Πήγα στο Αμφιθέατρο να δω επιτέλους τη σουρεάλ πολιτική κωμωδία Η δημοκρατία
του Μπακλαβά. Είχα ακούσει πολλά και εγκωμιαστικά σχόλια που μου είχαν ομολογουμένως
φτιάξει τη διάθεση. Τελικά, μετά από περίπου δύο ώρες θέασης και αρκετά
ερωτηματικά, αντί για ατόφια κριτική της παράστασης κατέληξα να γράψω αυτό εδώ το ανάμικτο σημείωμα,
κάπου μεταξύ κριτικής της κριτικής και κριτικής του θεάματος. Και εξηγώ πού
οφείλεται αυτό το «μπέρδεμα».
Κατ’
αρχάς δεν είναι κάτι που μου συμβαίνει πρώτη φορά. Πολλές φορές μου έτυχε να
βρίσκομαι σε μια αίθουσα όπου όλος σχεδόν ο κόσμος χειροκροτεί παθιασμένα κι
εγώ απέχω, όχι γιατί σνομπάρω (ποιος ο λόγος, άλλωστε;), αλλά γιατί απλούστατα αδυνατώ να μοιραστώ αυτή την ανταπόκριση της πλατείας,
αυτή την έκφραση χαράς. Από την άλλη όμως, αδυνατώ και να αγνοήσω τις
αντιδράσεις του κόσμου. Σε προκαλούν να προβληματιστείς. Οπότε, καθώς
παρακολουθώ όλο αυτό τον κόσμο να καταθέτει την ετυμηγορία του σκέφτομαι, με
την ιδιότητα πιο πολύ του θεατρικού κριτικού που πήγε για να γράψει κάτι με
σκοπό να πει στον κόσμο κατά πόσο αξίζει να ξοδέψει τα χρήματά του να δει την
παράσταση ή όχι: πως μπορεί όλοι αυτοί να κάνουν λάθος, κι εγώ, η απόλυτη
μειοψηφία, να έχω δίκιο ως προς την αξία του θεάματος; Μήπως δεν κατάλαβα; Μήπως
παρερμήνευσα κάτι; Μήπως αποκοιμήθηκα και δεν το πήρα είδηση; Μήπως μου διέφυγε
κάτι που οι άλλοι είδαν και εκτίμησαν; Μήπως; Μήπως; Ατελείωτα και πάντα
αναπάντητα «μήπως», απέναντι στο καταιγιστικό και μαζικό χειροκρότημα.
Την ίδια στιγμή πάλι φέρνω στον νου μου το εξής παράδοξο (όμως εξηγήσιμο): γιατί στην ιστορία του θεάτρου όσο πιο μαζικό και ηχηρό είναι το γέλιο που προκαλεί ή/και το χειροκρότημα που εισπράττει μια παράσταση τόσο λιγότερες πιθανότητες έχει να βρει περίοπτη θέση στις σελίδες της έγκριτης θεατρικής ιστορίας; Συνήθως, και στην καλύτερη περίπτωση, καταλήγει στις υποσημειώσεις της ιστορίας. Αυτό όμως είναι μεγάλο ζήτημα. Ας το αφήσουμε για αργότερα, για ένα άλλο σημείωμα, κι ας σταθούμε εδώ στην πράξη της κριτικής απέναντι στον λόγο και την κρίση του κοινού. Ποιος ο ρόλος της;
Κριτικά εν συντομία
Εάν θεωρήσουμε ότι η θέση του κριτικού βρίσκεται,
δίκην γέφυρας, κάπου ανάμεσα στην πλατεία και το σανίδι, αναρωτιέμαι ποια είναι
τελικά η αποστολή του όταν όλη η αίθουσα καταθέτει την ετυμηγορία της διά του
χειροκροτήματος, θερμού εν προκειμένω, και αυτός δηλώνει κραυγαλέα αποχή; Τι
απομένει να κρίνει (ή να κατακρίνει) όταν απέναντί του βρίσκεται ένα κοινό που έχει
