Στις
Βάκχες ο Ευριπίδης λέει κάτι απλό
αλλά και βαθύτατα περιπλεγμένο: η ύπαρξη πλαισίου είναι προϋπόθεση για την
ύπαρξη θεάτρου αλλά και θεατή, υπό την έννοια ότι, όπως το πλαίσιο δημιουργεί
το θεατρικό γεγονός έτσι δημιουργεί και τον θεατή. Το πλαίσιο διαχωρίζει το
θεατρικό από το καθημερινό. Είναι εκείνο που περιβάλλει, οριοθετεί και ορίζει
την εικόνα ή το αντικείμενο. Τούτο σημαίνει ότι το θέατρο συμβαίνει πάντα
αλλού.
Από τη στιγμή που ξεχνάμε αυτή τη βασικότατη ειδοποιό διαφορά, τότε διατρέχουμε τον ίδιο κίνδυνο που βίωσε και πλήρωσε ο Πενθέας στις Βάκχες: να μας κατασπαράξουν οι μαινάδες της διονυσιακής έκστασης.
Από τη στιγμή που ξεχνάμε αυτή τη βασικότατη ειδοποιό διαφορά, τότε διατρέχουμε τον ίδιο κίνδυνο που βίωσε και πλήρωσε ο Πενθέας στις Βάκχες: να μας κατασπαράξουν οι μαινάδες της διονυσιακής έκστασης.
Τι
πάει να πει αυτό; Κάτι πολύ απλό:
ότι το πλαίσιο δεν αφορά μόνο γεωγραφικές οριοθετήσεις. Έχει να κάνει
και με θέματα προσωπικά, το πώς ο καθένας από μας βάζει (αντιλαμβάνεται) τα
πλαίσια με βάση τις εμπειρίες του, τις προσδοκίες του, την παιδεία του, τις
αγωνίες του κ.λπ. Με άλλα λόγια: από τη μια υπάρχει το πλαίσιο της παράστασης
και, από την άλλη, το πλαίσιο του θεατή που την προσλαμβάνει.
Και
εξυπακούεται πως κάθε εποχή επαναδιαπραγματεύεται τα όρια των δύο πλευρών,
ανάλογα με τις θεωρήσεις της που αφορούν το ερώτημα τι είναι τέχνη και τι δεν
είναι, τι είναι εποικοδομητική επικοινωνία και τι δεν είναι. Κι αν γίνεται τόση
κουβέντα σήμερα για το θέμα αυτό είναι γιατί, ποτέ στο παρελθόν δεν ήμασταν
τόσο μπερδεμένοι και ετερορυθμισμένοι.
Αν κοιτάξετε γύρω σας θα αντικρίσετε μια απέραντη
σκηνή όπου όλοι, σχετικοί και άσχετοι, καταπιάνονται μανιωδώς και συχνά υπούλως
με την τέχνη του Διονύσου. Πολιτικοί, ιερείς, γιαλαντζί σωτήρες του έθνους,
ιεροκήρυκες της ηθικής, διανοούμενοι, παπατζήδες. Ουδείς αμέτοχος, ουδείς
αδιάφορος. Και ο λόγος απλός: όλοι βολεύονται ψευδόμενοι και
αλληλοκατηγορούμενοι.
Στο διά ταύτα
Αυτά και άλλα πολλά αποκόμισα διαβάζοντας την
ιλαροτραγωδία Γενική πρόβα αυτοκτονίας, με τον συμπληρωματικό όσο και αποκαλυπτικό δευτερεύοντα τίτλο “μια
πικρή κωμωδία για το ψεύδος”, του εκ
Σερβίας ορμώμενου και γνώριμου στους θεατρόφιλους της πόλης, Ντούσαν
Κοβάτσεβιτς, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εστία.
