και ο χρόνος της ίδιας της διαδικασίας της
γραφής (εδώ και τώρα) που διαρκώς
συνομιλεί με τον χρόνο της αφήγησης και ανάγνωσης (εκεί και τότε) (βλ. σελ. 71).
Ο Έξαρχος κρατιέται στη ζωή μέσα από τη γραφή: τη γράφει και τον γράφει. Οι μνήμες ενεργοποιούνται μέσα από αυτήν. Είναι παρατηρητής
και σχολιαστής, δρων πρόσωπο και πάσχον πρόσωπο. Ζει μια καταιγίδα εντυπώσεων,
προσωπικών και κοινωνικών. Αναζητεί κάποιο σημείο αναφοράς, μια καταπραϋντική
συνταγή, πηγαίνοντας πίσω στον χρόνο μέσα από τα βιβλία αλλά και μέσα από τη
γεωγραφική του μετακίνηση στο χωριό, εκεί όπου πιστεύει πως υπάρχει ακόμη ανθρωπιά,
για να καταλάβει στην πορεία πως όλα τα
πήρε και τα σήκωσε ο χρόνος. Δεν υπάρχει συνταγολόγιο ευτυχίας. Το χωριό δεν
είναι λύση, όπως δεν είναι και η πόλη και η μέθη που προκαλεί η ρετσίνα. Όλα
είναι προσωπικές επιλογές που καταλήγουν σε ψευδαισθήσεις.
Κατακλείδα
Ο Ισίδωρος πειραματίζεται. Δοκιμάζει τις αντοχές της φόρμας. Κερματίζει τον
γραμμικό της καμβά, ώστε να πολλαπλασιάσει τις γωνίες υποδοχής της. Διαπλέκει
κείμενα. Συνομιλεί με τους μέντορές του. Προβάλλει την κατασκευασμένη
φυσιογνωμία του έργου του. Γράφει με διάθεση ρεαλιστή, φαντασία ποιητή, γοητεία παραμυθά αλλά με μέσα αποδομιστή.
Συχνά περνά τους ήρωές του μπροστά από τον λόγο τους, όπως ένας ηθοποιός περνά
μπροστά από το προσωπείο του και το σχολιάζει. Άλλες φορές επιλέγει να κρύψει
τα πρόσωπά του πίσω από τις μάσκες τους.
Το έργο του Ισίδωρου απελευθερώνει μια έντονη δραματική αύρα γιατί
εκμεταλλεύεται τη διπλή κωδικοποίηση που χαρακτηρίζει και την οντολογία του
θεάτρου. Όλα είναι και δεν είναι. Οι τόποι, οι χρόνοι της αφήγησης, όλα
βρίσκονται σε μια μόνιμη κατάσταση διαθεσιμότητας, υπακούοντας στη δυναμική μιας μεταμοντέρνας αφήγησης που διαρκώς
γλιστρά από το ένα σημείο στο άλλο αβίαστα, με την άνεση του αυτονόητου, δημιουργώντας
έναν κόσμο πολύ-εστιακό και διαρκώς διαφεύγοντα. Ακριβώς όπως και στο θέατρο: «Τώρα
με βλέπετε τώρα όχι». Η απουσία της παρουσίας
και η παρουσία της απουσίας.
Οι ρετσίνες του βασιλιά: Μια έκτακτη μυθιστορηματική εκδοχή του βασικού αξιώματος της οντολογίας του θεάτρου από έναν προικισμένο πεζογράφο.
Οι ρετσίνες του βασιλιά: Μια έκτακτη μυθιστορηματική εκδοχή του βασικού αξιώματος της οντολογίας του θεάτρου από έναν προικισμένο πεζογράφο.
Σημ. Η ομιλία μου στο βιβλιοπωλείο Ιανός της Θεσσαλονίκης, με
αφορμή την παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου του Ισίδωρου Ζουργού, Οι Ρετσίνες του βασιλιά από τις εκδόσεις
Πατάκη. 18.12.2019.