Δύο
έργα του ίδιου συγγραφέα, και μάλιστα από τα δύο μεγάλα θέατρα της πόλης, δεν
είναι κάτι που περνά απαρατήρητο. Περί Σάκη Σερέφα ο λόγος, του συγγραφέα που
βρίσκεται διαρκώς on the road, κατά πως λέει και ο τίτλος του γνωστού μυθιστορήματος του Κέρουακ.
Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ο ποιητής και πεζογράφος που έσκασε μύτη στο «Αμόρε» πριν από τέσσερα χρόνια και έκτοτε κάνει «Μαμ» τις σκηνές (και τα βραβεία) της χώρας. Ο Σερέφας γράφει κόντρα στους κινδύνους και τις παγίδες που κρύβει η δραματική γραφή. Η ματιά του είναι η ματιά ενός κάμεραμαν: απομονώνει εικόνες και κάτω από αυτές τοποθετεί τις γελαστικές και εύστοχες υπογραμμίσεις του. Υπό αυτή την έννοια, δεν προσφέρει έτοιμο υλικό για τη σκηνή, κάποιο δουλεμένο παραμύθι με αρχή, μέση και τέλος. Αρκείται στην καλή μαγιά. Κάποιος πρέπει να αναλάβει να ζυμώσει. Και εκεί παίζεται το παιχνίδι.
Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ο ποιητής και πεζογράφος που έσκασε μύτη στο «Αμόρε» πριν από τέσσερα χρόνια και έκτοτε κάνει «Μαμ» τις σκηνές (και τα βραβεία) της χώρας. Ο Σερέφας γράφει κόντρα στους κινδύνους και τις παγίδες που κρύβει η δραματική γραφή. Η ματιά του είναι η ματιά ενός κάμεραμαν: απομονώνει εικόνες και κάτω από αυτές τοποθετεί τις γελαστικές και εύστοχες υπογραμμίσεις του. Υπό αυτή την έννοια, δεν προσφέρει έτοιμο υλικό για τη σκηνή, κάποιο δουλεμένο παραμύθι με αρχή, μέση και τέλος. Αρκείται στην καλή μαγιά. Κάποιος πρέπει να αναλάβει να ζυμώσει. Και εκεί παίζεται το παιχνίδι.
Στην
Πειραματική Σκηνή, η Έρση Βασιλικιώτη παιδεύτηκε αρκετά μέχρι να βρει τις
δραματουργικές λύσεις στις ιστορίες του τόμου «Θα σε πάρει ο δρόμος». Τελικά, η
προσφυγή της στην τεχνολογία τη δικαίωσε, γιατί της έδωσε τον συνδετικό μανδύα
ώστε να απλώσει χωροχρονικά τα αυτόνομα επειδόδια της πρώτης γραφής, χωρίς να
τα στραπατσάρει. Μέσα από αυτήν βρήκε το αόρατο μάτι που αναζητούσε για να
παρακολουθεί από κοντά τους περιπλανόμενους όγκους, να τους ακινητοποιεί
λιγάκι, έτσι ώστε να έχουμε κι εμείς τον χρόνο να τους ρίξουμε μια τελευταια
ματιά (εν είδει close up), πριν τους αφήσει να χαθούν και πάλι μέσα στο
πλήθος.
Η
παρουσία, βέβαια, της τεχνολογίας ελλοχεύει και κινδύνους, γιατί εύκολα οδηγεί
στον παροπλισμό του ανθρώπινου παράγοντα που υποτίθεται υπηρετεί. Ακόμη και σ’
αυτή την ευτυχή συνεύρεση, ήταν στιγμές που η Βασιλικιώτη έδειχνε πως πιο πολύ
αγωνιούσε πώς να δέσει τις ιστορίες (με την τεχνολογία) παρά πώς να τις
διδάξει. Πάντως, αν εξαιρέσει κανείς την πολύ προβληματική απόδοση του πρώτου
επεισοδίου (από τον Κ. Δανιηλίδη), όλες οι ερμηνείες κινήθηκαν με σχετική άνεση
μέσα και πίσω από το εξυπηρετικό σκηνικό της Μ. Καραδελόγλου. Μπαινόβγαιναν στο
οπτικό μας πεδίο σαν μια εντύπωση, μια αίσθηση, μια ατάκα on the
road. Σημαντικό
μερίδιο από αυτή την πινακοθήκη δικαιούται η Λ. Δημητρίου, που έκανε εξαιρετική
δουλειά με το βίντεο.
Στην
άλλη άκρη της πόλης, στη μικρή σκηνή της Μονής Λαζαριστών, ένας «άλλος» Σερέφας
βρίσκεται οn the road με την «Αποστολή στον πλανήτη γη», σε σκηνοθεσία Ανέστη Αζά. Είναι η
πρώτη προσπάθεια του συγγραφέα να
καταθέσει μια ιστορία με όρους καθαρά
θεατρικούς, και αυτό ίσως εξηγεί κάποιες από τις δραματουργικές
αδυναμίες της τελικής σύνθεσης. Ο Σερέφας κάνει εδώ ό,τι και στα άλλα πονήματά
του: στήνει καραούλι και καταγράφει εντυπώσεις, τις οποίες κατόπιν χρεώνει σε
κάποιον από τους ήρωές του. Μόνο που εδώ αυτή η «χρέωση» δεν πείθει ότι συνιστά
μια αβίαστη όσο και αναπόφευκτη οργανική έκκριση. Μολονότι γράφτηκε απευθείας
για το σανίδι, απουσιάζει η θεατρική θερμοκρασία και τα εσωτερικά κοιτάσματα.
Όσο για τη σκηνοθεσία του Αζά, δεν έδειξε καμιά διάθεση να προχωρήσει σε μια
παραγωγική συνδημιουργία. Περιορίστηκε στην προβολή των κωμικών στοιχείων του
έργου και προς τα κει έσπρωξε και τους δύο πρωταγωνιστές/εξωγήινους, Στέργιο
Τζαφέρη και Νεφέλη Ανθοπούλου. Εάν τους αφαιρούσε αυτό το εύκολο διαβατήριο,
ίσως απελευθέρωνε κάποια ψήγματα απρόβλεπτων διαθέσεων σε θέση να δημιουργήσουν
τα αναγκαία ρήγματα για να αποκτήσει η ιστορία κλιμακώσεις απροσδόκητες και
κούρβες καλοδεχούμενες. Στήνοντάς τα όλα σε μια προβλέψιμη ευθεία δεν μπόρεσε
να αναδείξει πολλά πράγματα. Από το σύνολο της διανομής ξεχώρισα κάπως τον Χρίστο
Στυλιανού που πρότεινε χωρίς περιττές υπογραμμίσεις το αγέραστο καμάκι (με το
φαγκρί) και τη Βάσια Μπακάκου, αισθητή προσθήκη στη διακόσμηση της, κατά
Σερέφα, επίγειας τρέλας. Τα σκηνικά της Ελένης Στρούλια ευσύνοπτα αλλά χωρίς
φαντασία.