Σάτιρα: λογοτεχνικό είδος σε έμμετρο ή
πεζό λόγο, στο οποίο διακωμωδούνται, παρωδούνται, χλευάζονται, καυτηριάζονται ή
αναδεικνύονται δημόσια ή ιδιωτικά ήθη, χαρακτήρες, καταστάσεις, πρόσωπα κ.ά.
Είναι η πλέον απροκάλυπτα πολιτική εκδοχή της κωμωδίας. Δεν έχει σχέση με το
σατυρικό δράμα.
Ως ύφος και ποιότητα λόγου είναι τόσο
παλιά όσο και το προπατορικό αμάρτημα. Από την ημέρα της εμφάνισής του στη Γη ο
άνθρωπος βιώνει καταχρήσεις και παιχνίδια εξουσίας, ανεκπλήρωτα όνειρα,
ακυρωμένες αξίες, ανάρμοστη και άδικη συμπεριφορά, κακοποίηση, εκμετάλλευση και
απογοητεύσεις. Και καθώς τα υπομένει όλα
αυτά είναι και κάποιοι που παρατηρούν και καταγράφουν, χλευάζουν,
περιπαίζουν και εκθέτουν τα κακώς
κείμενα.
Περί σάτιρας
Σε αντίθεση με τους
κωμωδιογράφους, των οποίων η στάση στα πράγματα είναι κατά κανόνα πιο καλοπροαίρετη, συχνά τρυφερή
και ανεκτική, με μια κάπως πιο ανάλαφρη διάθεση απέναντι σε ανθρώπους και καταστάσεις, ο σατιριστής είναι πιο
επιθετικός, πιο αιχμηρός, δηκτικός και συχνά «εκδικητικός», λιγότερο
συμπαθητικός και ανεκτικός και με πιο σαφείς στόχους.
Ο καλός σατιριστής είναι ένα είδος
πολιτικού τοποπαρατηρητή/αναλυτή, αλλά και ψυχολόγου, ανθρωπολόγου και
εθνολόγου, ο οποίος με την τέχνη του ικανοποιεί
τη μύχια επιθυμία του απλού ανθρώπου να δει την εξουσία (πρωτίστως),
οποιασδήποτε μορφής (πολιτική, οικονομική, θρησκευτική, κομματική κ.λπ), να
τιμωρείται ή να περιπαίζεται ή να εκτίθεται και να δικάζεται από τα λαϊκά
δικαστήρια. Αντί άλλου σχολίου, δανείζομαι από τον ανεπανάληπτο Εμμανουήλ Ροΐδη,
εκεί όπου εξηγεί το άνθισμα του λογοτεχνικού τούτου είδους στην Ευρώπη κατά τον
Μεσαίωνα:
«Εις τους ανθηρούς εκείνους αιώνας της
πίστεως και της τυραννίας, ότε ο ιερεύς και ο δήμιος αδελφικώς ενηγκαλισμένοι
εκούρευον εν ανέσει την αγέλην των πιστών, η σάτιρα, το δικαίωμα δηλαδή της
εκδικήσεως των ύβρεων δια του γέλωτος, ήτο το μόνον εναπολειφθέν εις τους
δυναστευομένους».
Θα μου πείτε πως ο Ροϊδης μιλά για τον
Μεσαίωνα. Κι όμως, η διατύπωσή του αντέχει στον χρόνο, γι’ αυτό την επαναφέρω.
Η σάτιρα, όπως και το ανέκδοτο, ήταν και εξακολουθεί να είναι ο λόγος των
αδυνάτων κάθε εποχής που, έστω και για λίγο, νιώθουν δυνατοί (δεν είναι τυχαίο
που οι σημαντικότεροι Εβραίοι χιουμορίστες και stand-up comedians έχουν κάποια σχέση με την εμπειρία του
Άουσβιτς). Η εξουσία του γέλιου ακυρώνει (για λίγο) την εξουσία του θύτη. Όπως
είχε πει κάποτε ένας κορυφαίος του
χώρου, ο Φεντώ: «στην
κωμωδία γενικά υπάρχουν δύο μόνο ρόλοι: Αυτός που βαράει και αυτός που τον
βαράνε. Αυτός που βγάζει γέλιο δεν είναι ποτέ αυτός που βαράει». Ο εισπράκτορας
της καρπαζιάς εν προκειμένω είναι ο θύτης.
