H Ακτίς Αελίου έχει κλείσει αισίως το 10ο
έτος της ζωής της στο γνωστό υπόγειο, με παραγωγές που δεν αφήνουν κανένα
αδιάφορο. Δέκα δημιουργικά χρόνια σε μια πόλη που μπορεί να λέει ότι αγαπάει το
θέατρο, στην ουσία όμως ελάχιστα (για να μην πω καθόλου) ασχολείται μαζί του.
Και μόνο ότι άντεξαν τόσο είναι μέγα κατόρθωμα.
Απλά αισθάνομαι (το ‘χω ξαναπεί αυτό) πως τώρα ωρίμασε η στιγμή των μεγάλων και φυσικά πολύ δύσκολων αποφάσεων. Για ένα διάστημα το υπόγειο σίγουρα τους εξυπηρετούσε. Νομίζω πως πλέον τους αδικεί. Δεν τους δημιουργεί εκείνες τις «άλλες» προϋποθέσεις που θα τους έβγαζαν σε άλλους ρεπερτοριακούς και αισθητικούς ορίζοντες. Ας το προσέξουν. Η πόλη έχει ανάγκη και τη ζωντάνια και το ταλέντο τους.
Απλά αισθάνομαι (το ‘χω ξαναπεί αυτό) πως τώρα ωρίμασε η στιγμή των μεγάλων και φυσικά πολύ δύσκολων αποφάσεων. Για ένα διάστημα το υπόγειο σίγουρα τους εξυπηρετούσε. Νομίζω πως πλέον τους αδικεί. Δεν τους δημιουργεί εκείνες τις «άλλες» προϋποθέσεις που θα τους έβγαζαν σε άλλους ρεπερτοριακούς και αισθητικούς ορίζοντες. Ας το προσέξουν. Η πόλη έχει ανάγκη και τη ζωντάνια και το ταλέντο τους.
Η διασκευή
του μυθιστορήματος του Άλφρεντ Ντέμπλιν (1929) είναι μεγάλο ρίσκο. Πεντακόσιες
σελίδες ενός, κατά βάση, κερματισμένου εσωτερικού μονόλογου (αλά Τζέιμς Τζόις)
δεν είναι και ό,τι καλύτερο ή ευκολότερο για έναν άνθρωπο του σανιδιού. Ένα κουβάρι εντυπώσεων και σκέψεων γραμμένο
σε μια προπολεμική εργατική αργκό του Βερολίνου, που πραγματικά δεν ξέρω κατά
πόσο είναι καν μεταφράσιμη. Και το πιο σημαντικό είναι ότι η γλώσσα έχει ειδικό
βάρος στο σύνολο του έργου, μιας και αυτή δίνει το ύφος, το στίγμα, το
ιδεολόγημα, το χρώμα, αυτή ζωντανεύει τους χαρακτήρες. Ορίστε μάνι μάνι μερικά προβλήματα που πάνε χέρι χέρι με την επιλογή διασκευής ή και
μετάφρασης αυτού του επικού γρίφου.
Το παζλ
της διασκευής
Και για να
γίνω πιο συγκεκριμένος. Η διασκευή του Θωμά Βελισσάρη πρόδιδε μόχθο και μεράκι.
Δεν μπορώ να πω ότι χώλαινε κάπου ιδιαίτερα, δεν είχε όμως την προσωπικότητα και τη σαρωτική δύναμη του
πρωτοτύπου. Έμοιαζε «ξαναγραμμένη». Σίγουρα η εικονολαγνεία, η
αποσπασματικότητα, η συγκρουσιακή λογική και οι ρυθμοί του γερμανικού εξπρεσιονισμού,
είναι ένα στιλ γραφής που ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία του Βελισσάρη (και
γενικά στο υποκριτικό στιλ της ομάδας). Και καλώς έπραξε και έστρεψε τους προβολείς του προς τα κει.
Εκεί που εκτιμώ πως ήθελε ακόμη δουλειά (πέρα από τη γλώσσα), ήταν στο
σκιτσάρισμα του ήρωα (του Φραντς), το μέγεθος του οποίου είναι ανάλογο σ’
εκτόπισμα μ’ εκείνο του Βόιτσεκ και του Ομπλόμοβ ή, αν το συνέκρινα με μια
γυναικεία φιγούρα, θα έλεγα μ’ εκείνο της Μποβαρί.
