Πρωτογνώρισα το Θωμά Βελισσάρη με την ιδιότητα του καθηγητή του στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ πριν από περίπου 13 χρόνια. Αμέσως μετά την αποφοίτησή του είδα με χαρά να στήνει τη δική του ομάδα, την «Ακτίδα Αελλίου», μαζί με τον Νίκο, την Ελεονώρα και τη Θεανώ (όλοι ικανοί συμφοιτητές και άξιοι συνοδοιπόροι), σε ένα μικρό υπόγειο στη Χριστοπούλου. Εναρκτήριο λάκτισμα της ομάδας, Το νησί των σκλάβων του Μαριβό, μια παράσταση με καλά τα πρώτα δείγματα γραφής.
-
Aπό την ποιητική του μοντέρνου στην ποιητική του μεταμοντέρνου: εμπλουτισμένος πίνακας
Πώς ερμηνεύω τον κόσμο όπου συμμετέχω; Και τι είμαι μέσα σ’ αυτόν;
Από την ουτοπία στη δυστοπία
Με τον Δον Κιχώτη εγκαινιάζεται το μυθιστόρημα, ένα είδος γραφής το οποίο, πριν καλά καλά συλλαβίσει το μοντέρνο, γράφει την πρώτη ποιητική του μεταμοντέρνου. Πρόκειται για έναν ιδιοφυή στοχασμό επάνω στην τέχνη της γραφής, όπως αυτή πασχίζει να (ανα)πλάσει τον κόσμο ενός πενηντάρη ονειροπαρμένου, ο οποίος, έχοντας διαβάσει άπειρες ιπποτικές ιστορίες, αποφασίζει να διορθώσει τα στραβά του κόσμου. Και αφού ζήσει ένα σωρό παλαβές περιπέτειες, στο τέλος συνειδητοποιεί το μάταιο της αναζήτησής του.
Προβληματικό τοπίο
Η θεατρική χρονιά, όπως και η περσινή, ποσοτικά δείχνει
υγιής τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στην Αθήνα. Είναι, όμως; Σίγουρα είναι σημαντικό
το ότι οι άνθρωποι του θεάτρου δεν το βάζουν κάτω. Κυρίως οι νέοι. Όμως κάπου
έχει ξεχειλώσει το πράγμα. Δεν μπορεί μια Αθήνα των τεσσάρων, βαριά βαριά,
εκατομμυρίων, να μετρά 1000 παραστάσεις για φέτος. Δηλαδή, δυο φορές πάνω από
το σύνολο των παραστάσεων στο Σικάγο (των δεκαπέντε εκατομμυρίων). Κάτι δεν
πάει καλά.
Ψωνίζω άρα υπάρχω (στο Βασιλικό)
Όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στο Λονδίνο το 1972, ξάφνιασε, και εννοώ όλους εκείνους που είχαν ταυτίσει τον Βρετανό Άλαν Έικμπορν με την αδιάφορη φαρσοκωμωδία. Και δεν τους αδικώ, γιατί περίπου αυτή ήταν η πορεία του μέχρι τότε: εμπορική και ανάλαφρη. Με το Συνέβη και του χρόνου κάνει μια ξαφνική στροφή: μπαίνει στον χώρο ενός πιο μικτού είδους, όπου η δοσολογία γέλιου και στοχασμού αλλάζει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μας παραδίδει και κάποιο αριστούργημα. Πάντως σίγουρα δεν προσβάλλει τη νοημοσύνη μας.
Πίσω από τα προσωπεία
Στους δύσκολους καιρούς που βιώνουμε, δώδεκα άτομα στη σκηνή δεν είναι λίγα, και κυρίως όταν πληρώνει ιδιώτης, εν προκειμένω ο Γιώργος Κιμούλης, ο οποίος έφερε την περασμένη εβδομάδα στη Θεσσαλονίκη (στο θέατρο Μελίνα Μερκούρη) την παράσταση-σύνθεση Party Time (προσθέστε: «Βουνίσια γλώσσα» «Ένα και φύγαμε» και «Η νέα τάξη πραγμάτων»). Μεγάλο το ρίσκο, γιατί, παρ’ όλη τη δημοφιλία του, ο Πίντερ δεν είναι ο «λαϊκός» καλλιτέχνης που θα τραβήξει τους πάντες. Είναι ένα brand name κάποιας συγκεκριμένης κοπής και εμβέλειας.
