Χωρίς να είναι απόλυτος κανόνας, στην κριτική αποτίμηση ενός
θεάματος κυριαρχούν δύο προσεγγίσεις. Η μία λέει ότι η πιο "αληθινή" και "έντιμη" κριτική είναι εκείνη που γράφεται μόλις τελειώσει η παράσταση, όταν ακόμη τα συναισθήματα
που προκάλεσε είναι νωπά, ζωηρά, ζωντανά στη μνήμη. Άλλωστε, αυτός δεν είναι
και ο απώτερος σκοπός μιας παράστασης; Να αγγίξει τον ψυχοσυναισθηματικό κόσμο του θεατή, να του προκαλέσει το γέλιο ή
το κλάμα ή τη συγκίνηση; Για πολλούς, ναι.
Είναι όμως και η άλλη προσέγγιση που λέει πως όσο πιο
κοντά είναι κανείς σε ένα θέαμα (ή ανάγνωσμα) τόσο πιο πολύ κινδυνεύει να υποπέσει σε λάθη στην κρίση του, γιατί έτσι αφήνεται να τον παρασύρουν τα
συναισθήματα, η παρόρμηση, το ένστικτο. Η εγγύτητα, δηλαδή, επιτρέπει στην
καρδιά να κυριαρχήσει, πράγμα επικίνδυνο
γιατί η καρδιά δεν έχει λογική. Γι’ αυτό, διατείνονται οι θιασώτες της άποψης
αυτής, ο ασφαλέστερος δρόμος να κρίνει κάποιος ένα θέαμα είναι να απομακρυνθεί
χωροχρονικά από αυτό, να αφήσει τα συναισθήματα και την εμπειρία να
καταλαγιάσουν και πιο ήρεμα να καθίσει και να κάνει τον απολογισμό του. Που
σημαίνει: Διαβάζει, γράφει, σκίζει, πετάει, ξαναγράφει μέχρις
ότου η εμπειρία, από παρόρμηση/αντίδραση
της στιγμής γίνει στοχαστικός λόγος, «ορθός λόγος». Και εδώ βέβαια μπαίνει το επίσης
καυτό ερώτημα κατά πόσο ο εξορθολογισμός της εμπειρίας εμπεριέχει το σύνολο της
εμπειρίας;
Είναι
ένα τεράστιο κεφάλαιο στην ιστορία της κριτικής και δεν θα σας απασχολήσω άλλο εδώ.
Απλώς, αναζητώντας ένα είδος εισαγωγής στο τελευταίο βιβλίο της Μαρίας Τσιμά Ίσια Δικαιώματα (εκδόσεις Στερέωμα), σκέφτηκα
να μοιραστώ μαζί σας τις πρώτες αντιδράσεις που μου προκάλεσε η ανάγνωσή του.
Την πρώτη φορά που πήρα στα χέρια μου το βιβλίο της
Μαρίας Τσιμά δεν το διάβασα απλώς, το ρούφηξα κυριολεκτικά. Συγκινήθηκα. Και δεν
θέλω να συγκινούμαι όταν κάθομαι να γράψω κάτι σε μορφή κριτικής ή
βιβλιοπαρουσίασης, γιατί η συγκίνηση, όπως είπα, αποδυναμώνει την ικανότητα της
εκλογίκευσης. Δεν μπορείς να γράψεις κάτι και να σκέφτεσαι με την καρδιά, γιατί
υπάρχει το ενδεχόμενο αυτά που λες να
είναι αυστηρώς υποκειμενικά και να μην ανταποκρίνονται στο κείμενο, εννοώ στην πραγματική, στην αντικειμενική του ποιότητα.
Στο δικό μου
μυαλό η συγκίνηση έχει να κάνει πιο πολύ με το «τι» της γραφής παρά με το
«πώς». Όμως, όταν μιλάμε για λογοτεχνία το «πώς» λέγεται κάτι είναι εξίσου
ισχυρό κριτήριο αξιολόγησης όπως και το «τι» λέγεται. Στην καλή λογοτεχνία το
παν είναι το ευεργετικό πάντρεμα της μορφής και του περιεχομένου.
H συγγραφέας Μαρία Τσιμά
Έτσι λοιπόν το ξαναδιάβασα, επιδιώκοντας την όσο γίνεται
μεγαλύτερη εξοικείωση μαζί του και κατά
συνέπεια τον όσο γίνεται μεγαλύτερο έλεγχο των συναισθημάτων που προκαλεί το
περιεχόμενο. Και το ξαναδιάβασα και το
ξαναδιάβασα, σύνολο τέσσερις φορές, και κάθε φορά έλεγχα όλο και καλύτερα τη
συγκίνηση και ενίσχυα την κριτική μου διάθεση απέναντι στα κείμενα, στο πώς μας
δίνονται οι ιστορίες, πώς είναι αρθρωμένες, με τι μπορεί να τις συγκρίνει
κάποιος, εάν αντέχουν στη σοβαρή κριτική.