Μπροστά στον
ποταμό γεγονότων και σκέψεων, ο Βελισσάρης προσπάθησε να μετριάσει τον κίνδυνο
της αποσυναρμολόγησης, κρατώντας σε θέση «τροχονόμου» και ενημερωτή τον
ήρωα-συγγραφέα, κίνηση που νομίζω πως τον βοήθησε να «δέσει» κάπως το μωσαϊκό
των επεισοδίων που ο ίδιος εκτίμησε ότι μπορούν αφενός να αναδείξουν την πάλη
του ατόμου με τους προσωπικούς και κοινωνικούς δαίμονες και, αφετέρου, τις
πιθανές σχέσεις ανάμεσα στην πλατεία Αλεξάντερ του 1929 και την Πλατεία
Αριστοτέλους του ΔΝΤ. Στο σύνολό
της η διασκευή, πάντως, θεωρώ πως είχε κι άλλα περιθώρια βελτίωσης και
εστίασης. Ο διάλογος υπολειπόταν σε λαϊκά ηχοχρώματα και σε ρυθμούς (ήθελε πιο
στακάτους, για να βγει προς τα έξω
η μεταδραματική του υλικότητα). Επίσης, διείδα μια σχετική αμηχανία στη ροή των
εικόνων προς το τέλος. Μου φάνηκε πως κρατούσαν το ρυθμό και δεν άφηναν το έργο
να φύγει φουλαριστό και στραφταλίζοντας προς την έξοδο.
Η
παράσταση και οι ερμηνευτές
Από τη θέση
του σκηνοθέτη, ο Βελισσάρης κινήθηκε σε δύο επίπεδα: ένα δραματικό και ένα
θεατρικό. Στο πρώτο επίπεδο απομόνωσε και υπογράμμισε (θα μπορούσε και λίγο
παραπάνω) το οδοιπορικό του ήρωα προς την αυτογνωσία. Σε ένα δεύτερο επίπεδο
(πιο μπρεχτικό και αποστασιοποιητικό), μερίμνησε ώστε να φτάσει σε μας η αύρα
της καλλιτεχνικής δημιουργίας, που κυρίως σήκωσε στους ώμους της η πανταχού παρούσα
και τα πάντα επιβλέπουσα Λίνα Λαμπράκη, της οποίας η υποκριτική φαρέτρα είχε
ένα υπόγειο μπρίο αρκούντως ειρωνικό (και μπρεχτικό). Αλλού παιγνιώδης, αλλού
διστακτική, αλλού ενημερωτική, αλλού σχολαστική, σε κάθε εμφάνισή της
υπογράμμιζε το θέατρο σαν κατάσταση
και όχι σαν μύθο. Πιο πολύ μετρούσε το συναίσθημα στην εκφορά του λόγου, παρά η
συναισθηματική εμπλοκή με τα σημαινόμενα του λόγου και του προσωπείου. Μία
παρατήρηση μόνο: βρήκα μάλλον βιαστική (και πολύ εύκολη) τη σωματική τυποποίηση
του «Εβραίου». Γιατί;
Οι
συνοδοιπόροι της διανομής: Ο Παπαδόπουλος πάλεψε με το σπαραγμένο δράμα του μπροστά στη νέα τάξη πραγμάτων, όμως περίμενα
περισσότερο εξπρεσιονισμό στη δοκιμασία του καθ’ οδόν προς μια καλύτερη
κατανόηση του εαυτού του και του κόσμου. Μ’ άλλα λόγια, ένα παίξιμο πιο
«οριακό». Πάντως είναι ένας ηθοποιός φτιαγμένος από καλό μέταλλο. Ας δοκιμάσει
την ελαστικότητά του. Ο Βελισσάρης, πειστικός πίσω από κάθε προσωπείο, έκανε
τον δύσκολο «Ράινχολντ» να φαίνεται «εύκολος» ως ρόλος, όχι όμως απειλητικός ως
περσόνα. Η Θεανώ Αμοιρίδου, εχέγγυο ζωντάνιας, έπαιξε με αέρα και αυτοπεποίθηση
την αινιγματική φιγούρα της Μίτσε. Ο Νίκος Νικολαϊδης, πιο επαρκής στο ήμισυ
(Μπλε μπάτσος). Ως «Μάτι της κάμερας έπαιξε αμήχανα. Οι Κική Στρατάκη και
Μαρίνα Γκούμλα, όμορφες και ταλαντούχες, παρουσίες, πρόδιδαν γνώση των μέσων
τους, εξ ου και η άνεση.
Τα σκηνικά
της Μένης Τριανταφυλλίδου (με τα αποκόμματα των εφημερίδων, τα διαφημιστικά,
τις αγγελίες κ.λπ), πέτυχαν να αποδόσουν το νόημα της παράστασης και τις
καταστάσεις. Απέπνεαν οικειότητα και θεατρικότητα. Το ίδιο και τα κοστούμια
της. Ενδιαφέρουσα η μουσική που
έγραψε το φωνητικό σύνολο Πλειάδες
Συμπέρασμα:
ένα πολύ απαιτητικό εγχείρημα από μια ταλαντούχα ομάδα, που πάντα το παλεύει.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
16/1/2011