Η σάτιρα είναι ένας λόγος που ανθίζει επάνω
στα σαθρά θεμέλια των κοινωνικών συστημάτων, κυρίως σε μεταβατικές και αβέβαιες
περιόδους όπως η σημερινή. Υποκύπτω ξανά στον πειρασμό να δανειστώ τα σχόλια και
ενός άλλου αιχμηρού σχολιαστή της πραγματικότητας, του Λασκαράτου, σχόλια αρκετά
παλιά ωστόσο και αυτά πολύ σύγχρονα ως προς το πνεύμα που τα διατρέχει. Γράφει:
«Η
κοινωνία μας νομίζει πως δεν πρέπει να ξεσκεπάζονται τα ελαττώματά της, και
θεωρεί εγκληματίαν εκείνον οπού το κάμει. Νομίζει εξεναντίας ότι είναι χρέος κάθε
καλού πατριώτη να κηρύττει αρετές εις τον τόπον των ελαττωμάτων της... Εγώ δεν
ημπορώ, εν συνειδήσει, να ναναρίσω την κοινωνία μας με το ναρκωτικό νανάρισμα
των λαοπλάνων... Εγώ εξεναντίας ξεσκεπάζω τα ελαττώματά της με θάρρος και με
εξουσίαν· με όλην εκείνην την εξουσίαν οπού μου δίνει η Αλήθεια» («Τα μυστήρια
της Κεφαλονιάς»).
Ο Λασκαράτος αναφέρεται σε μια Ελλάδα που
δυστυχώς ακόμη επιμένει να μην αλλάζει (προς το καλύτερο). Μια Ελλάδα που επιμένει
να επαναλαμβάνει τα λάθη και να διαιωνίζει τα ίδια καρκινώματα και τις ίδιες
παθογένειες. Μια Ελλάδα την οποία εδώ και 130 περίπου χρόνια παρακολουθεί από
κοντά, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι, μια Επιθεώρηση έτοιμη να σχολιάσει,
να μαστιγώσει, να σατιρίσει, να παρωδήσει, και γενικά να εκθέσει ποντάροντας στην
εξουσία του γέλιου.
Ιστορικά εν συντομία
Η
ελληνική επιθεώρηση δεν είναι ουρανοκατέβατο φαινόμενο. Ανήκει στον ευρύτερο
χώρο του λαϊκού θεάματος που εμφανίζεται (διόλου τυχαία) στην Ευρώπη (και στην
Αμερική) κατά τη διάρκεια της Πρώτης Βιομηχανικής επανάστασης (βλ. music hall, vaudeville, burlesque, καμπαρέ, παντομίμα, revue, variete, minstrel) και της μαζικής άφιξης εργατών στα
αστικά κέντρα. Στους χώρους αυτούς συνέρρεαν κατά εκατοντάδες άτομα ως επί το
πλείστον από τα πιο χαμηλά κοινωνικά στρώματα, γιατί ακριβώς εκεί «ένιωθαν σαν στο σπίτι τους», δεν αντιμετωπίζονταν δηλαδή
ως σκέτα «εργατικά χέρια—χωρίς όνομα και ταυτότητα» αλλά ως άτομα όπως όλα τα
άλλα, με ονοματεπώνυμο. Εκεί λοιπόν όλοι αυτοί οι εκτός εξουσίας διασκέδαζαν με
ένα θέαμα που διακωμωδούσε και εξέθετε την πολιτική εξουσία, τη θρησκευτική και
οικογενειακή καταπίεση. Στην Ελλάδα αυτό τον χώρο τον υπηρέτησαν σπουδαίοι
κειμενογράφοι (Λάσκαρης, Καπετανάκης, Λιδωρίκης) και σπουδαίοι πρωταγωνιστές
(Mακρής, ο Aυλωνίτης, ο Mαυρέας, η Nέζερ, τα Kαλουτάκια).
