Στους δύσκολους καιρούς που βιώνουμε, δώδεκα άτομα στη σκηνή δεν είναι λίγα, και κυρίως όταν πληρώνει ιδιώτης, εν προκειμένω ο Γιώργος Κιμούλης, ο οποίος έφερε την περασμένη εβδομάδα στη Θεσσαλονίκη (στο θέατρο Μελίνα Μερκούρη) την παράσταση-σύνθεση Party Time (προσθέστε: «Βουνίσια γλώσσα» «Ένα και φύγαμε» και «Η νέα τάξη πραγμάτων»). Μεγάλο το ρίσκο, γιατί, παρ’ όλη τη δημοφιλία του, ο Πίντερ δεν είναι ο «λαϊκός» καλλιτέχνης που θα τραβήξει τους πάντες. Είναι ένα brand name κάποιας συγκεκριμένης κοπής και εμβέλειας.
Δυο λόγια για το έργο
Δυο λόγια για το έργο
Πουθενά αλλού ο Πίντερ δεν είναι τόσο ευθύς στις πολιτικές του απόψεις όσο σε αυτή τη σύνθεση μονοπράκτων. Προσοχή όμως: μιλάμε για Πίντερ, που σημαίνει ότι ακόμη και οι ευθείες του κρύβουν στροφές και λακκούβες. Και εννοώ πως πάντα καραδοκεί η πινελιά του απρόβλεπτου και απροσδιόριστου που ανατρέπει τη σιγουριά των συμπερασμάτων.
Μπορεί οι κριτικοί να παρακάμπτουν τα έργα της ύστερης περιόδου του κάθε φορά που αναφέρονται στο θέμα της γλώσσας και στις περίφημες σιωπές και παύσεις του, φέρνοντας ως έγκυρα παράδειγμα μόνο τα πρώτα, όμως εκτιμώ πως κάνουν λάθος. Προσπαθήστε να αφαιρέσετε κάποια αποσπάσματα από τον Επιστάτη ή το Πάρτι γενεθλίων (πρώτα έργα), για παράδειγμα, και θα δείτε ότι δεν θα καταρρεύσουν. Αφαιρέστε από το Party Time και τα άλλα μονόπρακτα και θα δείτε να κλονίζεται το όλον, εκείνη η συμπαγής μάζα που τα κάνει να μοιάζουν με μουσική σύνθεση. Ούτε μία λέξη δεν είναι περιττή. Κι όχι μόνο. Πρέπει να ειπωθεί και σωστά ώστε να κατέβουν όλα τα ηχοχρώματά της ολοστρόγγυλα στην πλατεία. Και νομίζω πως σε ένα μεγάλο βαθμό η παράσταση που υπογράφει ο Κιμούλης τα κατέβασε.
Η παράσταση
Η παράσταση αρχίζει με ένα απόσπασμα που συχνά χρησιμοποιούν οι σκηνοθέτες του «πολιτικοποιημένου» Πίντερ. Είναι από την ομιλία του συγγραφέα μετά την απονομή του βραβείου Νόμπελ, εκεί όπου μιλά για το τι είναι πραγματικό και τι ψευδές και πόσο δύσκολος είναι ο διαχωρισμός τους, «θέση» που περίπου δίνει το στίγμα σε όλα σχεδόν τα έργα του και, βεβαίως, στα υπό συζήτηση. Και εκτιμώ πως σωστά σκέφτηκε ο Κιμούλης και διάρθρωσε αντιστικτικά την επιτελεστική του σύνθεση, όπου από τη μια προέβαλε τη ξεγνοιασιά (αλλά και την υποβόσκουσα σαπίλα) του πάρτι και, από την άλλη, τη ρεαλιστική και απόλυτα αναγνωρίσιμη αγριότητα των παρασκηνίων.
