Η θεατρική χρονιά, όπως και η περσινή, ποσοτικά δείχνει
υγιής τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στην Αθήνα. Είναι, όμως; Σίγουρα είναι σημαντικό
το ότι οι άνθρωποι του θεάτρου δεν το βάζουν κάτω. Κυρίως οι νέοι. Όμως κάπου
έχει ξεχειλώσει το πράγμα. Δεν μπορεί μια Αθήνα των τεσσάρων, βαριά βαριά,
εκατομμυρίων, να μετρά 1000 παραστάσεις για φέτος. Δηλαδή, δυο φορές πάνω από
το σύνολο των παραστάσεων στο Σικάγο (των δεκαπέντε εκατομμυρίων). Κάτι δεν
πάει καλά.
Βλέπω πολλές από αυτές τις παραστάσεις σε Θεσσαλονίκη και
Αθήνα. Και γενικά έχω πρόβλημα: ελάχιστες θυμάμαι. Από τις περισσότερες τίποτα
δεν μου μένει. Και ο λόγος είναι απλός: είναι μικρές. Και δεν εννοώ το μικρό
κάστ ούτε το μικρό προϋπολογισμό. Τι να κάνουμε, είναι ζόρικα τα πράγματα,
οπότε δεν μπορείς να έχεις απαιτήσεις για πολυέξοδες παραστάσεις και
εντυπωσιακή διανομή. Αλλού είναι το πρόβλημα.
Τα περισσότερα έργα είναι μικρά στις ιδέες και στο
βεληνεκές. Δεν έχουν τίποτα ουσιαστικό να πουν. Δεν εμπνέουν. Δεν σε προκαλούν
να σκεφτείς. Έρχονται και φεύγουν και δεν αφήνουν τίποτε πίσω τους, ούτε καν
σκόνη. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στον χώρο της περφόρμανς. Εκεί γίνεται το
έλα να δεις: μπάτε σκύλοι και αλέστε.
Και είναι κρίμα, γιατί είναι ένας χώρος που μπορεί να προσφέρει πολλά,
αρκεί να ξέρει κάποιος γιατί μπαίνει σ’ αυτόν. Οι περισσότεροι δυστυχώς
μπαίνουν από κεκτημένη ταχύτητα ή γιατί μπήκαν κάποιοι άλλοι.
Ζούμε στην «κοινωνία του θεάματος» και στον αστερισμό των
παραφουσκωμένων «Εγώ», όπου όλοι νομίζουν ότι μπορούν να γίνουν ό,τι επιθυμούν.
Οι ομάδες
Και κάτι άλλο. Μετράω ομάδες. Και αυτές άπειρες. Και
διερωτώμαι: τι νομίζουν ότι θα πετύχουν μέσα στη μοναξιά τους; Γιατί δεν
ενώνουν τα όνειρά τους, κυρίως οι νέοι, ώστε να δημιουργήσουν πιο συλλογικές
εστίες δημιουργίας; Γιατί τραβά ο καθένας το δρόμο του, που είναι ένας δρόμος
χωρίς πυξίδα;
Είτε έτσι είτε αλλιώς τα πράγματα είναι πολύ ζόρικα. Και
γίνονται παρασάγγας πιο ζόρικα όταν κάποιος το παλεύει μόνος. Δεν γίνεται έτσι
θέατρο. Το θέατρο θέλει συλλογικότητα, άποψη και εργαστηριακή δοκιμή (και
εννοείται συνέχεια και συνέπεια).
Βλέπω τι γίνεται στη Θεσσαλονίκη. Ανακοινώνεται ένα σχήμα, κάνει
μια πρώτη παράσταση, συνήθως χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο, υπό την έννοια ότι
είναι κάτι σαν «δοκιμαστικό», και εκεί που περιμένεις κάποια συνέχεια, κάποιες
αποδείξεις ότι έχουν σοβαρές προθέσεις, έχουν κάποιους στόχους για παρακάτω, σιωπή. Τα ίδια και στην
Αθήνα. Και να πω και κάτι άλλο.
Περί πρωτοπορίας
Θεωρώ καλή και απόλυτα αναγκαία την ενημέρωση. Όμως όχι και
την αντιγραφή. Αντιλαμβάνομαι την αγωνία των νέων να είναι “in”, να ανήκουν σε αυτό
που θολά αποκαλούν, θολά σκέφτονται και ακόμη πιο θολά εκτελούν ως «πρωτοπορία»
ή «εναλλακτική σκηνή», όμως για να υπηρετήσει κανείς σωστά και δημιουργικά τον
χώρο αυτό πρέπει να ξοδέψει χρόνο όχι τόσο να μάθει τι είναι πρωτοπορία, αλλά
τι δεν είναι. Γιατί αν δεν ξέρεις τι ανατρέπεις, τι σόι πρωτοπορία κάνεις; ‘Όμως
για να πρωτοτυπήσει κανείς θέλει υπομονή, έρευνα, αλλεπάλληλες δοκιμασίες,
δηλαδή χρόνο και μάλιστα εργαστηριακό, γιατί εκεί δοκιμάζονται οι λύσεις πριν
τις κοινοποιήσουμε. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα από τη μια στιγμή στην άλλη,
εδώ και τώρα. Η τέχνη δεν είναι SMS, δεν είναι ταχύτητα, ούτε comment-like-no-like και όλα τα γνωστά
διαδικτυακά. Επιτυχία δεν είναι να φέρνουμε τους ιντερνετικούς μας φίλους να
μας χειροκροτούν μέχρι να ματώσουν τα χέρια τους. Γιατί έχει γίνει πολύ της
μόδας αυτό το παρεϊστικο, κλίμα, που πρώτα δημιουργούν εντέχνως τα μπλογκ και
τα facebook, και μετά το κουβαλούν και στην αίθουσα,
την οποία μετατρέπουν σε παιδικό πάρτι. Όλοι μες την τρελή χαρά.
Περί κριτικής
Και για να μη διαβαστούν
στραβά αυτά που λέω, δεν είμαι εναντίον των social media, αλλά αισθάνομαι πως οι περισσότερες ιστοσελίδες αλλά και τα δημοσιογραφικά
ρεπορτάζ στον Τύπο που καλύπτουν το θέατρο καμιά σχέση δεν έχουν με θεατρική
κριτική. Είναι απλώς ενημέρωση που θέλει να την περάσουν για κριτική.
Βεβαίως, όλοι έχουν
δικαίωμα στην άποψη. Και στις μέρες μας το διαδίκτυο δίνει τη δυνατότητα σε
όλους να έχουν άποψη. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι απόψεις έχουν το ίδιο
βάρος, ότι όσοι έχουν άποψη ξέρουν
και για πιο πράγμα μιλάνε. Πρόκειται για μια μορφή ανεξέλεγκτης «δημοκρατίας», που
κάθε άλλο παρά ευεργετική δημοκρατία είναι.
Και για να κλείνω: το γεγονός
ότι όλοι είναι ή μπορούν να είναι πια θεατρικοί κριτικοί, έχει παροπλίσει την
κριτική. Τη μετέτρεψε σε κάτι trendy, μια πράξη «μοδάτη». Κι ό,τι
είναι «μοδάτο» παύει να είναι «επικίνδυνο».
Σημ. Πρώτη δημοσίευση, Παράλλαξη 21/01/2015