Έκτοτε
βέβαια πολλά έχουν αλλάξει. Και πολύ φυσιολογικά. Τις τελευταίες τουλάχιστο
τρεις δεκαετίες η καλή επιθεώρηση έχει σχεδόν εξαφανιστεί από το θεατρικό κάδρο
της χώρας. Και το γεγονός ότι ο κόσμος έτρεξε να δει το 1821, δείχνει
ότι δεν έχει ξεχάσει αυτό τον χώρο, τον αγαπά, τον πιστεύει ή, αν προτιμάτε,
τον έχει ανάγκη. Από αυτή την άποψη κρίνω πολύ εύστοχη την ιδέα του Δημοτικού
Θεάτρου Πειραιά να εντάξει στον
προγραμματισμό του επιθεώρηση. Το κατά πόσο το αποτέλεσμα πέτυχε ή όχι δεν
αφορά την αρχική ιδέα.
Στο θέατρο Δάσους
Είδα την παράσταση στο Θέατρο Δάσους στη
Θεσσαλονίκη, με μια σχετική καθυστέρηση. Την
είδα σε ένα θέατρο σχεδόν γεμάτο (πρέπει να ήταν κοντά στις 3000). Ένα
θέατρο με τον κόσμο διψασμένο για ζωντανό θέαμα. Εάν συμφωνούμε ότι ο όγκος του γέλιου που απελευθερώνει η πλατεία σε μια
επιθεώρηση (και ένα κωμικο-σατιρικό θέαμα γενικά) προδίδει και τον βαθμό επιτυχίας (ή
αποτυχίας), τότε, κρίνοντας από τις αντιδράσεις και το τελικό χειροκρότημα, αυτό
που είδα μάλλον άρεσε σε αρκετούς. Σε μένα πάντως ξεκάθαρα όχι. Πολλές οι
διαφωνίες μου. Κι αν υπήρχαν και κάποιες λίγες περιπτώσεις τις οποίες χαρακτήριζε το έξυπνο χιούμορ, η φρεσκάδα, το μπρίο,
η φαντασία η σύλληψη στην εκτέλεση και το καλά στοχευμένο και ζυγισμένο
καυστικό σχόλιο, δεν ήταν αρκετές για να αλλάξουν στο μυαλό μου τη συνολική
εικόνα, η οποία εκτιμώ πως έμπαζε από παντού.
Ενστάσεις
Τα περισσότερα κείμενα
(των: Λ. Κιτσοπούλου, Γλ. Μπασδέκη, Κ. Μανιάτη, Κ. Κωστάκου, Κ. Παπαδοπούλου,
Φ. Δεληβοριά) τα βρήκα επιδερμικά, προβλέψιμα, επιθεωρησιακά άσφαιρα, άνισα ως
προς το ύφος, φορτωμένα αχρείαστα λιλιά, πολυφορεμένα κλισέ και ξεθωριασμένες
χαριτωμενιές. Ήταν προφανές πως δεν τα έγραψαν άτομα με βαθιά και δοκιμασμένη γνώση του συγκεκριμένου είδους.
Ένα επιθεωρησιακό
νούμερο δεν είναι παίξε γέλασε. Ο πυλώνας επάνω στον οποίο πατά, δηλαδή το
χιούμορ, είναι μια δοκιμασία δύσκολη και ιδιαίτερη. Πολύ εύκολα ξεφουσκώνει και
ακόμη πιο εύκολα εκθέτει εάν δεν διαθέτει τα σωστά υλικά και τη σωστή δοσολογία.
Ας μην μπερδεύουμε το καλαμπούρι, τις πλακίτσες, τους επιπόλαιους αστεϊσμούς,
με το χιούμορ μιας καλής επιθεώρησης που στόχο έχει να μας επαναφέρει στον κόσμο του οικείου μέσα
από μια ανοίκεια διαδρομή. Το χιούμορ μιας επιθεώρησης ρίχνει φως στις ίδιες
τις πράξεις και τις αντιλήψεις μας και μας καλεί να τις ξανακοιτάξουμε.
