Θέατρο
και ιστορία
Στο Σεράγεβο οι πληγές από τη σχεδόν τετραετή πολιορκία
του από τους Σέρβους ακόμη χάσκουν. Είναι παντού, μα πιο πολύ στη μνήμη των
κατοίκων του. Κι όσο αυτή λειτουργεί, το θέατρο θα συνεχίσει να αντιστέκεται και
να σχολιάζει. Όπως έκανε τότε, το 1992, αποδεικνύοντας και στους πλέον
δύσπιστους ότι το θέατρο είναι ένα κοινωνικό όπλο που σώζει ζωές, εφόσον ο κόσμος πιστέψει σ’ αυτό.
Με δεδομένο το φορτισμένο παρελθόν της πόλης, ήταν
αναμενόμενο το θέμα στο οποίο εστίασε φέτος με τις επιλογές του ο δραστήριος
καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Ντίνο Μουστάφιτς και ο συνεργάτης του
Τζόρτζιο Ουρσίνι: ελευθερία. Η ελευθερία ως προϋπόθεση της ανθρώπινης ευτυχίας
και προόδου.
Το MESS είναι το πιο παλιό, ακραιφνώς θεατρικό, φεστιβάλ στην
ευρύτερη περιοχή. Μετρά 52 χρόνια δημιουργικής και ανήσυχης ζωής. Είναι διαγωνιστικό
και βραβεύονται άτομα και παραγωγές σε 13 κατηγορίες. Οι παραστάσεις χωρίζονται
ανάλογα με το θέμα ή το στυλ τους σε πέντε ομάδες. Η διάρκειά του είναι δέκα γεμάτες
μέρες. Φέτος, ως μέλος της Κριτικής επιτροπής των βραβείων, είδα υποχρεωτικά
και τις 34 παραστάσεις από 20 χώρες. Το μεγάλο βραβείο δόθηκε στο «Δύσκολα το
παίζεις Θεός», μια δουλειά εμπνευσμένη, τολμηρή, φρέσκια, όπου κινηματογράφος
και θέατρο αποδεικνύουν ότι μπορούν να συνυπάρξουν δημιουργικά.
Ιδωμένες ως σύνολο, οι παραστάσεις του φετινού MESS συνέθεταν
ένα μωσαϊκό των βασικών τάσεων του σύγχρονου θεάτρου. Για παράδειγμα, από τις
περισσότερες απουσίαζαν οι συγγραφείς. Τα κείμενα ήταν θραύσματα άλλων κειμένων
ή μπαλώματα της ομάδας ή σκαριφήματα των σκηνοθετών. Εξ ου και η επίφοβη ποιότητά
τους. Τα μόνα κείμενα που θυμάμαι είναι εκείνα που υπογράφουν ορισμένοι καλοί επαγγελματίες,
όπως το «Απλά ο γιος μου περπατά λιγάκι πιο αργά», του ανερχόμενου Κροάτη Ιβόρ
Μαρτίνιτς, με θέμα τις έντονες ψυχοσυναισθηματικές σχέσεις των μελών μιας
οικογένειας.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό, η κυριαρχία του σκηνοθέτη. Όλες
οι παραγωγές έφεραν τη σφραγίδα του, με πρώτο το όνομα του Καστελούτσι που ήρθε
στο Σεράγεβο με το “Περί της έννοιας του προσώπου του Θεού» (το είδαμε πρόσφατα
στην Αθήνα) και του Χ. Γκαίμπελς με το παλιό
αλλά ακόμη ανθεκτικό «Max Black». Καλές εντυπώσεις άφησε και το «Μισώ την αλήθεια» από το κροατικό TD Theater, μια μαύρη κωμωδία ακραίων καταστάσεων σκηνοθετημένη με
οίστρο από έναν από τους πιο γνωστούς σκηνοθέτες της νέας γενιάς, τον Όλιβερ
Φρέλιτς. Κατά τη γνώμη μου η κορυφαία σκηνοθετική στιγμή του φεστιβάλ ήταν το βραβευμένο
«Δύσκολα το παίζεις Θεός», του ταλαντούχου Ούγγρου κινηματογραφιστή, Κ.
Μουντρούτζο, ο οποίος κατόρθωσε να κάνει μια εξαιρετική «υπερνατουραλιστική» παράσταση
με θέμα την πορνογραφία στον κινηματογράφο, ακροβατώντας κυριολεκτικά και
επικίνδυνα ανάμεσα στο πολύ φτηνό πορνό (τα snuff movies) και την τέχνη.