Παίζοντας ταυτόχρονα σε δύο ταμπλό, δημιούργησε ένα εύφορο χώρο ανάδειξης των εικόνων ξεβρακώματος όλης της γκλαμουριάς και του ψευδοκαθωσπρεπισμού των εκπροσώπων της υψηλής κοινωνίας, που δεν είναι τίποτε άλλο από μια αδίστακτη αγέλη αρπαχτικών. Και υπ’ αυτό το πρίσμα, πολύ σωστή και η επιλογή του εξπρεσιονιστικού, παραμορφωμένου και εντελώς εξωτερικού (αντιστανισλαφσκικού) παιξίματος, που «διαλεγόταν» μετωπικά και υπονομευτικά με το απόλυτα ρεαλιστικό του πάσχοντος σώματος του θύματος. Ίσως εδώ, στη βίαιη συνάντηση των δύο κόσμων (του πραγματικού και του δήθεν) θα μπορούσε να γίνει μια πιο διεισδυτική χρήση των παύσεων και σιωπών, ώστε να ενισχυθεί η ατμόσφαιρα μυστηρίου, πράγμα που θα έκανε τη βία να φαντάζει ακόμη πιο αποκρουστική.
Εν πάση περιπτώσει, η παράσταση είχε καλές ρυθμίσεις και καθαρή στόχευση, μέσα στα όρια του σκηνικού σχεδιάσματος του Κιμούλη (ωραία φωτισμένου από τη Μαραγκουδάκη),, που επέτρεπε σε θύτες και θύματα να μπαινοβγαίνουν στο άγριο θέατρο της ζωής, να παίζουν τους ρόλους τους (που τους υποδείκνυε η εκάστοτε εξουσία) και να επιστρέφουν στις θέσεις τους δεξιά και αριστερά της σκηνής. Κάτι σαν ένα αναγεννησιακό Theatrum Mundi.
Ερμηνείες
Αυτοί που κλήθηκαν να υποστηρίξουν τη σκηνοθετική άποψη, έπαιξαν τα πλάνα και τις αλληλουχίες της βίας και της τρομοκρατίας με ευθύτητα και ετοιμοπόλεμα ανακλαστικά. Οι «θύτες» διδάχτηκαν χαρακτήρες που παρέμειναν, και ορθά κατά τη γνώμη μου, αδιάφοροι στη ψυχογράφηση. Ο Κιμούλης κράτησε μια καλά ελεγχόμενη εκφραστική γραμμή που ανέδειξε τη στεγανοποίηση του ρόλου, αν και σε κάποιες στιγμές άφηνε να υπερίπτανται κάποια μετέωρα ερωτηματικά ως προς τα ηθικά του διλήμματα. Μολονότι ήταν σαφής η καρικατουρίστικη εικόνα που υποδείχθηκε στη Ντάλιου, δεν νομίζω πως πρόσθεσε στο γενικότερο εξπρεσιονιστικό κλίμα. Ο Κοτσαρίνης, εκεί όπου πόζαρε θυσίαζε την πειθώ στο βωμό του στόμφου. O «μετανάστης» του Παναγιωτίδη, συγκράτησε τις ευκολίες που οδηγούν στο μελό και κέρδισε τη συμπάθειά μας με ρεαλιστικούς όρους. H Μερτύρη έπαιξε έξοχα την αβίωτη σιωπή του πόνου.
Κατακλείδα: μια παράσταση που μπορεί να μην ξαφνιάζει με την πρωτοτυπία της όμως επικοινωνεί ευεργετικά με την καθαρότητά της. Αξίζει να τη δείτε.
Σημ. Πρώτη δημοσίευση 9/01/2015 στον ιστότοπο του περιοδικού Παράλλαξη: http://www.parallaximag.gr/parallax-view/plateia-theatroy-piso-apo-ta-prosopeiaΚατακλείδα: μια παράσταση που μπορεί να μην ξαφνιάζει με την πρωτοτυπία της όμως επικοινωνεί ευεργετικά με την καθαρότητά της. Αξίζει να τη δείτε.