ήδη αποφασίσει και εκδηλώνει ζωηρά την κρίση του που λέει ότι αυτό που είδε καλώς το είδε
και το απόλαυσε; Αναθεωρεί; Εγκαταλείπει με σκυμμένο το κεφάλι; Κρύβεται; Ξανασκέφτεται
τα κριτήριά του; Παραδέχεται την «ήττα» του; Την ανεπάρκειά του; Θυμώνει;
Ενοχλείται; Απαξιώνει; Σνομπάρει; Το παίζει υπεράνω και αυθεντία (στο στυλ: «άστους
αυτούς δεν ξέρουν τι τους γίνεται και άλλα παρόμοια»); Ή μήπως τελικά (που
είναι και το χειρότερο, το πλέον επικίνδυνο και δυστυχώς αρκετά διαδεδομένο), επιστρέφει στο σπίτι του και γράφει (λιβανίζει
ή αναθεματίζει) ώστε να συντρέξει με τους πολλούς, κι ας διαφωνεί κατά βάθος μαζί
τους;
Ασφαλώς τίποτα, απολύτως τίποτα από όλα
αυτά δεν πρέπει να συμβαίνει. Αλίμονο εάν ένας κριτικός σύρεται και φέρεται από
τα γούστα και τις αντιδράσεις του κόσμου. Ασφαλώς και δεν τα αγνοεί. Τα αφουγκράζεται
ή τουλάχιστον έτσι πρέπει. Όμως, μια κριτική δεν γράφεται για να ικανοποιήσει εκ
προοιμίου το κοινό αίσθημα ή τις προσδοκίες χειροκροτητών ή γιουχαϊστών, αλλά γράφεται
γιατί αυτός που επωμίζεται την ευθύνη να τη δημοσιοποιήσει πιστεύει ότι έτσι πρέπει
να γραφτεί. Τελεία και παύλα.
Σίγουρα δεν είναι ευχάριστο ο κριτικός
να βρίσκεται απέναντι και όχι μαζί με το κοινό, όμως είναι τρισχειρότερο και
επιζήμιο να συντρέχει με τους πολλούς απλά και μόνο για να είναι αρεστός. Με το
έργο του ο κριτικός οφείλει να δημιουργεί καλά μελετημένες ρωγμές
στις τακτοποιημένες αφηγήσεις και στις δημοφιλείς απόψεις, και κατ’ επέκταση ζωηρές
συζητήσεις και γόνιμες αντιπαραθέσεις που να διευρύνουν και να βαθαίνουν τους ορίζοντες και τις ευθύνες όχι μόνο των θεατών αλλά και των καλλιτεχνών
και φυσικά των ίδιων των κριτικών. Τούτο πάει να πει ότι ένας από τους βασικούς
στόχους μιας κριτικής αξιολόγησης είναι να προσφέρει εναλλακτικούς τρόπους σκέψης
και στοχασμού γύρω από θέματα που ο κρίνων θεωρεί πως μετράνε ως θεατρική και
κοινωνική γνώση και ως κριτική ευθύνη.
Σε μια εποχή, όπως η σημερινή, που
πεισματικά απαξιώνει κάθε μορφή κριτικού στοχασμού, το θέατρο έχει ανάγκη από έναν κριτικό λόγο (και αντίλογο) ουσιαστικό
και παρεμβατικό που δεν αρκείται μόνο στη μελέτη/αξιολόγηση της ορατότητας των σκηνικών
σημείων (των δεδομένων δηλαδή) ή στο τι κρύβει το κείμενο της παράστασης, αλλά
πιο πολύ στο τι ξεχνάει, τι καταπιέζει ή τι αγνοεί. Στόχος μιας τέτοιας
προσέγγισης δεν είναι προφανώς η αναδόμηση του νοήματος, αλλά η εξερεύνηση
των μηχανισμών ή των δομών εκείνων μέσω των οποίων τα κείμενα ή οι παραστάσεις
τους λειτουργούν και σημαίνουν, αποκτούν το νόημά τους.
