Εάν θεωρείτε το «Συγγραφέα και τον αδερφό του»
αρρωστημένους, περιμένετε να δείτε τι γίνεται στην «’Αγρια μοναξιά», τη μαύρη
κωμωδία, πάλι του Μάρτιν Μακ Ντόνα (Θεατρο Όρα, ομάδα Perros), η οποια εξελίσσεται σ’ ένα αγροτικό σπίτι κάπου στην
ιρλανδέζικη επαρχία, με κεντρικούς χαρακτήρες δυο αδέρφια, τον Κόλμαν και τον
Βαλέν, που πρωτοσυναντούμε καθώς επιστρέφουν από την ταφή του πατέρα τους, που σκότωσε ο Κόλμαν γιατί, άκουσον άκουσον,
ειρωνεύτηκε το κούρεμά του. Μακάβριο συμβάν, για το οποίο, όμως, κανένας τους
δεν δείχνει να λυπάται ή να νοιάζεται.
Το μόνο που τους κόφτει είναι να πλακώνονται στο ξύλο. Δεν έχει σημασία το
αντικείμενο του καυγά. Αρκεί να τσακώνονται. Ακόμη και για λίγα πατατάκια.
Στις παρυφές της ζωής των δύο αδελφών είναι και ο ιερέας
Γουέλς, οικογενειακός φίλος, ο οποίος το ‘χει βάλει σκοπό της ζωής του να τους
συνεφέρει. Εις μάτην όμως, αφού και ο ίδιος έχει χάσει την πίστη του στον Θεό
και τον εαυτό του. Στην παρέα είναι και η Γκερλίν, ένα ανήλικο κορίτσι
ερωτευμένο με τον Γουέλς, που κουβαλά μαζί της έναν αέρα ανεξαρτησίας, αλλά και
πολλούς «δαίμονες».
Εάν άλλα έργα του
Μακ Ντόνα, όπως «Η βασίλισα της ομορφιάς» και ο «Συγγραφέας..», άρεσαν για την
πλοκή και τον κοφτερό τους διάλογο, αυτό εντυπωσιάζει για τα πορτρέτα των
χαρακτήρων του. Κάποιοι το συγκρίνουν με τις ταινίες του Ταραντίνο. Δεν έχουν
κι άδικο. Με μια ωστόσο διαφορά. Ο Ταραντίνο είναι πιο κουλ και στιλίστας, ενώ
ο Μακ Ντόνα έχει περισσότερη καρδιά. Παρόλη τη σκοτεινιά, υπάρχει πάντα μια
μικρή δόση ελπίδας και καλοσύνης στα έργα του. Εγώ θα έλεγα πως μοιάζει πιο
πολύ με την «Άγρια Δύση» του Σαμ Σέπαρντ. Είναι στιγμές που μου φαίνεται
«κόπια», αρχίζοντας από τον ίδιο τον τίτλο.
Εξ όσων γνωρίζω, η ιρλανδική επαρχία δεν είναι έτσι όπως
μας παρουσιάζεται στο έργο. Δεν νομίζω ότι κρύβει στα σπλάχνα της τόσο
αρρωστημένους χαρακτήρες. Απλώς, τοποθετώντας τη δράση σε μια φανταστική
ιρλανδική «Δύση», ο Μακ Ντόνα θέλει να την απομακρύνει από τον πολιτισμένο
κόσμο, ώστε να μπορεί να κινηθεί άνετα, δίνοντας χώρο στη φαντασία του να
οργιάσει. Μόνο σ’ ένα τέτοιο «άλλο» περιβάλλον θα μπορούσαν να ζωντανέψουν και
να πείσουν οι «πιθηκάνθρωποί» του, οι αναβιωτές του Άβελ και Κάιν, οι
κουβαλητές των πλέον πρωτόγονων ενστίκτων μας.
Σκηνοθεσία
Η σκηνοθεσία του Σπύρου Αθηναίου πάσχισε να ισορροπήσει
τους δύο χαρακτήρες που παλεύουν κόντρα στην ανθρώπινη φύση και τα κοινωνικά
εμπόδια, ώστε να βρουν κάποιο σημείο επαφής. Συμφωνώ με το νατουραλιστικό
στοιχείο της σκηνοθεσίας. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι το έργο επιβάλλει τη χρήση
ακόμη πιο ακραίου νατουραλισμού, ώστε να ταιριάζει γάντι με το σωματικό λόγο
των πρωταγωνιστών. Άλλωστε, όλοι οι καυγάδες αρχίζουν από το θέμα της
ιδιοκτησίας. «Δικό μου, δικό σου». Κι
εκεί και τελειώνουν.
