Είναι γεγονός ότι από τότε που η περφόρμανς, και γενικά όλα τα
παρακλάδια του μεταμοντερνισμού, άλωσαν το θέατρο ως θεωρία και ως πράξη, το να
γράφει κανείς στο πρότυπο των πάλαι ποτέ ρεαλιστών αμέσως-αμέσως δημιουργεί τις
προϋποθέσεις αμφισβήτησής του.
Ο «ρεαλισμός» στις τέχνες, και ειδικότερα
στο θέατρο, έχει μετατραπεί εδώ και τέσσερις δεκαετίες σε σάκο του μποξ που
όλοι αρέσκονται να βαράνε, φορτώνοντάς τον με όλα τα στραβά του χώρου,
αρχίζοντας από τον Αριστοτέλη και την Ποιητική του.
Από τη μια η όλη συζήτηση που γίνεται γύρω
από τον σχετικισμό και, από την άλλη, οι απόψεις που αφορούν την «κατασκευασμένη»
πραγματικότητα, έχουν οδηγήσει στο συμπέρασμα που λέει ότι ο ρεαλισμός είναι μια
πολύ κλειστή, άκαμπτη και περιοριστική επιλογή που αδυνατεί να φιλοξενήσει ένα κόσμο τόσο
ποικίλο, άνισο, μυστήριο και ευμετάβλητο όπως ο σημερινός. Πρόκειται για άποψη
με ισχυρά ερείσματα, όχι όμως τόσο
αποκλειστική όπως την προβάλλουν οι θιασώτες της.
Μπορεί ο μεταμοντερνισμός να αγαπά, για
προφανείς λόγους, την «αταξία» και την αναστάτωση της ανατροπής και ο Μπρεχτ τη
γοητεία της αποστασιοποίησης, όμως ο άνθρωπος, ανεξάρτητα από τις όποιες
ιδεολογικές/αισθητικές τοποθετήσεις του, ανεξάρτητα από τις εθνικές και
πολιτισμικές του καταβολές, δεν έπαψε ποτέ να κουβαλά το παιδί μέσα του, εκείνο
το παιδί που θέλει να ακούει (και να βλέπει) ιστορίες, και πολύ περισσότερο μυθιστορίες,
με αρχή, μέση και τέλος, αρκεί—εννοείται--να είναι δοσμένες με τέτοιο τρόπο που
να τον αφορούν και να τον βελτιώνουν.
Βέβαια όταν το θέμα είναι ο θάνατος, ένα
θέμα που μας τρομάζει και μας πονάει όλους, που αγγίζει πολύ ευαίσθητες χορδές,
μπορεί πολύ εύκολα να γίνει χειριστικό, όπως άλλωστε βλέπουμε να γίνεται κατά
κόρον στις περισσότερες τηλεοπτικές σειρές, όπου θριαμβεύει η άθλια
εκμετάλλευση της ανθρώπινης αδυναμίας
μπροστά στο ενδεχόμενο μιας τέτοιας απώλειας, που είναι η ζωή. Όμως αυτό δεν
είναι τέχνη, αλλά εμπόριο συναισθημάτων και τραυμάτων.
Το έργο της Αμερικανίδας Τζέην Άντερσον, Η
αξία της ζωής (2007), ανήκει σε αυτή την κατηγορία, της «τακτοποημένης»
ρεαλιστικής γραφής. Χωρίς να ισχυρίζομαι ότι έχουμε να κάνουμε με κάποιο
αριστούργημα, η Άντερσον δείχνει να γνωρίζει τους κινδύνους του «θανατερού»
θέματός της, γι’ αυτό και κινείται έξυπνα και συγκροτημένα από τη μια σκηνή
στην άλλη ώστε να αποφύγει τις υπερβολές και τις παγίδες του αγοραίου μελοδράματος.
Και σε ένα βαθμό το επιτυγχάνει, επενδύοντας προσεχτικά στους κώδικες του αμερικανικού
ρεαλισμού και όλων των γνώριμων στοιχείων που τον χαρακτηρίζουν, όπως είναι οι
συχνές ψυχαναλυτικές εξομολογήσεις των δραματικών προσώπων, η σημασία της οικογένειας,
η αισιοδοξία, η πίστη, η δεύτερη ευκαιρία κ.λπ.
