Η
Μονή Λαζαριστών είναι ένας υπέροχος θεατρικός χώρος, είναι όμως και ένας διόλου
υπέροχος πονοκέφαλος. Δύσκολα γεμίζει. Έτσι ήταν εξαρχής. Και ξέρουμε το γιατί.
Όταν δεν τη στηρίζει ο πληθυσμός της γύρω περιοχής και περιμένει να γεμίσει από
τους θεατρόφιλους του κέντρου και των ανατολικών συνοικιών, είναι αναπόφευκτη η
δυσλειτουργία της.
Πρέπει να βρεθούν άμεσα γέφυρες να ενεργοποιηθούν οι όμοροι δήμοι, τα σωματεία, οι θεατρικές ομάδες, τα πολιτιστικά κέντρα της περιοχής. Οποιαδήποτε άλλη λύση, είναι μη λύση. Οι μέχρι τώρα κινήσεις του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή δείχνουν ότι έχει καταλάβει πολύ καλά το πρόβλημα. Ο χρόνος ελπίζουμε να φέρει και τα καλά αποτελέσματα. Και τώρα στο προκείμενο.
Πρέπει να βρεθούν άμεσα γέφυρες να ενεργοποιηθούν οι όμοροι δήμοι, τα σωματεία, οι θεατρικές ομάδες, τα πολιτιστικά κέντρα της περιοχής. Οποιαδήποτε άλλη λύση, είναι μη λύση. Οι μέχρι τώρα κινήσεις του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή δείχνουν ότι έχει καταλάβει πολύ καλά το πρόβλημα. Ο χρόνος ελπίζουμε να φέρει και τα καλά αποτελέσματα. Και τώρα στο προκείμενο.
Προϊόν
του ανοίγματος προς το λαό που επιδιώκει ο Σ. Χατζάκης, είναι και η παράσταση
του έργου του Νίκου Τσιφόρου «Τα παιδιά της Πιάτσας», που ανέλαβε να
«μετα-ποιήσει» ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, ένας σπουδαίος δημιουργικός νους που
ξέρει από γλωσσικές κακοτοπιές και επικίνδυνες αποστολές. Μόνο που εδώ φοβούμαι
πως μάλλον την πάτησε. Κάπου τον υπονόμευσε το πρωτότυπο, αλλά κι ο ίδιος
υπονόμευσε τον εαυτό του. Ακόμη διερωτώμαι γιατί επέλεξε να κλείσει κατ’ αυτόν
τον τρόπο το έργο. Δραματουργικάδεν το στήριξε. Χωρίς να έχει προηγηθεί κάτι
ώστε να προλειάνει το έδαφος, ξαφνικά μεταμίρφωσε ένα τσιφορικό δράμα σε
πιραντελικό μεταδράμα. Ήταν μια αυτοαναφορική μετατόπιση που θα είχε ενδιαφέρον
μόνο εάν το σύνολο της δράσης λειτουργούσε εξ αρχής με γνώμονα αυτή τη διπλή κειμενική
κωδικοποίηση. Ασε δε που είναι τόσο παραφορεμένη συνταγή, που εύκολα μπορεί να
γυρίσει μπούμερανγκ, εάν δεν υποστηριχτεί από ευφάνταστες λύσεις. Επίσης: Όσο
κυλούσε το έργο η αίσθηση που είχα ως θεατής ήταν ότι ο Σκαμπαρδώνης παραζόριζε
τη συνάντηση των δύο κόσμων (παλιού και τωρινού). Προσπαθούσε να στριμώξει σ’
ένα κελλί μια τρέχουσα ελληνική πραγματικότητα άλλου ύφους και ήθους που δεν
χωρούσε πουθενά. Το αποτέλεσμα αυτής της καταναγκαστικής συμβίωσης ήταν ότι δεν
αναδείχτηκε η διαχρονικότητα της αμφίπλευρης απάτης, όπως τη φαντάστηκε.
Να
προσθέσω και μια άλλη, γενική, παρατήρηση, με αφορμή την παράσταση. Πραγματικά
μας χαροποιεί το γεγονός ότι ενεργοποιείται ένα μεγάλο μέρος των ηθοποιών του
ΚΘΒΕ. Είναι καλό το ότι τους δίνεται η ευκαιρία να παίξουν. Χρόνια τώρα
παραπονιούνται ότι η μαζική παρουσία φιλοξενούμενων ηθοποιών δεν τους αφήνει
περιθώρια να αναδειχθούν. Τώρα έχουν την ευκαιρία. Το ερώτημα είναι: τι κάνουν;
Έχω δει όλες τις παραστάσεις του ΚΘΒΕ. Έστω και με κίνδυνο να γίνω δυσάρεστος,
η αλήθεια είναι ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα νοοτροπίας. Οι περισσότεροι
ηθοποιοί δίνουν την εντύπωση ότι παίζουν απλά για να διεκπεραιώσουν μια
εργασιακή υποχρέωση. Παίξιμο γεμάτο σκουριά και βαρεμάρα. Πού λόγος για
ερμηνείες! Πολλώ δε μάλλον για αξιομνημόνευτες ερμηνείες. Οι περισσότερες
«πεθαίνουν» (κυριολεκτικά) με το πέσιμο της αυλαίας. Ουδείς τις αναπολεί. Δεν
γίνεται όμως έτσι καλό θέατρο. Το καλό θέατρο απαιτεί σκληρή δουλειά, ιδρώτα,
δόσιμο, κέφι, όραμα. Τα «Παιδιά της Πιάτσας», θα μπορούσαν να είναι μια πολύ
καλύτερη παράσταση (πέραν από ευχάριστη) εάν υπήρχαν καλύτερες ερμηνείες. Ο Κ.
Αρβανιτάκης μπορεί να μην είχε τα γνωστά του κέφια και τις ευχάριστες
εμπνεύσεις που μας έχει συνηθίσει, έκανε όμως νοικοκυρεμένη δουλειά, στον βαθμό
τουλαχιστον που του αναλογούσε. Έστησε ένα λαϊκό θέαμα χωρίς «λαϊκισμούς».
Απέφυγε το κουλέρ λοκάλ, τις υπερβολές και τις φτήνιες και στάθηκε όσο μπορούσε
στην παρτιτούρα των ηχοχρωμάτων της γλώσσας. Έκτακτη η, δίκην θεάτρου σκιών,
επιλογή του να ζωντανεύει αποσπάσματα αφηγήσεων εκτός των τειχών της φυλακής.
Από τους ηθοποιούς κάποιες καλές στιγμές διέκρινα στον Κολοβό, τον Σιακάρα και
τον Σεϊμένη. Ως σύνολο όμως εκείνο που διένειμαν ήταν μερίδια μαγκιάς χωρίς
μάγκες. Στο πνεύμα του σκηνικού κόσμου η μουσική επιμέλεια του Πρίφτη, όπως και
σκηνικά της Μανωλοπούλου.
Aγγελιοφόρος
της Κυριακής
14/3/2010