Η εξοικείωση μου με οδήγησε να ανασύρω από τη βιβλιοθήκη
μου ανάλογες ιστορίες που είχα συγκεντρώσει ενόσω ζούσα στον Καναδά και στην
Αμερική από Έλληνες μετανάστες και στη συνέχεια από Έλληνες μετανάστες στην
Αυστραλία που μου είχαν εμπιστευτεί χειρόγραφά τους. Και έτσι έφτιαξα ένα
πλέγμα εμπειριών που οδηγούσαν περίπου στο ίδιο κέντρο: στον άνθρωπο νομάδα, η ιστορία του οποίου
είναι η ιστορία της ανθρωπότητας, πέρα από φύλα, φυλές, παραδόσεις, νόρμες,
ηλικίες.
ΙΙ
Όλος ο κόσμος, αιώνες τώρα, βρίσκεται σε ένα διαρκές
ταξίδι μετανάστευσης, σε μια συνεχή αναζήτηση ενός τόπου αλλού, μιας προσωπικής
ουτοπίας, την οποία όσο την πλησιάζει τόσο αυτή δείχνει να απομακρύνεται,
τουλάχιστο για τους περισσότερους, παραχωρώντας τη θέση της στη δυστοπία.
Αυτό περίπου συμβαίνει και με τις πρωταγωνίστριες του
βιβλίου της Μαρίας Τσιμά. Εφτά γυναίκες-νομάδες∙
μακριά από τον γενέθλιο τόπο τους, εφτά «άλλες» γυναίκες, με άλλα όνειρα, σε
έναν άλλο τόπο, σε μια ετεροτοπία η οποία, σε κάθε βήμα τους, μεριμνά να τους θυμίζει
την ξενότητά τους, την ετερότητά τους, ότι δεν ανήκουν στο συλλογικό «εμείς»
αλλά στο διαφορετικό «αυτοί». Παντού τα όρια ανάμεσα στον τόπο και τον χώρο. Ο
«τόπος μας» και ο «χώρος τους». Και λέω
ο χώρος τους, με την έννοια της απροσδιοριστίας. Του μη ανήκειν.
Δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια να καταλάβουμε γιατί η
Πολωνή αφηγήτρια του βιβλίου μισεί την ερώτηση «από πού είσαι» και γιατί θέλει
να πάει στον Καναδά. Θέλει να πάει εκεί γιατί δεν σε ρωτούν από πού είσαι, μας
λέει. Απλά είσαι. Εκεί. Με τους άλλους. Ο Καναδάς στο μυαλό της είναι ένας
χώρος που της επιτρέπει να τον διαμορφώσει σε τόπο, τον τόπο της ώστε να
φιλοξενήσει και την προσωπική της προ-ιστορία.
Όλες από κάπου έρχονται. Απλώς δεν ξέρουν πού θα
καταλήξουν. Όλες αυτές οι «άλλες» γυναίκες των άλλων τόπων, κάνουν κατάθεση
ψυχής, όπου πρωταγωνιστεί η ΜΝΗΜΗ. Ή μάλλον καλύτερα οι δύο μνήμες, η μνήμη της
πατρίδας και η μνήμη του τόπου φιλοξενίας. Δύο μνήμες σε μια άβολη
συγκατοίκηση. Δύο μνήμες γεμάτες γκρίζες ζώνες. Τι ψάχνουν; Υποθέτω μια τρίτη
μνήμη, που θα βοηθήσει την ειρηνική συνύπαρξη των δύο. Μια τρίτη μνήμη που θα
σηματοδοτεί μια επανεκκίνηση και όχι μια επανάληψη.
Ο άνθρωπος-νομάδας
Αυτές οι άλλες γυναίκες-νομάδες της
Μαρίας Τσιμά μετατρέπουν σε επιτελεστικό
γεγονός, σε περφόρμανς, το αθέατο και ανείπωτο θέατρο του μυαλού τους. Αυτές οι
απούσες παρουσίες, αυτές οι σκιές που κινούνται ανάμεσά μας και δεν τις προσέχουμε,
αρθρώνοντας το προσωπικό τους δράμα αποκτούν υλική υπόσταση «εδώ και τώρα». Ως
αναγνώστες ή ως θεατές του δράματός τους ξαφνικά συνειδητοποιούμε ότι έχουν
φωνή. Έχουν ιστορία. Ότι πονάνε όπως κι εμείς. Ότι ξέρουν να αγαπούν, όπως κι
εμείς. Ότι ποθούν και κλαίνε όπως κι εμείς.