Εάν κάτι ξεχωρίζει στη γραφή της Άντερσον
είναι ο τρόπος που μετατρέπει το δράμα και την κωμωδία σε όψεις του ίδιου
νομίσματος. Η καλά ζυγισμένη δοσολογία του χιούμορ όπως αυτή διανέμεται τόσο στη
σκέψη όσο και στις πράξεις των δραματικών της προσώπων, αμβλύνει, αν όχι
απόλυτα τουλάχιστο σε ένα μεγάλο βαθμό, τις συναισθηματικές και απειλητικές υπερβολές
του μελοδράματος και των τηλεοπτικών και κινηματογραφικών εκδοχών του, δύο
χώροι που η Άντερσον υπηρέτησε και ως ηθοποιός και ως συγγραφέας.
Η υπόθεση
Πρωταγωνιστές του δράματος είναι δύο
ζευγάρια μέσης ηλικίας και εντελώς διαφορετικών ταπεραμέντων και lifestyle. Από τη μια είναι η Ντίνα και ο Μπιλ, ένα ζευγάρι με πολύ συντηρητικές
απόψεις, από τις κεντροδυτικές πολιτείες. Ζουν το προσωπικό τους δράμα, που είναι
η δολοφονία του παιδιού τους. Στην προσπάθειά τους να σταθούν ξανά στα πόδια
τους, ταξιδεύουν στην Καλιφόρνια για να επισκεφτούν την Τζάνετ (ξαδέρφη της
Ντίνα) και τον άντρα της, Νιλ, που μόλις πρόσφατα είχαν και αυτοί μια απώλεια:
έχασαν το σπίτι τους από την πυρκαγιά που έκαψε όλη την περιοχή. Τώρα ζουν σε
ένα πρόχειρο κατάλυμα. Και είναι ευχαριστημένοι. Κι όχι τυχαία. Γιατί το πιο
σημαντικό γεγονός, και το οποίο πυροδοτεί τον «συγκρουσιακό» διάλογο γύρω από
τις αξίες της ζωής, είναι το ότι ο Νιλ βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο του
καρκίνου. Του απομένουν λίγες μέρες ακόμη και βιάζεται να κλείσει το ταμείο της
ζωής του. Έτσι, το τελευταίο πράγμα που τον ενδιαφέρει είναι οι υλικές ανέσεις.
Όπως και τη γυναίκα του, η οποία μάλιστα έχει ήδη αποφασίσει να αυτοκτονήσει
μόλις πεθάνει ο άντρας της. Δεν βλέπει τον λόγο να συνεχίσει. Νιώθει γεμάτη. Είναι
γι’ αυτήν η απόλυτη κατάθεση της αγάπης της γι’ αυτόν.
Ο Νίλ και η Τζάνετ είναι ένα ζευγάρι που κουβαλά
την αύρα του πάλαι ποτέ Καλιφορνέζου χίππι.
Πίνει, καπνίζει μαριχουάνα, πιστεύει στον αθεϊσμό, και γενικά
συμπεριφέρεται πιο χαλαρά, σε αντίθεση με τον Μπιλ και τη Ντίνα που είναι πολύ θρησκευόμενοι,
ιδίως ο Μπιλ, ο οποίος θεωρεί την πράξη της αυτοκτονίας μέγα αμάρτημα.
Οι ισορροπίες στο έργο είναι πολύ λεπτές,
και σε επίπεδο ιδεών και σωμάτων και, όπως είπα πιο πάνω, πάρα πολύ εύκολα όλα
μπορούν να διολισθήσουν στη μελοδραματική απαξίωση. Εάν δεχτούμε αυτό που λέει
ο Μαρκ Τουέιν ότι η αφετηρία του γέλιου είναι ο πόνος, αυτό ακριβώς προστατεύει
το έργο από το να γίνει ένα κακόγουστο τηλεδράμα—με το οποίο είναι στιγμές που φλερτάρει
επικινδύνως.