Θα έλεγα, λοιπόν, πως εάν ήταν ακόμη πιο πυκνή και
αποπνικτική η παρουσία των αντικειμένων στο ρεαλιστικό σκηνικό που κατασκεύασε
η Ηλένια Δουλαρίδη, θα ήταν ακόμη πιο
βίαιη και αποκρουστική η σύγκρουση των δύο αδερφών. Ειδικά σε μια σκηνή στις
διαστάσεις του θεάτρου «Όρα», πολύ εύκολα θα μπορούσε να πλαισιωθεί η δράση και
να σφραγιστούν όλες οι βαλβίδες εξόδου, ώστε να φορτιστεί, και κυριολεκτικά, η
κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που κυριαρχεί σ’ αυτό το μικρό και απομακρυσμένο
μέρος, όπου όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους και όλοι είναι έτοιμοι να
αλληλοσπαραχτούν.
Τώρα, αναφορικά με τη διασκευή, έχω τις επιφυλάξεις μου,
για τον απλούστατο λόγο ότι όπως έγινε μάλλον αποδυνάμωσε το πορτρέτο των
χαρακτήρων. Κατάλαβα την πρόθεση του Αθηναίου να αφαιρέσει τις πιο αργόσυρτες
σκηνές για να πυρπολήσει το τέμπο της δράσης και να το κάνει πιο σπινταριστό.
Όμως, έτσι θάμπωσε τις σημαντικές λεπτομέρειες που διαμορφώνουν τη συγκρουσιακή
λογική των δρωμένων και αιτιολογούν συμπεριφορές.
Ερμηνείες
Σε επίπεδο ερμηνειών ο Κίμων Κουρής ανεβοκατέβηκε
εξαιρετικά το πεντάγραμμο της οργής χωρίς παραφωνίες. Πού και πού θα μπορούσε
να σταθεί πιο πολύ και στα ημιτόνια της οργής, ώστε να φανεί πιο ξεκάθαρα και η
ματαιοδοξία του, που είναι άλλωστε και το σήμα κατατεθέν του, αλλά γενικά
έδειξε πόσο σπουδαίος ηθοποιός είναι. Απέναντί του ένας επίσης ταλαντούχος
νέος, ο Γρηγόρης Παπαδόπουλος, με άμεσες και ουσιαστικές ανταποκρίσεις στις
μεταπτώσεις των διαθέσεών του, αν και στις στιγμές μεγάλης έντασης είχε την
τάση να υπερβάλλει κάπως, ψευτίζοντας την οργή του. Μικρό το καλό.
Στις παρυφές της αδελφοκτόνου σύγκρουσης, σταθμεύει ο
διόλου ασήμαντος ρόλος του ιερέα, ο οποίος θέτει το ζήτημα της δύναμης της
καθολικής εκκλησίας και τη δυνατότητα (ή αδυναμία της) να επικοινωνεί με την
τρέχουσα πραγματικότητα. Αυτό φοβάμαι πως δεν φάνηκε σε όλο του το εύρος
στην κάπως διστακτική, ως προς τους
στόχους της, ερμηνεία του Σταύρου Ευκολίδη. Η Βασιλική Τζάμου, πάλεψε φιλότιμα
με την «καρτουνίστικη» συμπεριφορά της Γκερλίν, καταφέρνοντας να διασώσει μέρος
της πολυπλοκότητας του πορτρέτου της. Η σκηνή όπου συναντιέται με τον ιερέα
θέλει οπωσδήποτε ξανακοίταγμα. Ένθεν κακείθεν αμήχανη.
Η μετάφρασή
(Τζάμου) δεν ήταν κακή.
Συμπέρασμα: μια προσεγμένη μαύρη κωμωδία που σε κάνει να γελάσεις,
μόνο που δεν σε κάνει να διερωτηθείς με τι γελάς και γιατί. Πάντως, αξίζει να
τη δείτε.
30/09/2012