Μονολογώντας οι γυναίκες αυτές χαρτογραφούν τα πλαίσια
στις σχέσεις τους με το ακροατήριό τους και παράλληλα δημιουργούν τις χωροχρονικές
συντεταγμένες ώστε να κατοικήσει και να επιτελέσει το σώμα τους, το δικό τους
σώμα, ο μέγας πρωταγωνιστής. Παντού είναι το σώμα, όχι με την εικόνα της
αποθήκης της ψυχής όπως θα το ήθελαν παλιά, αλλά μιας δρώσας δύναμης.
Το σώμα που θυμάται. «Θυμάμαι το κορμί της», μας λέει η
Νατάσσα από τη Λιθουανία για τη μητέρα της.
Το άρρωστο και ανήμπορο σώμα που πληρώνει και το
σώμα-υπηρέτης που όταν αδικείται και
απαξιώνεται τιμωρεί και εκδικείται, όπως της Οξάνας από τη Ρωσία. «Μια καλή κουβέντα
δεν έλεγε,» μας λέει για τη γερόντισσα που πρόσεχε. Την έβριζε μπροστά της «σαν
να μην ήμουνα εκεί —φαντάσου πίσω μου τα έλεγε η σκατόγρια. Ποτέ δε με ρώτησε
μια κουβέντα. Από πού είσαι; Έχεις άντρα; Παιδιά; Γονείς;» Και λίγο παρακάτω: «Μα
άλλη υπομονή δεν είχα. Και δεν φοβήθηκα καθόλου. Και ύστερα….να έτσι….(τα
χέρια της δεν χτυπάνε πια τον αέρα. Στραγγαλίζουν) (σελ. 30, 33).
Το εικονικό σώμα, που πρωταγωνιστεί μέσω σκάιπ στον
μονόλογο της Τοντόρκα από τη Βουλγαρία, και το οποίο μάταια προσπαθεί να δει ολόκληρο, ακέραιο, η μάνα. Την ακούμε: «Πήγαινε
πιο κει…δε σε βλέπω καλά…δεν σ’ ακούω …αλλά διαβάζω τα χείλια σου…κάτι έπαθε
πάλι η σύνδεση…μην κλείνεις…να σε βλέπω λίγο…δεν πειράζει που δεν σ’ ακούω…έτσι
να σε καμαρώνω…κάνε μου νοήματα [….] δεν σε βλέπω καλά…σε χάνω…είσαι θολή…δε σε
βλέπω» (σελ. 35,36).
Και ξανά το απών σώμα, αυτή τη φορά μέσα από την αφήγηση
της Μαρίνας από τη Γεωργία: «…παντρεύτηκε ο γιος μου στη Γεωργία …χωρίς
μάνα…μετά παντρεύτηκε η κόρη μου…χωρίς μάνα…έχω τέσσερα εγγόνια…χωρίς γιαγιά»
(σελ. 49).
Το μοναχικό σώμα
της Κριστέλα από την Αλβανία που θυμάται ότι μωρό ξύπναγε μόνη. Και με τα δικά της λόγια: «Μόνος
γίνεσαι κανένας»
Το έγκλειστο σώμα της Κριστέλα πού έμαθε από τη μάνα της να
μην ανοίγει την πόρτα, «ποτέ σε κανένα».
Το κακοποιημένο και νεκρό σώμα της Κριστέλα που
επιστρέφει να μας μιλήσει για το ζωντανό της σώμα, το ερωτευμένο της σώμα που
ήθελε να ανήκει και κατέληξε κάτω από το χώμα.
Το έγχρωμο σώμα από τη Σιέρα Λεόνε που ζητά ίσια
δικαιώματα και όχι ακρωτηριασμένα, όπως τα σώματα του πολεμούν στην πατρίδα της.
Τα σώμα-επιφάνεια επάνω στο οποίο ο πολιτισμός αφήνει τα
σημάδια του. Παντού γυναικεία σώματα και αραιά και πού κάποια φευγαλέα αναφορά
σε κάποια μακρινή αντρική παρουσία. Η γυναίκα κυριαρχεί μέσα και έξω από το
σπίτι. Ένας κόσμος απόλυτα μητριαρχικός, δυνατός, πονεμένος. Αδικημένος, φιμωμένος.
