Κάθε τέλος του έτους τα ίδια, λες και πέφτει σύρμα:
ταξινομήσεις, κατηγοριοποιήσεις, απολογισμοί, επιλογές, νούμερα, λίστες,
συμπεράσματα. Στο θέατρο, τον κινηματογράφο, την πολιτική, την εθνολογία,
παντού. Καταλαβαίνω τη λογική που διέπει αυτή την τάση, αυτό το συνεχές
τρεχαλητό πίσω από κάποιο ευανάγνωστο σχήμα, είτε αυτό έχει τη μορφή λίστας
επιλογών είτε βραβείων είτε αριθμών.
Εμείς
και ο χρόνος
Γενικά οι άνθρωποι μπορεί να καλωσορίζουν τον ερχομό του
Νέου Έτους, όμως κατά βάθος το «φοβούνται», φοβούνται εκείνο το βασανιστικό και
διαλυτικό του πέρασμα. Γι’ αυτό κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να τα΄χουν
καλά μαζί του. Από πλαστικές χειρουργικές επεμβάσεις (που κοστίζουν) μέχρι ένα
απλό πρωτοχρονιάτικο καλωσόρισμα (που δεν κοστίζει τίποτα).
Οι άνθρωποι γενικά ξεβολεύονται με την ιδέα ότι, ως
ζωντανοί οργανισμοί, δεν είναι τίποτε άλλο από μια πολύ μικρή παρένθεση στον αιώνιο
κύκλο της ιστορίας του κόσμου. Τους προκαλεί
δέος η ιδέα ότι τόσο πολλά έχουν προηγηθεί και πολλαπλάσια ακολουθούν αυτής της
προσωπικής παρένθεσης. Γι’ αυτό και αναζητούν
διαρκώς ένα συνεχές, ένα πλαίσιο που να το χαρακτηρίζει η τάξη ούτως ώστε να
μπορέσουν να τοποθετήσουν κάπου μέσα σε αυτό τη ζωή τους, τις προτιμήσεις τους,
τα επιτεύγματά τους και βεβαίως τα προβλήματά τους.
Με άλλα λόγια,
έχουν ανάγκη από ένα συμπαγές αφήγημα με κάποια αρχή, μέση και τέλος. Και αυτό
εξηγεί, σε ένα βαθμό, την αγάπη τους για τις καλά δομημένες ιστορίες, όπως
εξηγεί και την κυριαρχία του πολλαπλώς αμφισβητηθέντος αλλά ουδέποτε
εκθρονισθέντος ρεαλισμού τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο και πάνω
από όλα στην τηλεόραση.
Ο μισητός, από το σύνολο της ιστορικής πρωτοπορίας και
πιο πρόσφατα από τους αποδομιστές και μεταμοντέρνους, ρεαλισμός επιβιώνει γιατί προσφέρει ένα ευανάγνωστο (και
όχι κατ΄ ανάγκη αληθές) πλαίσιο, μέσα στο οποίο ο άνθρωπος νιώθει ασφαλής,
καθώς βλέπει πού αρχίζουν ή «φαίνεται» ν΄ αρχίζουν και να τελειώνουν κάποια πράγματα.
Ο ρεαλισμός στο μυαλό του ανθρώπου είναι μια μορφή
τιθάσευσης του χρόνου και των κρίσεων που κομίζει. Αυτό αποδεικνύει άλλωστε και η δημοτικότητα
στοχαστών όπως ο Δαρβίνος, ο Μαρξ κ.ά οι οποίοι, με τις μελέτες τους, έβαλαν τη
ζωή του ανθρώπου σε εξηγήσιμα, «γειωμένα» κουτάκια.
Κάρολος Δαρβίνος
Περί κρίσης και θεάτρου
Οι ζωντανοί (κάθε εποχής)
έχουν την τάση να μιλούν για την κρίση του πολιτισμού τους και παράλληλα
αισθάνονται την υποχρέωση να συμβάλουν στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων ενός αύριο χωρίς κρίση.