Επί 140 περίπου λεπτά
πάσχιζα να καταλάβω ποιος ο λόγος ύπαρξης αυτού του συνονθυλεύματος, που μάταια
προσπαθούσε να ακτινογραφήσει μια κοινωνία και ένα ιστορικό αρχείο με πολλές
απαιτήσεις και λακκούβες. Χωρίς να σώζει την κατάσταση, πιστεύω πως το αποτέλεσμα
θα ήταν κάπως καλύτερο εάν είχε πιο στέρεους και συνεπείς θεματικούς άξονες και
μικρότερη διάρκεια (τουλάχιστο κατά μία ώρα). Όπως απλώθηκε χρονικά εξέθεσε
όλες τις αδυναμίες του, γιατί δεν είχε το κατάλληλο υλικό να το υποστηρίξει και
να το δικαιολογήσει. Έτσι μοιραία ξεχείλωσε και κούρασε. Αφήνω δε εκείνο το τέλος
(που συνήθως είναι το πιο δυνατό κομμάτι σε ένα θέαμα --είναι το ρεζουμέ, το αντίστοιχο
του punch line στην ποίηση--αυτό που κουβαλάς μαζί σου, που θυμάσαι πιο έντονα).
Δεν κατάλαβα σε τι εξυπηρετούσε εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, όταν πια όλα (και
όλοι) είχαν ήδη εξαντληθεί.
Σκηνοθεσία
Η σκηνοθεσία του Δημήτρη
Καραντζά (με τη συνεργασία του πιο έμπειρου Φοίβου Δεληβοριά) δεν είχε κάτι να
τη διακρίνει ούτε και κάτι να πείθει ως προς τις προθέσεις της. Περίμενα από
ένα νέο και ταλαντούχο σκηνοθέτη, με καλά δείγματα γραφής στο δραματικό θέατρο,
κάτι πιο ευφάνταστο, τολμηρό, αναζωογονητικό, αλλιώτικο και υποψιασμένο. Με δυο
λόγια, περίμενα μια πρόταση της νέας γενιάς, με τις δικές της αισθητικές και
επιτελεστικές αντιλήψεις και ευαισθησίες. Μιας γενιάς με άλλη παιδεία, άλλη
αίσθηση χιούμορ, άλλα ιδεολογήματα, άλλες αγωνίες, άλλα ακούσματα και άλλα ερεθίσματα. Δεν είδα κάτι τέτοιο. Πιο
πολύ είδα μια σκουριασμένη σκηνοθετική διεκπεραίωση επάνω σε παλιές ράγες που
συχνά έτριζαν. Είδα μια σκηνοθεσία άτολμη και ανέτοιμη να διαχειριστεί το υλικό
της, πολλώ δε μάλλον ένα υλικό με τόσο πολλές αδυναμίες. Μια σκηνοθεσία εύκολης
τηλεοπτικής κοπής. Δεν μπορεί 200 χρόνια μιας τόσο σύνθετης, πολυπλόκαμης, πολυκύμαντης
και απίστευτα πλούσιας ιστορίας να καταλήγουν σε μια παράσταση τόσο
επιφανειακή, ανούσια και φλύαρη.