Ένας κόσμος από σώματα που θέλουν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Όπως μας λέει
η Λορέτα από τη Σιέρα Λεόνε: «Πήγα και κρέμασα στην Παναγία ένα τάμα. Έχει πάνω
μια καρδιά. Ζητάω από το Θεό να κάνει καλά αυτό που χάλασε».
Στην αντίπερα όχθη, είναι τα σώματα που ανήκουν, τα
σώματα που πληρώνουν, τα σώματα που είναι άρρωστα και θέλουν φροντίδα. Είναι τα
σώματα-εργοδότες, άλλα με τις κακίες τους, άλλα με τις λόξες τους, τις
παραξενιές τους, τις απαιτήσεις τους, την ανθρωπιά και την απανθρωπιά τους.
Είναι προφανές πως η συγγραφέας θέλει να φαίνεται αυτή η
αντίστιξη ανάμεσα στα δρώντα σώματα και τα παθητικά σώματα. Εκείνα που δίνουν
και εκείνα που παίρνουν.
Σε κάθε περίπτωση και στις δύο περιπτώσεις εκείνο που
αποκτά ορατότητα είναι το άλλο πρόσωπο των σχέσεων αυτών, το ανομολόγητο,
κυρίως από τη μεριά του ξένου, όπου πρωταγωνιστεί παντού η γυναίκα που παλεύει
και θυσιάζεται για τα παιδιά της. Πουθενά μια γυναίκα για τον εαυτό της. Για το
Εγώ της. Ή κι όταν προκύψει μια τέτοια περίπτωση, όπως η Κριστέλα, τότε τα
εμπόδια που πρέπει να υπερπηδήσει είναι πάρα πολλά μέχρι να φτάσει στον
αυτοπροσδιορισμό.
ΙΙΙ
Από την αρχή με προβλημάτισε ο αριθμός 7. Δεν ξέρω γιατί
η Μαρία Τσιμά επέλεξε να σταματήσει στον δημοφιλέστερο ιστορικά αριθμό, μυθολογικά
και συμβολικά βεβαρημένο. Ένας αριθμός
που τον συναντάς παντού και σε όλους τους πολιτισμούς. Δεν τη ρώτησα για να μου δώσει τη δική της απάντηση, όχι γιατί δεν με ενδιέφερε (κάθε άλλο), απλά μου άρεσε η πρόκληση, το ρίσκο της δική μου απάντησης. Έτσι, άρχισα να σκέφτομαι, να κάνω υποθέσεις, προσπαθώντας παράλληλα να δω τι
από όλα ταιριάζει στις εφτά πρωταγωνίστριες του βιβλίου. Ορίστε κάποιες σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό μου:
Έξι είναι οι μέρες της δημιουργίας και η 7η
ημέρα ανάπαυσης και αργίας.Άρα το 7 ως σύμβολο ολοκλήρωσης και τελειότητας.
7 είναι
τα ιερά μυστήρια
7 τα
θανάσιμα αμαρτήματα
7
φορές μίλησε ο Ιησούς επί του Σταυρού
7 ψωμιά και λίγα ψάρια
πολλαπλασιάστηκαν από τον Ιησού Χριστό ώστε να χορτάσουν χιλιάδες ανθρώπους και
περίσσεψαν και 7 καλάθια γεμάτα
7 ήταν τα έθνη που ο Θεός
είπε ότι θα εκτόπιζαν οι Ισραηλίτες από τη Γη της Επαγγελίας
7 είναι οι σοφοί στην
ινδική μυθολογία,
7 οι σοφοί της αρχαίας Ελλάδας
Επτάπυλες Θήβες
7
είναι οι Πλειάδες
7 είναι ο αριθμός αφιερωμένος
στον Απόλλωνα
Η Ρώμη
χτίστηκε πάνω σε επτά λόφους
Οι γάτες λέγεται ότι έχουν
7 ζωές
Ο Φαραώ συνήθως παράγγελνε
πράγματα σε ομάδες των πολλαπλασίων του 7
7 οι βυζαντινές μουσικές
νότες
7 τα
χρώματα του φάσματος και του ουράνιου τόξου
Η
έβδομη σφραγίδα
Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι
Πράκτωρ 007
Στους Πόντιους αν ένα νήπιο αργούσε να
περπατήσει, ένα πρωτότοκο παιδί μάζευε αλεύρι από 7 «μονοστέφανα» έπαιρνε νερό
από 7 βρύσες, τα ζύμωναν, έκαναν ψωμάκια, τα έψηναν με φύλλα από 7 φράχτες και
τα μοίραζαν στα παιδιά της γειτονιάς.
Οι
Πυθαγόρειοι θεωρούσαν τον αριθμό 7 ως εικόνα και πρότυπο της τάξης και της
αρμονίας στη φύση.