Να πω εδώ ότι και άλλοι σκηνοθέτες στο φεστιβάλ έκαναν
χρήση του κινηματογράφου, όμως κανείς δεν έπεισε στον ίδιο βαθμό ότι πραγματικά
ήξερε γιατί το έκανε. Οι περισσότεροι κατέφευγαν στον κινηματογράφο γιατί είναι
επιλογή του συρμού. ¨Όπως και η χρήση του μικροφώνου.
Είναι γνωστή η δυναμική που έχει το μικρόφωνο να
δημιουργεί με την έντασή του ένα κοντινό πλάνο της φωνής, όπως κατ’ αναλογία
κάνει η κινηματογραφική κάμερα στο πρόσωπο. Απλώς, ήταν παραστάσεις όπου το
μικρόφωνο υπήρχε απλώς για να υπάρχει.
Προσθέτω στα χαρακτηριστικά του Φεστιβάλ και την τάση
μετωπικής αφήγησης στη θέση του δραματικού διαλόγου, ο οποίος ήταν σχεδόν
εξαφανισμένος (πλην των περιπτώσεων εκείνων όπου υπήρχε έτοιμο κείμενο
συγγραφέα).
Ακόμη, εντύπωση μου έκανε η έντονη πολιτικοποίηση των
περισσοτέρων παραστάσεων. Ενώ πριν από λίγα χρόνια μιλούσαμε για το τέλος της
ιδεολογίας και της ιστορίας, η νέα δραματουργία δείχνει πολύ πιο έτοιμη να
ξανασυζητήσει πράγματα, να αγγίξει θέματα ταμπού και να προκαλέσει αναταράξεις.
Αυτό φάνηκε περισσότερο στα έργα με βαλκανικό περιεχόμενο, όπου κάθε θέμα είχε
και πολιτικά υπονοούμενα.
Σε σύγκριση με άλλα δραματικά είδη, η περφόρμανς είχε την
τιμητική της και σ’ αυτό το φεστιβάλ, χωρίς όμως να πείσει απόλυτα ότι είχε
κάτι ουσιαστικό να προσφέρει. Οι πιο πολλές προτάσεις ήταν μάλλον αδιάφορες.
Οι παραστάσεις βαλκανικών χωρών χωρίς ιδιαίτερα ανεπτυγμένο
θέατρο (όπως Αλβανία, Κόσοβο, Σκόπια κ.λπ) θύμιζαν ελληνική ηθογραφία του
1910-20. Υπήρχε μεν ενθουσιασμός, αλλά κρίνοντας εκ του αποτελέσματος ήταν μάλλον
ο ενθουσιασμός της άγνοιας. Όμως, δεν μ’ ενόχλησαν, υπό την έννοια ότι ήταν
έντιμες σ’ αυτό που πήγαν να κάνουν. Και το έκαναν στον βαθμό που ήξεραν και
μπορούσαν. Εκείνες που μ’ ενόχλησαν ήταν ορισμένες από κάποιες πιο ανεπτυγμένες
θεατρικά χώρες (βλ. Αγγλία, Ιταλία, Αμερική, μεταξύ άλλων), που, ενώ δεν είχαν
να πουν τίποτε, εξέπεμπαν τέτοια παιδαριώδη αυταρέσκεια, που δεν ήξερες ποιον
να πρωτομουτζώσεις.
Οι
θεατές
Εκτός από την παράσταση του Καστελούτσι, όπου το θέατρο
κινδύνεψε ν’ αδειάσει στο πρώτο εικοσάλεπτο (το θέμα της δεν είναι και από τα
πιο ευκολοχώνευτα), οι θεατές ήταν πολύ εκδηλωτικοί.
Ακόμη και στις κακές παραστάσεις χειροκροτούσαν με τέτοιον ενθουσιασμό που δεν ήξερες αν τελικά
το έκαναν επειδή τους άρεσε ή για να φανούν γενναιόδωροι στους καλεσμένους
τους.
Και μιας και μιλάμε για θεατές, να πω ότι οι αίθουσες
ήταν όλες γεμάτες από τις 12 το μεσημέρι, με νεαρόκοσμο (μουσουλμάνους, ορθόδοξους
και καθολικούς), την ίδια στιγμή που η πολιτική/εθνικιστική αντιπαράθεση «χτυπούσε
κόκκινο» στους δρόμους (περίοδος δημοτικών εκλογών).
Συμπέρασμα: ένα φεστιβάλ που κάνει τη μεγάλη ειρηνική διαφορά
στην τριχοτομημένη ζωή της πόλης. Με 300.000 ευρώ.
14/10/2012