Για να το διατυπώσω λίγο διαφορετικά: στο
δικό μου μυαλό μια καλή κριτική δεν είναι εκείνη που μας βοηθά να αναγνωρίσουμε
αυτό που ήδη γνωρίζουμε, αλλά εκείνη που μας βοηθά να αναγνωρίσουμε εκείνο που
δεν γνωρίζουμε. Και εδώ εκτιμώ πως μάλλον σκόνταψε η καλών προθέσεων σκηνοθετική πρόταση
του Ανέστη Αζά και των συνεργατών του.
Και η παράσταση
Ενώ η όλη σύνθεση του «Μπακλαβά»
(σε κείμενα Αζά, Γεράσιμου Μπέκα και Μιχάλη Πητίδη) πρόδιδε ενδιαφέρουσες
αποδομητικές και (επι)κριτικές διαθέσεις, στο τέλος κατέληξε εκεί ακριβώς που
άρχισε. Η ουτοπία μιας δημοκρατίας του μπακλαβά δεν άνοιξε κάποια πόρτα περαιτέρω
στοχασμού αναφορικά με την Επόμενη Μέρα (Day After). Και τούτο γιατί τα εργαλεία (περισσότερα επιθεωρησιακού τύπου) στα οποία
κατέφυγε --προβλέψιμα και αναμενόμενα-- δεν ξάφνιασαν, στον βαθμό τουλάχιστον
που ενδεχομένως να πίστεψαν οι συντελεστές της παράστασης. Δεν προκάλεσαν το
αμήχανο γέλιο της απρόσμενης αναγνώρισης, με αποτέλεσμα να παραμείνουν στην
επιφάνεια, στην υπηρεσία ενός ψυχαγωγικού επιθεωρησιακού και στις πιο αδύνατες
στιγμές του άστοχα και αχρείαστα διδακτικού (μετα)θεάματος.
Προσωπικά δεν αισθάνθηκα τη σοβαρότητα
και τη δαιδαλώδη (ιδεολογικά και αισθητικά) φυσιογνωμία αυτής της
διαπολιτισμικής συνύπαρξης Ελλήνων και Τούρκων, και για έναν επιπλέον λόγο: δεν
υπήρχε ισορροπία ανάμεσα στα δυο εθνικά αφηγήματα, προκειμένου να δημιουργηθεί
η διαλεκτική σύγκρουση, με στόχο την τελική «ανα-σύνθεση», τον «τρίτο χώρο»,
όπως θα έλεγαν οι θεωρητικοί της εποχής μας, την άλλη «δημοκρατία» υπό τη μορφή
μεθοριακής πραγματικότητας, ούτε από δω
ούτε από κει. Μπορεί η δημοκρατία του
μπακλαβά, έστω και περιπαιχτικά, να ήταν αυτός ο τρίτος δρόμος εξόδου από τη
συγκρουσιακή λογική, που χτίστηκε λιθαράκι-λιθαράκι (και επί τούτω) με κλισέ
αντλημένα κυρίως από ένα εθνικό αφήγημα (το ελληνικό) , όμως τελικά δεν
φωτίστηκε, παρέμεινε παγιδευμένος κάτω από το υπερβολικό φορτίο που χρεώθηκε.
Και ένα άλλο παράδειγμα
Και για να γίνω πιο σαφής μέσα από μια
σύγκριση, επιτρέψτε μου να αναφέρω την περίπτωση του γνωστού σε όλους μας Αμερικανού Έντουαρντ Άλμπι σε έργα όπως το Ποιος
φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ; και το Αμερικανικό όνειρο,
μεταξύ άλλων, εκεί όπου ο μέγας αυτός συγγραφέας αντλεί από τη δεξαμενή του αμερικανικού
εξαιρετισμού (American exceptionalism) όλα τα γνώριμα κλισέ του, προκειμένου
να χτίσει κόσμους επάνω σε μια κινούμενη άμμο, και κατόπιν να τους αποδομήσει
και να τους εκθέσει προς κρίσιν. Με πανέξυπνους και απόλυτα εύστοχους χειρισμούς της θεατρικής του ύλης, κατεβάζει τις
κεκτημένες ταχύτητες που επιβάλλουν από την ίδια τη φύση τους τα κλισέ, δημιουργεί ρωγμές και καλά μελετημένα «σαμαράκια»
και έτσι προκαλεί μια κόντρα ανάγνωση, η οποία μας δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε
με κριτική διάθεση την αποφλοίωσή των
δεδομένων σε slow motion. .
