Πριν από μια δεκαετία περίπου οι σκηνοθετικές επιλογές του Ματίας Λάνγκχοφ στις «Βάκχες» είχαν προκαλέσει έντονες συζητήσεις στους θεατρικούς κύκλους της χώρας. Κυρίως σχολιάστηκε ο τρόπος που διαχειρίστηκε τον ρόλο της Αγαύης, επιτρέποντας στη Ε. Ντιντί να προβάλει, σχεδόν επιδεικτικά, τη γλωσσική της ετερότητα.
Προσωπικά βρήκα ενδιαφέρουσες τις επιλογές του σκηνοθέτη, γιατί έθεταν μια σειρά από ζητήματα γύρω από την πολιτική της αναπαράστασης, τα οποία τότε μπορεί να μην απασχόλησαν, σήμερα όμως είναι τεράστιο θέμα. Μπροστά στις καλπάζουσες εξελίξεις, ολοένα και περισσότεροι σκηνοθέτες εγκαταλείπουν τη μία και αποκλειστική μέθοδο διδασκαλίας των ηθοποιών τους και δοκιμάζουν τις αντοχές του “sampling” και του “mixing, με το σκεπτικό ότι, από τη στιγμή που ζούμε σε έναν πολυπολιτισμικό και άρα εθνικά κερματισμένο κόσμο, ανάλογη πρέπει να είναι και η σκηνική αναπαράστασή του. Δεν μπορεί να βάλλεται διαρκώς η έννοια του «πραγματικού» και να παραμένει στο απυρόβλητο η λογική του ρεαλιστικού (ή του ενός και μοναδικού) παιξίματος. Ρεαλιστικό (ή μοναδικό) ως προς τι, διερωτώνται;
Προσωπικά βρήκα ενδιαφέρουσες τις επιλογές του σκηνοθέτη, γιατί έθεταν μια σειρά από ζητήματα γύρω από την πολιτική της αναπαράστασης, τα οποία τότε μπορεί να μην απασχόλησαν, σήμερα όμως είναι τεράστιο θέμα. Μπροστά στις καλπάζουσες εξελίξεις, ολοένα και περισσότεροι σκηνοθέτες εγκαταλείπουν τη μία και αποκλειστική μέθοδο διδασκαλίας των ηθοποιών τους και δοκιμάζουν τις αντοχές του “sampling” και του “mixing, με το σκεπτικό ότι, από τη στιγμή που ζούμε σε έναν πολυπολιτισμικό και άρα εθνικά κερματισμένο κόσμο, ανάλογη πρέπει να είναι και η σκηνική αναπαράστασή του. Δεν μπορεί να βάλλεται διαρκώς η έννοια του «πραγματικού» και να παραμένει στο απυρόβλητο η λογική του ρεαλιστικού (ή του ενός και μοναδικού) παιξίματος. Ρεαλιστικό (ή μοναδικό) ως προς τι, διερωτώνται;
Βέβαια, η αναπαράσταση του πραγματικού ήταν το ζητούμενο όλων των εποχών. Απλώς τώρα, με την τεχνολογία να σαρώνει, εκφράζεται πιο έντονα η επιθυμία επιστροφής σε ένα στάδιο αθωότητας και περισσότερης ελευθερίας. Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι περίεργη η δημοτικότητα που απολαμβάνουν σύγχρονες μεταδραματικές περφόρμανς από ελληνικά και ξένα σχήματα, όπου προβάλλεται ένας νέος τύπος ηθοποιού που δεν υπακούει σε ομογενοποιητικές τάσεις ή σε κάποια σχολή. Πριν από δύο χρόνια ο Μαρμαρινός ενέταξε στην παράστασή του «Πεθαίνω σαν χώρα» δεκάδες ερασιτέχνες εθελοντές. Οι Ρίμινι Πρότοκολ πέρυσι μας χάρισαν μια εξαιρετική παράσταση (το «Radio Muezzin») με πρωταγωνιστές επαγγελματίες μουεζίνηδες. Φέτος η ίδια ομάδα επιστρέφει στο Ηρώδειο τον Ιούλιο με τον «Προμηθέα στην Αθήνα», με τη συμμετοχή εκατό Αθηναίων οι οποίοι θα κληθούν να καταθέσουν τις απόψεις τους για τους τραγικούς ήρωες. Είναι προφανές πως τέτοιες επιλογές απομακρύνουν το θέατρο από τη λογική της «προγραμματισμένης» αναπαράστασης και το τοποθετούν στον χώρο της εμπειρίας, όπου η καθιερωμένη άποψη περί βιρτουοζιτέ ερμηνευτή αντικαθίσταται από έναν «υποκριτή» πιο παρορμητικό και λιγότερο διαμεσολαβημένο, και άρα σε πλεονεκτικότερη θέση να φωτίσει τόσο το κείμενο όσο και την πραγματικότητα. Πρόκειται για μια θέση που μπορεί να ακούγεται καινούρια, είναι όμως παλιά. Για να σταθούμε στους μοντέρνους καιρούς και μόνο, να θυμίσουμε τον Μπ. Σω ο οποίος, εν έτει 1913, έλεγε ότι ο επαγγελματίας ηθοποιός δεν είναι σε θέση να αναδείξει το ανήσυχο πνεύμα του Ίψεν, γιατί τον έχουν «στεγνώσει» οι σχολές. Βασική του έγνοια δεν είναι να ταράξει τα νερά αλλά να λειτουργήσει μέσα σε οικείους χώρους που θα του επιτρέψουν να δείξει αυτά που ξέρει. Αντίθετα, ο ερασιτέχνης είναι πιο κοντά στην «ιψενική επανάσταση», γιατί δεν έχει συμβατική εκπαίδευση και δεν επιζητεί την επιστροφή στο οικείο. Αναζητά το καινούριο που βασίζεται στο ένστικτο και την ευφυία του. Έναν τέτοιο ηθοποιό αγκάλιασαν και οι νέοι των 60’s, ως μέρος της προσπάθειάς τους ν’ απαλλάξουν το σώμα από τα πολιτιστικά του εγκαύματα, αλλά και πολλοί σύγχρονοι καλλιτέχνες, οι οποίοι πιστεύουν ότι ένας μη επαγγελματίας βοηθά ώστε η θεατρική εμπειρία να γίνει πιο άμεση και απρόβλεπτη. Λογική που φαίνεται να εκφράζει ομάδες όπως οι Blitz,π.χ., οι οποίες , στις φεστιβαλικές τους περφόρμανς «Κατερίνη» (2009) και «Cinemascope» (2010), επιχειρούν να απαθανατίσουν πραγματικούς ανθρώπους και πραγματικά γεγονότα σε πραγματικούς χρόνους και χώρους. Πρόκειται για εγχειρήματα που προδίδουν μια νοσταλγία για το «χαμένο ρεαλισμό» της ζωής. Εντάσσοντας στο θέαμα έναν ερασιτέχνη ηθοποιό ή κάποιον περαστικό ή ανυποψίαστο θεατή τον μετατρέπουν τρόπον τινά και σε σύμβολο των πολιτιστικών μας επιθυμιών. Είναι το μέσον για να παρακαμφθεί ουσιαστικά το θέατρο και να αναπτυχθούν νέες φόρμες που θα διευκολύνουν τη συνάντηση των ανθρώπων και των πολιτισμών .
6/6/2010