Δυο λόγια για το έργο
Δυο λόγια για το έργο
Πουθενά αλλού ο Πίντερ δεν είναι τόσο ευθύς στις πολιτικές του απόψεις όσο σε αυτή τη σύνθεση μονοπράκτων. Προσοχή όμως: μιλάμε για Πίντερ, που σημαίνει ότι ακόμη και οι ευθείες του κρύβουν στροφές και λακκούβες. Και εννοώ πως πάντα καραδοκεί η πινελιά του απρόβλεπτου και απροσδιόριστου που ανατρέπει τη σιγουριά των συμπερασμάτων.
Μπορεί οι κριτικοί να παρακάμπτουν τα έργα της ύστερης περιόδου του κάθε φορά που αναφέρονται στο θέμα της γλώσσας και στις περίφημες σιωπές και παύσεις του, φέρνοντας ως έγκυρα παράδειγμα μόνο τα πρώτα, όμως εκτιμώ πως κάνουν λάθος. Προσπαθήστε να αφαιρέσετε κάποια αποσπάσματα από τον Επιστάτη ή το Πάρτι γενεθλίων (πρώτα έργα), για παράδειγμα, και θα δείτε ότι δεν θα καταρρεύσουν. Αφαιρέστε από το Party Time και τα άλλα μονόπρακτα και θα δείτε να κλονίζεται το όλον, εκείνη η συμπαγής μάζα που τα κάνει να μοιάζουν με μουσική σύνθεση. Ούτε μία λέξη δεν είναι περιττή. Κι όχι μόνο. Πρέπει να ειπωθεί και σωστά ώστε να κατέβουν όλα τα ηχοχρώματά της ολοστρόγγυλα στην πλατεία. Και νομίζω πως σε ένα μεγάλο βαθμό η παράσταση που υπογράφει ο Κιμούλης τα κατέβασε.
Η παράσταση
Η παράσταση αρχίζει με ένα απόσπασμα που συχνά χρησιμοποιούν οι σκηνοθέτες του «πολιτικοποιημένου» Πίντερ. Είναι από την ομιλία του συγγραφέα μετά την απονομή του βραβείου Νόμπελ, εκεί όπου μιλά για το τι είναι πραγματικό και τι ψευδές και πόσο δύσκολος είναι ο διαχωρισμός τους, «θέση» που περίπου δίνει το στίγμα σε όλα σχεδόν τα έργα του και, βεβαίως, στα υπό συζήτηση. Και εκτιμώ πως σωστά σκέφτηκε ο Κιμούλης και διάρθρωσε αντιστικτικά την επιτελεστική του σύνθεση, όπου από τη μια προέβαλε τη ξεγνοιασιά (αλλά και την υποβόσκουσα σαπίλα) του πάρτι και, από την άλλη, τη ρεαλιστική και απόλυτα αναγνωρίσιμη αγριότητα των παρασκηνίων.
Παίζοντας ταυτόχρονα σε δύο ταμπλό, δημιούργησε ένα εύφορο χώρο ανάδειξης των εικόνων ξεβρακώματος όλης της γκλαμουριάς και του ψευδοκαθωσπρεπισμού των εκπροσώπων της υψηλής κοινωνίας, που δεν είναι τίποτε άλλο από μια αδίστακτη αγέλη αρπαχτικών. Και υπ’ αυτό το πρίσμα, πολύ σωστή και η επιλογή του εξπρεσιονιστικού, παραμορφωμένου και εντελώς εξωτερικού (αντιστανισλαφσκικού) παιξίματος, που «διαλεγόταν» μετωπικά και υπονομευτικά με το απόλυτα ρεαλιστικό του πάσχοντος σώματος του θύματος. Ίσως εδώ, στη βίαιη συνάντηση των δύο κόσμων (του πραγματικού και του δήθεν) θα μπορούσε να γίνει μια πιο διεισδυτική χρήση των παύσεων και σιωπών, ώστε να ενισχυθεί η ατμόσφαιρα μυστηρίου, πράγμα που θα έκανε τη βία να φαντάζει ακόμη πιο αποκρουστική.
Εν πάση περιπτώσει, η παράσταση είχε καλές ρυθμίσεις και καθαρή στόχευση, μέσα στα όρια του σκηνικού σχεδιάσματος του Κιμούλη (ωραία φωτισμένου από τη Μαραγκουδάκη),, που επέτρεπε σε θύτες και θύματα να μπαινοβγαίνουν στο άγριο θέατρο της ζωής, να παίζουν τους ρόλους τους (που τους υποδείκνυε η εκάστοτε εξουσία) και να επιστρέφουν στις θέσεις τους δεξιά και αριστερά της σκηνής. Κάτι σαν ένα αναγεννησιακό Theatrum Mundi.