Τι μπορεί να ανταλλάξουν άραγε δυο ζευγάρια που βρίσκονται σε αυτή τη δεινή ψυχολογική
θέση, διερωτάται η συγγραφέας; Όχι πολλά. Ό,τι λένε ακούγεται λάθος στον απέναντι.
Και αυτό βγάζει, μαζί με τον θυμό, και το πικρό γέλιο της παρεξήγησης. Πρωταγωνιστής
του μαύρου χιούμορ ο Νιλ, ο οποίος, παρ’ όλη την ασθένειά του, διατηρεί τη
φωτεινότητα του μυαλού. Είναι ευφυής και δεινός συνομιλητής. Αναζητά την
αλήθεια και είναι έτοιμος να ακούσει όλες τις απόψεις και παράλληλα να τις αναστατώσει
με το ανατρεπτικό και συνάμα αναζωογονητικό του χιούμορ.
Αυτά στις γενικές παρατηρήσεις.
Στο
διά ταύτα
Η παράσταση στο «Αριστοτέλειο» άρχισε νωχελικά,
επίπεδα και άχρωμα. Δεν είχε νεύρο, ενέργεια και επικοινωνιακό απόθεμα. Ομολογώ
πως προς στιγμή κοιτούσα προς την έξοδο. Σταδιακά όμως κάτι άρχισε να αλλάζει,
κάτι άρχισε να αναστατώνει την οικεία και βαρετή ευταξία. Η κλιμακούμενη σκυταλοδρομία
ιδεών, θέσεων και αντιθέσεων, οι εκκολαπτόμενες εντάσεις, οι αντιπαραθέσεις, οι
ρήξεις ανάμεσα στα δύο ζευγάρια, οι στοχαστικοί διάλογοι, και φυσικά το
ανατρεπτικό χιούμορ, καθώς πύκνωναν άφηναν το αποτύπωμά τους με περισσότερη
καθαρότητα στη δράση και στα δρώντα πρόσωπα και φυσικά στην υποδοχή τους από
την πλατεία.
Σκηνοθεσία
Ο Σωτήρης Τσαφούλιας, από τη θέση του
σκηνοθέτη, δεν έκανε κάτι που να μας ξαφνιάσει. Ήταν αρκετά προβλέψιμες οι
επιλογές του. Από την άλλη, όμως, δεν έκανε λάθη. Άφησε, και πολύ σωστά, την
ιστορία να του υποδείξει τα δρομολόγια, τα οποία ακολούθησε προσεκτικά
υπακούοντας στη λογική της επιτελεστικής γραμμικότητας. Αφουγκράστηκε τους ρυθμούς
των διαλόγων και προσπάθησε να κρατήσει, χωρίς αχρείαστες παρεμβάσεις, καθαρούς τους αρμούς τους ώστε να ακουστούν οι
(αντι)θέσεις του δράματος. Και ακούστηκαν, άλλοτε με καθαρότητα και πειθώ και
άλλοτε όχι τόσο.
Σε ό,τι αφορά τον τρόπο που δίδαξε τους
ρόλους, ήταν ορισμένες στιγμές που αισθάνθηκα ότι η σκηνοθετική του γραμμή
οδηγούσε αρκετά κοντά στον κόσμο και τη λογική τηλεδράματος. Εκεί όπου
απομάκρυνε τους ηθοποιούς από το «μάτι της κάμερας» και τους έφερνε πιο κοντά
στο «μάτι της πλατείας», δηλαδή πιο κοντά στο «εδώ και τώρα» της ζωντανής
εμπειρίας, γίνονταν πιο αισθητές οι συναισθηματικές στροφές, οι ανηφόρες και
κατηφόρες, οι συνεχείς εναλλαγές διαθέσεων και εκρήξεων των δρώντων και
πασχόντων σωμάτων και ψυχών.