Πάντοτε η ίδια ιστορία. Δεν υπήρξε πολιτισμός που να μην
ασχολήθηκε με την κρίση ή να μη τη βίωσε ή να μην προσπάθησε να την
τακτοποιήσει. Και το θέατρο είναι ένα
από τα πιο ζωηρά «παιδιά» της πανανθρώπινης κρίσης. Μάλιστα, όσο πιο έντονη η
κρίση τόσο περισσότερο ενεργοποιούνται τα αντανακλαστικά του.
Το θέατρο είναι ένα εργαλείο, έργο του οποίου δεν είναι
να εκλογικεύσει τη μονίμως σε κρίση ζωή μας, αλλά να εκλογικεύσει (ή να
εκθέσει) τους τρόπους στους οποίους καταφεύγουμε ώστε να κατανοήσουμε τη ζωή
μας. Και οι κατηγοριοποιήσεις του τύπου «οι καλύτερες παραστάσεις της δεκαετίας»
ή «οι χειρότερες του έτους» διέπονται από αυτό το σύνδρομο της ελέγξιμης τάξης,
της κατανόησης. Τρόπον τινά, εκλογικεύουν (ή προσπαθούν ή νομίζουν) στα γρήγορα
μια «άτακτη» και άναρχη αγορά με τις αμέτρητες και αταξινόμητες παραστάσεις. Της
δίνουν μορφή, ευανάγνωστη και (εννοείται) ευπώλητη. Θα έλεγε κανείς πως είναι ένα
είδος καταπραϋντικού ή παυσίπονου, αφού κάνει τη ζωή και τις τέχνες της να
φαίνονται πιο «απλές», επιφανειακά τουλάχιστο πιο ξεκάθαρες, πιο φιλικές προς
τον άνθρωπο και πιο διαχειρίσιμες μέσα από την ιεράρχηση των συστατικών τους. Δηλαδή,
και πάλι: πιο «ρεαλιστικές».
Περί
ήθους και θεάτρου
Το θέμα όμως δεν σταματά εκεί. Εκεί αρχίζει. Ή εκεί θα
΄πρεπε να αρχίζει, γιατί ανάλογα ποιες ποιότητες απομονώνονται και προβάλλονται
ως ενδεικτικές (αξιών, θεατρικών και μη)
είτε του έτους είτε της δεκαετίας αντίστοιχος θα είναι και ο πολιτισμός που
καλλιεργούμε για το μέλλον, ένας πολιτισμός που σήμερα έχει χάσει πάρα πολλά
από τα καθιερωμένα μοντέλα και κριτήρια ταξινόμησης που τον χαρακτήριζαν κάποια
χρόνια πριν, σε σημείο να καθιστά κάθε μορφή επιλογής πολύ επικίνδυνη.
Και ακριβώς επειδή τα πράγματα είναι πολύ σύνθετα πλέον, η προσπάθεια «μαθηματικοποίησης» της ποιότητας
θέλει προσοχή και γνώση πολλών παραμέτρων -- ιδεολογικών, κοινωνικών,
εθνοτικών, έμφυλων, κ.λπ. Δεν πρέπει να γίνεται βιαστικά και, πολύ περισσότερο,
με στόχο ή κίνητρο να βγάλει καλά νούμερα για ένα σάιτ ή ένα έντυπο ή να
εξυπηρετήσει προσωπικές στοχεύεις, δημόσιες σχέσεις, συμφέροντα κ.ο.κ. Και αυτό
για να επιτευχθεί προϋποθέτει, πέρα από αυτά που είπα, πρωτίστως ΗΘΟΣ (η εσωτερική
παρόρμηση, η ανάγκη του ανθρώπου να
είναι δίκαιος, τίμιος, συνεπής), το
οποίο, κατά τη γνώμη μου, είναι η μοναδική , σχετική πάντοτε, ασφαλιστική
δικλείδα σε ένα κόσμο παγκοσμιοποιημένο, ένα κόσμο που έχει θέσει εν αμφιβόλω
κάθε μορφή ιεράρχησης. Χωρίς ήθος δεν μπορεί να υπάρξει ούτε υγιής ταξινόμηση
(επιλογή) ούτε υγιής πολιτισμός ή θέατρο. Το ήθος δεν είναι αυτονόητο.
Κερδίζεται με αγώνα και πολύ δύσκολες αποφάσεις και θυσίες.