Ερμηνείες
Αυτοί που κλήθηκαν να υποστηρίξουν τη σκηνοθετική άποψη, έπαιξαν τα πλάνα και τις αλληλουχίες της βίας και της τρομοκρατίας με ευθύτητα και ετοιμοπόλεμα ανακλαστικά. Οι «θύτες» διδάχτηκαν χαρακτήρες που παρέμειναν, και ορθά κατά τη γνώμη μου, αδιάφοροι στη ψυχογράφηση. Ο Κιμούλης κράτησε μια καλά ελεγχόμενη εκφραστική γραμμή που ανέδειξε τη στεγανοποίηση του ρόλου, αν και σε κάποιες στιγμές άφηνε να υπερίπτανται κάποια μετέωρα ερωτηματικά ως προς τα ηθικά του διλήμματα. Μολονότι ήταν σαφής η καρικατουρίστικη εικόνα που υποδείχθηκε στη Ντάλιου, δεν νομίζω πως πρόσθεσε στο γενικότερο εξπρεσιονιστικό κλίμα. Ο Κοτσαρίνης, εκεί όπου πόζαρε θυσίαζε την πειθώ στο βωμό του στόμφου. O «μετανάστης» του Παναγιωτίδη, συγκράτησε τις ευκολίες που οδηγούν στο μελό και κέρδισε τη συμπάθειά μας με ρεαλιστικούς όρους. H Μερτύρη έπαιξε έξοχα την αβίωτη σιωπή του πόνου.
Κατακλείδα: μια παράσταση που μπορεί να μην ξαφνιάζει με την πρωτοτυπία της όμως επικοινωνεί ευεργετικά με την καθαρότητά της. Αξίζει να τη δείτε.
Σημ. Πρώτη δημοσίευση 9/01/2015 στον ιστότοπο του περιοδικού Παράλλαξη: http://www.parallaximag.gr/parallax-view/plateia-theatroy-piso-apo-ta-prosopeiaΚατακλείδα: μια παράσταση που μπορεί να μην ξαφνιάζει με την πρωτοτυπία της όμως επικοινωνεί ευεργετικά με την καθαρότητά της. Αξίζει να τη δείτε.
Μεγάλο θέαμα και κρίση: Μεταεπιθεώρηση
Ορθά κοφτά: χαίρομαι που ακόμη κυκλοφορούν παραγωγοί που τολμούν να ανεβάζουν θεάματα με 35 άτομα στη σκηνή και 12μελή ορχήστρα λάιβ. Μπορεί κάποιοι, που δηλώνουν έτσι και τις αριστερές τους (τρομάρα τους) προτιμήσεις, να ωρύονται και να λένε ότι αυτό είναι προκλητικό και πως μόνο κάποιος μονόλογος σε κάποια άδεια σκηνή, ή κάποιο έργο δύο χαρακτήρων σε κάποιο κακοσυντηρημένο υπόγειο με σεισμόπληκτες καρέκλες, ή κάποιο κακογραμμένο αυτοβιογραφικό στόρι των πενήντα λεπτών ταιριάζουν στα ματωμένα χρόνια που ζούμε, όμως θεωρώ πως το θέατρο είναι πολύ περισσότερα πράγματα από αυτά που βλέπουμε κατά εκατοντάδες τις τελευταίες σεζόν της κρίσης στις σκηνές μας. Κι όσο και να μην αρέσει, ένα υπερθέαμα, ιδίως καλόγουστο, έχει τη θέση του στα πράγματα. Ναι, είναι συνήθως τσουχτερό το εισιτήριο .Σαράντα τόσα ευρώ είναι πολλά. Βέβαια, δεν θέλω να κάνω συγκρίσεις με το τι σημαίνει ακριβό εισιτήριο σε άλλες πόλεις, από το Λονδίνο μέχρι τη Νέα Υόρκη και το Τόκυο. Για τα δικά μας μεγέθη, πάντως, είναι πάρα πολλά.
Περιπέτειες σωμάτων: Στο θέατρο "Αυλαία" και το «Τ».
Το Μένγκελε του Θανάση Τριαρίδη είναι ένα θεατρικό κέντημα
περασμένο ψιλοβελονιά, μια ταπετσαρία συναισθημάτων, πολύχρωμων όσο και
αντιφατικών, μια αποθήκη της μνήμης που για να επικοινωνήσει απαιτεί καλή στόχευση
και καθαρούς χειρισμούς. Ο Τριαρίδης πορεύθηκε με καθαρό μυαλό και επαρκή
προετοιμασία.