Ερμηνείες
Κορυφαία της βραδιάς η «Τζάνετ» της Αθηνάς
Τσιλύρα Εξωστρεφής, άμεση, άνετη, περιπαιχτική, δυναμική, μαγκιόρα, carefree
(όχι όμως careless),
γεμάτη ζωή, συναισθηματικά ευαίσθητη και δοτική, ήταν διαρκώς παρούσα μέσα στη
δράση, πυρπολώντας ουκ ολίγες (αντι)δράσεις. Επιτέλεσε το καλειδοσκόπιο των
συναισθημάτων της με άνεση και καλό υποκριτικό φορτίο. Μια πολύ καλή εμφάνιση.
Άξιος συνοδοιπόρος/συντελεστής ο άντρας
της «Νιλ», του Βασίλη Ρίσβα, με πολλές καλές στιγμές που σκιαγραφούσαν με τρόπο
ευανάγνωστο, χωρίς υπερβολές, αχρείαστες μελοδραματικές πόζες, υστερίες και
μούτες, τις εσωτερικές μεταβολές του ψυχισμού του. Το παίξιμό του έβγαζε έναν
χαρακτήρα που αντιμετωπίζει την ασθένειά του με τρόπο κυνικό και ενίοτε
γκροτέσκο, σαν ένα συμβάν που τον ξεβολεύει και που του αφαιρεί πολλή χρήσιμο χρόνο
από την καθημερινότητά του.
Ο θρησκόληπτος Μπιλ του Δημήτρη Μαυρόπουλου
ενώ μας συστήθηκε κάπως αδιάφορα και επίπεδα, στη συνέχεια βρήκε πατήματα και ξεκλείδωσε
τον εσωτερικό του κόσμο, ιδίως στις
συγκρουσιακές αντιπαραθέσεις με τους φίλους τους, όχι όμως αρκετά ώστε να
απαλλάξει τον ρόλο από τα σημάδια της τυποποίησής του.
Ο
Μπιλ, όπως τον συνέλαβε η συγγραφέας, είναι ένα πλάσμα που έχει αποθηκεύσει
στην τράπεζα του νου του ορισμένα πράγματα που δεν τον αφήνουν να χαλαρώσει και
να αναπτυχθεί. Δεν αναζητά τη λογική τους εξήγηση. Δέχεται την ύπαρξη του Θεού
και προχωρά στη ζωή βάζοντας το ένα πόδι μπροστά από το άλλο. Αυτή η μαθηματική
ρύθμιση μάλλον οδήγησε και την ερμηνεία του Μαυρόπουλου σε μια στενωπό που είχε
μεν πολλές αναλαμπές, όμως ως συνολική εμφάνιση ήταν προβλέψιμη. Σε ένα βαθμό το
ίδιο και η ερμηνεία της Πέγκυ Σταθακοπούλου. Μας παρέδωσε μια «Ντίνα» κάπως
«παγωμένη» και μονοδιάστατη. Αν και διαρκώς μέσα στους ρυθμούς της δράσης, δεν φάνηκαν
πολύ καθαρά οι ψυχοσυναισθηματικές της μεταπτώσεις, η επώδυνη εσωτερική
διαδρομή αυτής της έντονης εμπειρίας της απώλειας, της δικής της και των δικών
της. Η πιο εκδηλωτική στιγμή της έρχεται προς το τέλος, εκεί όπου ζητά να τη ζεστάνει
η αγκαλιά του συζύγου της. Πολύ συγκινητική και αληθινή.
Τα σκηνικά της ικανής για πολύ καλύτερα
πράγματα Ηλένιας Δουλαρίδη τα βρήκα μάλλον πρόχειρα. Δεν έχω ακριβή εικόνα των
σκηνικών στην Αθήνα, οπότε το σχόλιό μου αφορά αποκλειστικά το σκηνικό που είδα
στη σκηνή του Αριστοτελείου.
Συμπέρασμα: Παρ΄ όλες στις επί μέρους επιφυλάξεις μου, πρόκειται για μια παράσταση η οποία, χωρίς να εκβιάζει καταστάσεις, συγκινεί. Και μας αφορά, ρεαλιστικά και αληθινά. Και ο θάνατος θέλει το χιούμορ του.
Σημ. Πρώτη δημοσίευση parallaxi 8/1/2025