Ο
κριτικός και οι παρέες
Η θέση μου ήταν
πάντα πολύ σαφής επί του θέματος: εκείνος που επιλέγει να ασκήσει την τέχνη της
κριτικής (και η σύνταξη μιας λίστας με τις καλύτερες θεατρικές παραστάσεις
είναι η ύψιστη μορφή κριτικής) οφείλει, πριν κάνει οτιδήποτε, να αποβάλει όλες τις υποχρεώσεις που
ενδεχομένως έχει απέναντι σε καλλιτέχνες, αναγνώστες, αφεντικά, συναδέλφους, εκδότες,
κόμματα, παρατάξεις, παρατρεχάμενους, φίλους, συγγενείς, παρέες.
Προφανώς και δεν είναι εύκολη μια τέτοια απόφαση, αφού απαιτεί
βαθιά πίστη στην ίδια την πράξη της κριτικής επιλογής. Είναι μια απόφαση που πηγάζει
από την ανάγκη που νιώθει ο
κριτικός-επιλογέας, τη βαθιά επιθυμία να πάρει από το θέατρο αυτά που
θέλει και να δει πώς λειτουργούν στη φαρέτρα του δικού του αξιακού (και
ηθικού) συστήματος. Γιατί αν δεν τον οδηγεί αυτή η ανάγκη-επιθυμία τότε πολύ
εύκολα θα παραχωρεί προς πάσα κατεύθυνση τα συμπεράσματα και τις λίστες του,
από «φόβο» μην τον κακολογήσουν, μην τον
αποβάλουν από τις παρέες, μήπως σταματήσουν να τον καλούν στις πρεμιέρες,
μήπως τον διώξει ο εκδότης, το κόμμα, μήπως, μήπως, μήπως….
Η βαθιά και ειλικρινής ανάγκη-επιθυμία είναι εκείνη που:
Α) θα του δείξει πως δεν χρειάζεται να κάνει φίλους, εάν η φιλία είναι εμπόδιο,
Β) που θα τον
βοηθήσει να ξεπεράσει την απομόνωση που ενδεχομένως κάποιοι θα επιδιώξουν να
του επιβάλουν, και
Γ) θα τον βοηθήσει να γίνει πιο τολμηρός, πιο αληθινός, χωρίς
να φοβάται τη σύγκρουση ή τη διαφωνία.
Όποιος κριτικός πιστεύει ότι είναι αληθινός, δεν φοβάται
κανένα. Φοβούνται μόνο όσοι διαρκώς παραχωρούν για να βολεύονται ή να είναι
αρεστοί ή αποδεκτοί σε φίλους ή παρατάξεις, παρέες κ.λπ. Γι’ αυτό λέω πως η
σύνταξη μιας λίστας με ό,τι καλύτερο θεωρεί ο καθένας πως έβγαλε το ελληνικό
θέατρο φέτος ή τα τελευταία δέκα χρόνια είναι κάτι παραπάνω από απλή και
εφήμερη κριτική επιλογή. Δείχνει πού βρίσκεται ο πήχης ή θα θέλαμε να βρίσκεται.
Άλλως πως, δημιουργεί μοντέλα μίμησης. Γράφει,
κατά κάποιον τρόπο, μέρος της ιστορίας του θεάτρου. Και το πρόβλημα
είναι τεράστιο όταν γράφεται στραβά μια τέτοια ιστορία.
Δέχομαι ότι δεν υπάρχουν απόλυτοι κανόνες, υπάρχουν απλώς
τρόποι που περιορίζουν το ενδεχόμενο των λαθών. Και αυτοί οι τρόποι προϋποθέτουν, μαζί με το ήθος που είπαμε, επαρκέστατη
εποπτεία του χώρου και βαθιά, πολύ βαθιά
γνώση του αντικειμένου, γνώση τοπική και διεθνή, ώστε μέσα από συγκρίσεις και παραλληλισμούς να
βγει ένα καλά μελετημένο συμπέρασμα που θα έχει κάποιο ουσιαστικό, ευεργετικό νόημα και για τους μελετητές της επόμενης, σαφώς
πιο πολυπολιτισμικής και κοσμοπολίτικης, γενιάς. Και του χρόνου.
Σημ.
Πρώτη δημοσίευση Parallaxi 2/1/2020