Κάποια
τσιτάτα ατάκτως ερριμμένα από τον χώρο της (ιστορικής) πρωτοπορίας και του
πειραματισμού, με αφορμή την παράσταση του
Δον
Κιχώτη (σε σκηνοθεσία Έφης Μπίρμπα, Μέγαρο Μουσικής, Θεσσαλονίκη) που
μπορεί να μην μου άρεσε καθόλου, όμως ήταν ένα καλό ερέθισμα για το παρακάτω
σχόλιο.
-
Aπό την ποιητική του μοντέρνου στην ποιητική του μεταμοντέρνου: εμπλουτισμένος πίνακας
Πώς ερμηνεύω τον κόσμο όπου συμμετέχω; Και τι είμαι μέσα σ’ αυτόν;
O Δον Κιχώτης, ο θεατής και ο ύπνος ο βαθύς
Ο Αλόνσο
Κιχάδα, γνωστός ως Δον Κιχώτης, είναι ένας μοναχικός καβαλάρης του άπιαστου που
αγωνίζεται να αποδείξει πως αυτά που πιστεύει είναι αληθινά. Ο τρόπος που
διαχειρίζεται τα ζητήματα που τον απασχολούν δεν διαφέρουν και πολύ από τις
βασικές φιλοσοφικές θέσεις που αναπτύσσουν αργότερα οι Διαφωτιστές και οι
οποίες περίπου λένε πως μια παρατήρηση μπορεί να είναι «αληθινή» κατά δύο
τρόπους: Είτε γιατί ανταποκρίνεται στην αντικειμενική πραγματικότητα είτε γιατί
ανταποκρίνεται στην υποκειμενική και εσωτερική εμπειρία. Στη δεύτερη κατηγορία
ανήκουν ο Δον Κιχώτης και ο καλός του γείτονας και ακόλουθος Σάντσο Πάντσα. Στην πρώτη ανήκουν οι περισσότεροι από μας. Όσο πιο πολλοί πιστεύουμε σε ένα
φαινόμενο, τόσο πιο εύκολα αυτό αποκτά την ιδιότητα του πραγματικού∙ νομιμοποιείται
δηλ. μέσω των πολλών. Στην άλλη περίπτωση, νομιμοποιείται μόνο μέσα από τη
φαντασία και τις θέσεις του προσλαμβάνοντος υποκειμένου.
Πυρκαγιές με στυλ
Οι «Πυργαγιές» του Ουαζντί Μουάουαντ είναι ένα έργο επικών διαστάσεων, με
πρωταγωνιστές τη Ζαν και τον Σιμόν, τα 15χρονα παιδιά της Ναουάλ, τα οποία
επισκέπτονται το γραφείο του συμβολαιογράφου που έχει αναλάβει να τους
μεταφέρει την τελευταία επιθυμία της μητέρας τους πριν πεθάνει. Εκεί μαθαίνουν
πως για να αναπαυθεί η ψυχή της πρέπει να της κάνουν μια χάρη: να παραδώσουν δύο
φακέλους, έναν στον αδερφό (που δεν γνωρίζουν ότι έχουν) και τον άλλο στον
πατέρα (που ξέρουν ότι είναι νεκρός). Δεν είναι ευχάριστη η συνάντηση. Είναι
χαρακτηριστικά τα λόγια του Σιμόν όταν λέει πως «ακόμη και νεκρή δεν σταματά να
μας τσαντίζει», αναφερόμενος στη μητέρα του, η οποία πέρασε τα τελευταία πέντε
χρόνια της ζωής της στην απόλυτη σιωπή, όπως κατ’ αντιστοιχία και οι γονείς του συγγραφέα οι οποίοι, φεύγοντας
από τον φλεγόμενο Λίβανο για τον Καναδά, δεν του μίλησαν ποτέ γι αυτό το εθνικό
τραύμα.