Σίγουρα δεν έπασχε στη
διανομή. Το ταλέντο ήταν εκεί και περίσσευε. Έπασχε από στέρεη επιθεωρησιακή
σατιρική παιδεία, όπως έπασχε και από συγγραφείς που κατέχουν καλά τις ευθείες,
τις κατηφόρες, τις ανηφόρες και τις κούρβες του είδους. Εκείνος που σατιρίζει οφείλει
να γνωρίζει πώς να περνά την κοινωνία και τα ιστορικά της δρώμενα από τον
αξονικό τομογράφο. Είτε
σε μορφή επιθεώρησης είτε stand-up είτε ποίησης, ο σατιριστής (σκηνοθέτης ή συγγραφέας)
συνομιλεί απευθείας με το συλλογικό φαντασιακό. Ως κοινωνικός ανατόμος εκθέτει,
χωρίς να είναι υποχρεωμένος να δίνει και τις λύσεις ή τις απαντήσεις στα προβλήματα που θίγει. Υπ’ αυτή την
έννοια, μέσω της σάτιρας καταθέτει την επιθυμία
του να εκφραστεί αισθητικά και όχι την επιθυμία να αναμορφώσει ηθικά. Υπογραμμίζω
την τελευταία μου παρατήρηση, για να προσθέσω εδώ πως η σκηνοθεσία
Καραντζά, πέραν όλων των άλλων αδυναμιών προσέγγισης του θέματος, έσπρωχνε τα (ούτως
ή άλλως τρικλίζοντα) κείμενα προς έναν αντιθεατρικό διδακτισμό, ένα ύφος
δασκαλίστικο, αφαιρώντας τους έτσι την όποια γοητεία ενδεχομένως έκρυβαν τα
σατιρικά τους βέλη.
Βρήκα ιδιαίτερα ενοχλητικές
τις υπερβολικές φωνές, με αποκορύφωμα το νούμερο της καλής ηθοποιού
Καβαλιεράτου: Γιατί αυτά τα ντεσιμπέλ; Η οργή, η καταγγελία και η διαμαρτυρία
δεν χρειάζονται το ξελαρύγγιασμα για να πείσουν. Το ξελαρύγγιασμα αφαιρεί δεν
προσθέτει ποιότητα. Δεν είμαστε ούτε σε διαδήλωση ούτε σε γήπεδο. Η ίδια
παρατήρηση ισχύει και για την Ελένη Κοκκίδου και για άλλους. Προς τι η τσιρίδα;
Προς τι το μαστίγωμα των αυτιών μας;
Βέβαια, οι ηθοποιοί
ακολουθούν οδηγίες. Και προς τιμήν τους
έκαναν αυτό που τους ζητήθηκε, και ορισμένοι το έκαναν και καλά, κι ας
ήταν η πρώτη τους έκθεση στο συγκεκριμένο είδος. Οφείλω τουλάχιστο μια αναφορά
στα ονόματά τους: Μίρκα Παπακωνσταντίνου (κατά τη γνώμη μου,
επιθεωρησιακά η πιο καθαρή παρουσία), Ελένη Κοκκίδου, Νίκος Καραθάνος, Γιώργος
Γάλλος, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Γιάννης Νιάρρος, Μιχάλης Οικονόμου, Γιάννης
Κουκουράκης, Γιάννης Κλίνης, Βάσω Καβαλιεράτου, Πάνος Παπαδόπουλος, Ηλίας
Μουλλάς, Ιωάννα Πιατά.
Όσο για τα σκηνικά των
Πανουργιά/Λάμπρου και τα κουστούμια (κυρίως) της Τσάμη, τα βρήκα μάλλον πρόχειρα
και «φτηνιάρικα» (άλλο το φτηνό με την
έννοια του χαμηλού κόστους και άλλο το φτηνιάρικο που φωνάζει από μακριά την
έλλειψη έμπνευσης και φαντασίας).
Κατακλείδα
Σε κάθε περίπτωση, το
γεγονός ότι επέστρεψε τόσος κόσμος στο ζωντανό θέατρο είναι καλό σημάδι. Επίσης,
ελπιδοφόρο το ότι ένας νέος καλλιτέχνης πήρε το ρίσκο της σκηνοθεσίας μιας δύσκολης
επιθεώρησης. Ελπίζουμε σε μια καλύτερη και ανανεωμένη συνέχεια. Η επιθεώρηση είναι
ένα είδος που όλοι το έχουμε ανάγκη. Κι αν είναι κάποιος που θα μπορούσε να την
επανατροφοδοτήσει με νέες, φρέσκες ιδέες, νέα ιδεολογήματα και άλλη αίσθηση
χιούμορ είναι σίγουρα η νέα γενιά. Οψόμεθα.
Πρώτη δημοσίευση: Parallaxi
16/09/2021