Κι εδώ, εκτιμώ πως χώλαινε η κατά τα άλλα ευφρόσυνη παράσταση του
«Μπακλαβά». Πάτησε επάνω στο οικείο και οδηγήθηκε προς την έξοδο
αγκαλιά με το οικείο. Δεν βρήκε τρόπους να απαλλαγεί απ’ αυτό, αντιπροτείνοντας
κάτι, έστω και μια υπόθεση εργασίας που να ακουμπά στη λαβυρινθώδη προβληματική
του θέματος, πέρα από την προφανή και μονοσήμαντη περιπαιχτική δημοκρατία του
μπακλαβά. Πολύ απλά, δεν μας έκανε κατά τι σοφότερους και πιο υποψιασμένους
θεατές, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση πιο πολύ θα ταίριαζε στο τέλος ο κλαυσίγελος
παρά το τρανταχτό γέλιο που γέμισε την αίθουσα, μαζί με το βροντώδες
χειροκρότημα. Βγήκαμε από την αίθουσα όπως μπήκαμε: ευδιάθετοι. Ως εκεί.
Περί πολιτικού θεάτρου
Σε κάθε περίπτωση, και πέρα από τις
όποιες επιφυλάξεις και δεύτερες σκέψεις έχω --που αφορούν πιο πολύ θέματα
δραματουργικά--, αποδίδω τα εύσημα στην ιδέα της διαπολιτισμικότητας που
εφάρμοσε στην πράξη ο ταλαντούχος Αζάς και στον ενθουσιασμό των ηθοποιών που
την υποστήριξαν με νύχια και με δόντια. Τέτοια επιτελεστικά και
«πολιτικοποιημένα» εγχειρήματα έχουν τη γοητεία τους, και το ρίσκο τους
βεβαίως, και ασφαλώς ζητούν συνέχεια, προκειμένου να καλλιεργηθεί ένα νέο είδος πολιτικού θεάτρου,
λιγότερο (ή και καθόλου) διδακτικό, που σημαίνει ένα θέατρο απαλλαγμένο από τη
σκουριασμένη και εκτός πραγματικότητας αντιπαραθετική λογική του μαύρου/άσπρου που το χαρακτήριζε επί
δεκαετίες. Αυτές οι απόλυτες και αγκυλωμένες τοποθετήσεις έχουν τελειώσει. Ο
κόσμος είναι πολύ πιο σύνθετος, δυσπερίγραπτος και ατίθασος για να χωρέσει μέσα σε αποπνικτικά
και αποκλειστικά δίπολα και πολιτικές μπροσούρες. Απαιτείται τώρα μια άλλη
λογική και άλλες μεθοδεύσεις, όπως και άλλες δραματουργίες. Η Δημοκρατία
του Μπακλαβά, έστω και κάπως αμήχανα και φλύαρα, δείχνει προς
αυτή την κατεύθυνση. Ο δρόμος όμως είναι ακόμη μακρύς για να απαλλαγεί το
θέατρό μας από τις ευκολίες του πρότερου πολιτικού του λόγου προς την
κατεύθυνση ενός νέου, που να συνάδει με τον πολιτικό λόγο της κερματισμένης και
διασπορικής εποχής μας.
Σημ.: Το κείμενο αυτό με ελάχιστες τροποποιήσεις δημοσιεύτηκε στην
Athens Voice, 30 Ιουνίου 2022.