Με αφετηρία τη φανταστική (αλλά και τόσο πραγματική)
ιστορία ενός άτυχου και καταχρεωμένου αρχιτέκτονα που αδυνατεί να βάλει σε τάξη
τη ζωή του και οδηγείται στην απόφαση να αυτοκτονήσει πηδώντας στον Δούναβη, ο
Κοβάτσεβιτς υφαίνει ένα πιραντελικό παιχνίδι που ελίσσεται και εξελίσσεται
ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι των πραγμάτων.
Ένα παιχνίδι που κάθε άλλο παρά παιχνίδι είναι. Ή κι
αν κάποιος θέλει να το δει ως παιχνίδι, πρόκειται για ένα βαθύτατα πολιτικό και
ηθικό παιχνίδι που εστιάζει στη σήψη των ουμανιστικών αξιών, στην
ψευδοσυλλογικότητα των ανθρώπων και στο, παντί τρόπω, κυνήγι του χρήματος.
Είναι
ένα έργο γραμμένο στο τέλος των μεγάλων αφηγήσεων και το οποίο, μέσα από την
επαναλαμβανόμενη πράξη ή πρόθεση αυτοκτονίας του κεντρικού του ήρωα, δηλαδή
μέσα από το ενδεχόμενο τέλος μιας ανθρώπινης ζωής, κάνει ένα γενικό απολογισμό,
όπου καταθέτουν τα διαπιστευτήριά τους όλα τα “κουμάσια”, όπως τα ονομάζει ο
συγγραφέας, από τους λούμπεν, μέχρι τους τοκογλύφους, τους περιθωριακούς, τους
λούζερς, τους νταβατζήδες της ελπίδας, τους ντήλερς των ονείρων, τα λαμόγια της
εξουσίας.
Όπως πολύ ενδεικτικά τους “συναθροίζει” ο γιαλαντζί
“Επιχειρηματίας” του έργου, ρίχοντας έτσι στάχτη στα μάτια και του αρχιτέκτονα
και του κοινού ως προς τις πραγματικές του προθέσεις: “…η χώρα ολόκληρη είναι
γεμάτη απατεώνες, ψεύτες, κομπιναδόρους, άφραγκους ‘επαγγελματίες’ “ (σελ. 52).
Μέσα σε αυτή τη δεξαμενή σπαταλημένων σωμάτων,
ενταφιασμένων ιδανικών, συγκρουόμενων συμφερόντων και στρεβλομένων αξιών, ο
Κοβάτσεβιτς αναζητεί αλήθειες. Δηλαδή, ψύλλους στ’ άχυρα. Και το ενδιαφέρον
είναι ότι για να τις βρει ακουμπά, όπως είπαμε πιο πάνω, στο κατ΄εξοχήν
εργαλείο του ψέματος, που είναι το θέατρο.
Δεν πρόκειται φυσικά για αντίφαση. Κάθε άλλο. Όλοι
ξέρουμε πως το θέατρο, δοξολογώντας τη μάσκα, στην ουσία οδηγεί στην καρδιά της
αλήθειας. Και υπ’ αυτή την έννοια, η Γενική πρόβα αυτοκτονίας είναι μια καλοστημένη περφόρμανς που αναζητεί να
εντοπίσει την χαμένη πραγματικότητα, μια πραγματικότητα καταπλακωμένη από λογής
λογής παραπλανητικές στρωματώσεις. Μια πραγματικότητα που κινδυνεύει να γίνει
απλά μια ανάμνηση.
Όπως ο
ήρωας-αρχιτέκτονάς του, ο “Γκαντέμης” όπως αυτο-αποκαλείται (σελ. 50), έτσι κι
εμείς ζούμε μακάριοι σε έναν κόσμο ομοιωμάτων και καταπραϋντικών συνταγών. Όπως
οι πελάτες στον οίκο ανοχής της Ίρμας του Ζαν Ζενέ (από το Μπαλκόνι), έτσι κι εμείς, ζούμε στον δικό μας οίκο ανοχής,
κοινώς μπουρδέλο, όπου είμαστε ή γινόμαστε ό,τι επιθυμούμε: ψαράδες, καπετάνιοι,
γραφιάδες, γιαλαντζί επιχειρηματίες, δικηγόροι.