Εφτά
τραγούδια θα σου πω
Γενικά
ο αριθμός 7 για όλους τους λαούς συνοδεύεται από μια ιστορία μυστηρίου, τάξης, μαγείας,
δύναμης και ιερότητας. «Σημαδεύει» τη ζωή μας από την αρχαιότητα έως σήμερα με
το δικό του ξεχωριστό τρόπο. Και η γυναίκα το ίδιο.
Ανήκει
δικαιωματικά σε αυτό τον μαγικό χώρο, τον μυστήριο και συνάμα σαγηνευτικό. Η Γυναίκα είναι μάνα-Γη, είναι η μήτρα του κόσμου, γι
αυτό και όλες μιλούν για τα παιδιά που γέννησαν που δεν είδαν ποτέ ή που
ζορίστηκαν να τα μεγαλώσουν. Αυτές οι μάνες-γυναίκες γίνονται η ίδια η Γη, η Φύση.
Πηγές ζωής, που μπορεί οι ίδιες να μην
είναι εφτάψυχες, αλλά αντέχουν στον πόνο, στη δοκιμασία. Γι’ αυτό και τους
αξίζει σαν αφιέρωμα το «εφτά τραγούδια θα σου πω».
IV
Εκείνο που έχω να τονίσω είναι ότι με γοήτευσε για άλλη
μια φορά η γραφή της Μαρίας Τσιμά. (Η πρώτη φορά ήταν με το Λιθόστρατο).
Κατανοώ απόλυτα την επιτυχία που είχαν οι μονόλογοι αυτοί στο θέατρο. Κουβαλούν
μέσα τους τη ρυθμικότητα και τη μουσικότητα του προφορικού λόγου. Είναι θέατρο.
Σε απογειώνουν συναισθηματικά, γιατί ακριβώς είναι βαθιά γειωμένοι, λες και
βγαίνουν μέσα από τα βάθη της γης, της ιστορίας και της βιβλικής μυθιστορίας,
από εκεί που βγήκε και η Εύα, το πρώτο θηλυκό.
Δεν έχουν φτιασίδια και λιλιά για εντυπωσιασμό. Δοσμένοι
με τρόπο λιτό, άμεσο, σε μία ευθεία με τα κύματα που απελευθερώνουν οι μνήμες, διοχετεύουν
ενέργεια, ζεστασιά. Ναι, να μια λέξη που αισθάνθηκα διαβάζοντας και το προηγούμενο
βιβλίο της Μαρίας Τσιμά: Ζεστασιά.
Η γραφή της αγκαλιάζει τον αναγνώστη. Τον ζεσταίνει.
Δημιουργεί ένα κλίμα συγκατοίκησης. Δεν τον αφήνει ποτέ έξω. Είναι σαν να του
μιλά διαρκώς, να του λέει κάτι στο αυτί. Να του εκμυστηρεύεται πάθη και
κρίματα.
Η Μαρία Τσιμά ξέρει να γράφει ιστορίες και μυθιστορίες με
ένα τρόπο απόλυτα φυσιολογικό. Τίποτα δεν εκβιάζεται στις αφηγήσεις της. Όλα
μοιάζουν αυτονόητα. Η Μαρία Τσιμά αποθεώνει, χωρίς να κραυγάζει, τον Άνθρωπο.
Τον κάθε άνθρωπο. Κατορθώνει μέσα από τις ετεροτοπίες και τις ουτοπίες αυτών
των γυναικών να αναδείξει τις αρετές του αγώνα για επιβίωση. Και αυτός ο αγώνας
στο βιβλίο της έχει φύλο. Και γνωρίζοντας την ιστορία του γυναικείου φύλου, δεν
μπορεί παρά να θαυμάσουμε αυτές τις γυναίκες-αγωνίστριες που παρά τις κακουχίες
διατηρούν την αξιοπρέπειά τους. Διεκδικούν το δικαίωμα της παρουσίας. Της παροντικότητας. Εδώ και τώρα. Που είναι
μεταξύ άλλων και το απόλυτο αξίωμα στο θέατρο.
Από την παράσταση των μονολόγων στον πολυχώρο Vault (Αθήνα) το 2016
Σημ. Η παρουσίαση του βιβλίου της Μαρίας Τσιμά έγινε στις 12/05/2019, στο
πλαίσιο της 'Εκθεσης Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη, περίπτερο «Κωστή Μοσκώφ». Συμμετείχαν επίσης η Έφη Σταμούλη και η Δήμητρα Πετροπούλου. Ένεκα περιορισμένου χρόνου δεν διαβάστηκε το πρώτο μέρος του κειμένου.