Ποιος, άλλωστε, θα θέσει τα πλαίσια αυτού του
μικρόκοσμου, όταν η ίδια η περφόρμανς διαχέεται παντού ανεξέλεγκτη;
Αναζητώντας σταθερές πίσω από το μίμηση
Με συνεχείς θεατρικές πιρουέτες και πονηριές, ο συγγραφέας
αφαιρεί τη μία ψεύτικη φλούδα μετά την άλλη, για να φτάσει, όπως ελπίζει, σε
κάποια ουσία που θα αναδείξει και κάποια σταθερά σημεία αναφοράς. Εγχείρημα,
όπως είπαμε, αναμφίβολα δύσκολο. Γιατί δεν αφαιρούνται εύκολα οι μάσκες από το
ανθρώπινο πρόσωπο. Έχουν γίνει ένα μ’ αυτό. Ας μην ξεχνούμε ότι ο άνθρωπος πριν
μάθει να μιλά μαθαίνει να μιμείται, να είναι, δηλαδή, διαρκώς κάποιος άλλος.
Συνεπώς, από τη φύση του, είναι πιο κοντά στο ψέμα παρά στην αλήθεια.
Αντιλαμβάνεστε πόσο δύσκολο είναι σήμερα, στα εικονολάγνα χρόνια του ύστερου
καπιταλισμού, όπως αποκαλούνται, να πει κανείς πού σταματά η παρενδυσία και πού
αρχίζει η γυμνή αλήθεια. Ανάμεσα στη λέξη και το νοημά της κυριαρχεί ένα χάος.
Άλλα λέγονται και άλλα εννοούνται. Άλλα εννοούνται και άλλα υπονοούνται και
επινοούνται. Άλλα προβάλλονται και άλλα αποκρύπτονται. Άλλα μας δηλώνει το
προσκήνιο και άλλα μαγειρεύονται στο παρασκήνιο. Πουθενά κάποιος αξιόπιστος
πλοηγός. Όλα ρέουν προς πάσα κατεύθυνση, ανάλογα με την επιτέλεση του καθενός,
τις ανάγκες του, τις επιθυμίες του και τα θέατρα που κουβαλά εντός του. Μέσα σε
αυτό τον κυκεώνα, είναι λογικό να μην γνωρίζουμε πόσο απέχει η ιστορία από τη
μυθιστορία, το θέατρο από τη ζωή, το πρόσωπο από το προσωπείο. Είναι σαφής ο
“Ψαράς” του έργου όταν εξομολογείται, υποτίθεται, στον “Ψυχίατρο”: “…αυτό είναι το κοστούμι μου και μόνο. Όπως
ο αδερφός σας δεν έχει πλοίο, έτσι κι εγώ δεν έχω ψαράδικο…” (σελ. 72).
Ο κόσμος μια σκηνή
Προσωπικά είδα τη Γενική πρόβα αυτοκτονίας σαν ένα περιπετειώδες ταξίδι, κάτι σαν μεταμοντέρνα
Οδύσσεια, στην ίδια την οντολογία των πραγμάτων. Ένα αποδομητικό σάλτο μορτάλε
από τη γέφυρα του Δούναβη στη σκηνή του θεάτρου και από τη σκηνή του θεάτρου
στην πλατεία των θεατών και από την πλατεία στο δρόμο των περαστικών, και από
κει παντού, επαληθεύοντας, με τον καλύτερο τρόπο, τη γνωστή σεξπηρική ρήση που
λέει ότι ο κόσμος είναι σαν μια τεράστια σκηνή και όλοι, άνδρες και γυναίκες,
απλοί ηθοποιοί (από το Όπως σας αρέσει).
Σ’ αυτή την απέραντη, πολύχρωμη και πολύβουη σκηνή
του κόσμου, λοιπόν, σε αυτό το αγέραστο Theatrum Mundi, απλώνει ο Κοβάτσεβιτς το νήμα της ιστορίας του, μια
ιστορία ραντισμένη με μια βαλκάνια αύρα μαύρου χιούμορ που απελευθερώνει αυτή
καθεαυτή η γκροτέσκα πράξη της αυτοκτονίας. Γύρω από την πιο φοβιστική ίσως
στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που είναι ο θάνατός του, ο συγγραφέας στήνει έναν
κόσμο διαλεκτικής αλλοφροσύνης, ένα μπακτινικό καρναβάλι με πρωταγωνιστές άτομα
της διπλανής πόρτας, άρα υπεράνω πάσης υποψίας, αλλά παράλληλα και σύμβολα ενός
κόσμου που έχασε τον προσανατολισμό και τα ηθικά του ερίσματα.
Με άνεση και γνώση κεντά τις λεπτομέρειες της
ιστορίας του, ώστε να δείξει ότι είμαστε όλοι αλληλοεξαρτόμενοι. Οι πράξεις του
ενός επηρεάζουν τις πράξεις και τις μάσκες του άλλου. Η αυτοκτονία του ενός
έχει επιπτώσεις στη ζωή κάποιων άλλων.
Το έργο αποδεικνύεται τελικά αρκετά ύπουλο. Ενώ σε
όλη τη διάρκειά του μας οδηγεί να πιστέψουμε στα επιχειρήματα των ηρώων του,
στην αλήθεια αυτών που λένε, στο τέλος τα φέρνει όλα τούμπα, και μας δείχνει
ότι ήταν μια σκέτη απάτη.
Ο μεγάλος χαμένος σ’ αυτό το πανηγύρι του “Αγίου
Βαρθολομαίου”, σ’ αυτό το όργιο κλοπής και απάτης, είναι το πρόβατο, ο
Αρχιτέκτονας, που αφελώς πιστεύει πως όλοι όσοι τον περιτριγυρίζουν είναι για
το καλό του. Με τα δικά του λόγια: “Πάνω που νόμισα πως δεν υπάρχει ούτε ένας
καλός άνθρωπος σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, εμφανιστήκατε εσείς και ανατρέψατε την
καταθλιπτική ιδέα που είχα για τον κόσμο και τους ανθρωπους…” (σελ. 86), λόγια
που μας παραπέμπουν ευθέως πλην σαφώς στους θεούς από τον Καλό ανθρωπο του
Σετσουάν, έργο που, χωρίς να είμαι
σίγουρος, εκτιμώ πως πρέπει να επηρέασε τον Κοβάτσεβιτς.
Η τραγωδία της γνώσης
Κι όταν κάποια στιγμή ο αρχιτέκτονας αποκτήσει την
αναγκαία γνώση, θα είναι πια αργά. Τα τσιμπούρια του κέρδους θα έχουν
ολοκληρώσει το έργο τους. Θα του
φάνε τον ένα νεφρό που τάχα μου τον ήθελαν για να σωθεί ο Επιχειρηματίας που,
υποτθεται, μόλις του είχε δώσει
δουλειά σώζοντάς τον από τα χρέη. Το μόνο που του απομένει τώρα είναι η
αναγνώριση της τραγικής του κατάστασης, πασπαλισμένης με μαύρο χιούμορ: “Αν
αυτοκτονούσα πριν από δυο μήνες θα αυτοκτονούσα τουλάχιστον αρτιμελής”. Και
λίγο παρακάτω (σελ. 92, 94), περίπου στρογγυλεύει όλο το μήνυμα του έργου. Το
παραθέτω χωρίς άλλα σχόλια:
Ο λύκος δεν βόσκει χορτάρι, γιατί το κάνουν τα
πρόβατα για κείνον… Και τι σχέση έχει αυτό μ’ εμάς; Λοιπόν, εμείς είμαστε τα
πρόβατα που μια ζωή έβοσκαν το χορτάρι για τους λύκους, για τα αιμοβόρα αγρίμια
με ανθρώπινο δέρμα. Τα αγρίμια μας έχουν φάει πόδια, νεφρά, μας ρούφηξαν το
αίμα. Εμείς βοσκούσαμε γι’ αυτούς από παιδιά, από τότε που ήμασταν ακόμα
αρνάκια! Κοιταξτε πώς καταντήσαμε! [….] Αντίο, αγάπη μου! Εις το
επανιδείν σ’ στο θέατρο
Και αμέσως μετά μας επαναφέρει στην αίθουσα του
θεάτρου, εκεί όπου το παιχνίδι της αλήθειας και του ψέματος έχει τους δικούς
του κανόνες:
Πού είναι η τρύπα, γαμώτο; [….] Και πώς, λοιπόν,
να πηδήξω στο ποτάμι, εφόσον είναι όλα επίπεδα; Να πηδήξω από το ένα επίπεδο
στο άλλο;
H ιστορία του θεάτρου έχει δείξει ότι μπορεί οι
πολιτικές, κοινωνικές, εκπαιδευτικές και άλλες "πραγματικότητες" να
έρχονται και να παρέρχονται, όμως η θεατρικότητα παραμένει, με όλες φυσικά τις
αλλαγές που προκαλεί το πέρασμα του χρόνου και που αφορούν τους τρόπους που,
όπως είπαμε, η εκάστοτε ιστορική κοινότητα ορίζει ή αντιλαμβάνεται το
πραγματικό, το αυθεντικό, το ρεαλιστικό, το ηθικό, τη μία ή τις πολλές
αλήθειες.
Το θέμα είναι πώς και γιατί κάποιος ακουμπά στη
δυναμική του θεάτρου. Στην καρδιά της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης, μέσα στο
τοπίο των πολλών "μετά", το έργο του Κοβάτσεβιτς μας δείχνει πώς η
αναζήτηση του πραγματικού γίνεται ολοένα και πιο σύνθετη, λαβυρινθώδης. Σε έναν
κόσμο διαμεσολαβημένο, το "πραγματικό" τείνει να μεταμορφωθεί σε
ουτοπία, σε ένα μη-τόπο, μια σκέτη επιθυμία.
Συμπέρασμα χωρίς συμπέρασμα
Γενικά, είναι δύσκολο να πει κανείς εάν το θέατρο
προηγείται της κοινωνικής ζωής ή η κοινωνική ζωή του θεάτρου. Ποιος μιμείται
ποιον, τελικά σε αυτό το απέραντο (μετα)ανθρώπινο σκηνικό;
Ο Σέξπηρ
είχε κάποιες σταθερές για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος ειναι μια
σκηνή. Το ίδιο και ο Καλδερόν ντε λα Μπάρκα και δεκάδες άλλοι. Για μας που
βιώνουμε τα συμπτώματα της παγκοσμιοποίησης, το τέλος των συνόρων, των ειδών,
των ιστοριών, των ταυτοτήτων και εθνοτήτων, ποια άραγε μπορεί να είναι η πιο
ταιριαστή επιγραφή; Anything goes;
Κι αν όντως έτσι είναι, ποιος θα μας πει πώς να ζήσουμε από δω και πέρα σε έναν
ομοιωματικό κόσμο όπου όλα αρνούνται οποιοδήποτε ορισμό, οποιαδήποτε
ταξινόμηση;
Ομιλία στην έκθεση βιβλίου, με
αφορμή τη μετάφραση/δημοσίευση του θεατρικού έργου του Ντούσαν Κοβάτσεβιτς, Γενική πρόβα αυτοκτονίας: μια
πικρή κωμωδία για το ψεύδος, μετα από πρόσκληση του Δήμου
Θεσσαλονίκης-Αντιδημαρχία Πολιτισμού και του εκδοτικού οίκου Εστία.
25 Μαϊου 2012.