Kάθε λογοτεχνικό, και
κυρίως θεατρικό, έργο οφείλεις πρωτίστως να το δεις στα χρονικά όρια της εποχής
στην οποία και για την οποία γράφτηκε, πριν προχωρήσεις σε συγκρίσεις,
ερωτήσεις περί διαχρονικότητας, βιωσιμότητας κ.λπ. Και το Σπιρτόκουτο, η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Γιάννη Οικονομίδη, δεν
αποτελεί εξαίρεση. Για τη σωστή αξιολόγησή της, επιβάλλεται η ένταξή της στο
ιστορικό πλαίσιο όπου πρωτοεμφανίστηκ.
Η Ελλάδα του
πλούτου…
Η
ταινία έσκασε σαν βόμβα στις κινηματογραφικές αίθουσες σε μια στιγμή κατά την
οποία μια ολόκληρη χώρα βρισκόταν σε κατάσταση Ολυμπιακού και χρηματιστηριακού
παροξυσμού. Μια χώρα όπου όλος ο κόσμος έτρεχε με χίλια να πλουτίσει. Μια Ελλάδα
όπου όλοι ήταν στο σούρτα φέρτα, με πεντέξι πιστωτικές κάρτες ανά χείρας,
διακοπές σε ακριβά θέρετρα, εξοχική κατοικία, και μια οικογένεια τιμή και
καμάρι.
Εν
μέσω αυτής της βλαχομπαρόκ ευδαιμονίας, λοιπόν, ήρθε αυτή η «αναιδέστατη» ταινία
να ξύσει πληγές με τον γκασμά και όχι με το νυστέρι, πολλώ δε με το γάντι, ρίχνοντάς
κι αλάτι από πάνω, έτσι για να πονάνε περισσότερο.
Υπερνατουραλισμός
Στο
μυαλό μου η γραφή του Οικονομίδη είναι μια ακραία εκδοχή του εγχώριου νατουραλισμού.
Θα τολμούσα να πω ότι είναι ένα από τα πιο άρτια δείγματα νεοελληνικού «υπερνατουραλισμού»,
όπως περίπου μας το γνώρισαν ξένοι συγγραφείς του τύπου Ντέιβιντ Μάμετ. Και θεωρώ
πως πολύ καλά έπραξε ο Οικονομίδης και ανέθεσε τη «θεατροποίησή» του έργου του στην ομαδα 90c, στον σκηνοθέτη της
Δημήτρη Κομνηνό και στη Χαρά Τσιώλη. Και λέω καλά έπραξε, γιατί η γραφή του
έχει μια τέτοια αίσθηση οικονομίας, που στο σανίδι αποκτά σαφώς ακόμη πιο
εκρηκτικές διαστάσεις, πράγμα που αποδείχτηκε άλλωστε έμπρακτα και στην πρεμιέρα
στο θέατρο Βικτώρια το 2007, με τον
Κώστα Μπάρα στον κεντρικό ρόλο του «Δημήτρη» της ιστορίας, του φωνακλά πάτερ
φαμίλια.
Το στόρι
Όπως
συνήθως συμβαίνει σε έργα όπου πρωταγωνιστεί η «λέξη», η ιστορία δεν είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ή, κι αν
είναι, δεν παύει να παίζει δεύτερο βιολί στα τερτίπια του Λόγου. Δείτε, για
παράδειγμα, τα έργα του Δημητριάδη, του Πομερά, του Μπάρκερ, του Κριμπ και εν
προκειμένω δείτε το «Σπιρτόκουτο»,
όπου πρωταγωνιστούν δύο λαϊκοί τύποι, οι οποίοι πασχίζουν να τα βρουν μεταξύ
τους ώστε να ανοίξουν μια μικρή επιχείρηση στον Κορυδαλλό. Όμως, όσο πιο πολύ
το συζητούν τόσο πιο πολύ διαφωνούν. Τσακώνονται. Σφάζονται. Βρίζουν χυδαία,
μέχρι που κάποια στιγμή μπαίνει στη μέση η γυναίκα του ενός (του Δημήτρη), και
ενώ περιμένεις ως θεατής να λειτουργήσει συμφιλιωτικά, κάτι σαν deus ex machina,
ρίχνει κι άλλο λάδι στη φωτιά. Στο άψε σβήσε εμπλέκεται και αυτή στη διαμάχη. Τα
ντεσιμπέλ ανεβαίνουν κατακόρυφα, ώσπου στο θυμό της επάνω σκάει μία βόμβα μεγατόνων στα μούτρα του άντρα της, λέγοντάς
του ότι η κόρη τους η Κική δεν είναι δικό του παιδί (θυμίζω εδώ εν τάχει τον Πατέρα του Στρίντμπεργκ, ένα πρώτο
δείγμα νατουραλισμού προ DΝA).
Τι
ήταν να το ξεστομίσει! Τρελαίνεται ο πολύς Δημήτρης, βλέποντας ξαφνικά τη γη να
φεύγει κάτω από τα πόδια του. Αντιδρά κατά πως ξέρει. Ρίχνει κατά ριπάς τα
μπινελίκια, για να κλείσει το έργο με μια αμήχανη στιγμή ηρεμίας, που αφήνει
χώρο να ακουστεί η απορία του: πώς κάθισαν μαζί τόσα χρόνια; Πώς έζησαν με ένα
ψέμα; Μια απορία που συμμαζεύει όλο το έργο σε τρία δεύτερα.
Ρε μαλάκα
Αυτή
είναι λοιπόν η ιστορία. Ένα οικογενειακό δράμα που θα μπορούσε κανείς να γράψει
κάλλιστα και για την τηλεόραση, και μάλιστα για τη ζώνη υψηλής θεαματικότητας. Όμως,
το ξαναλέω, δεν είναι η ιστορία το θέμα. Όπως και στο έργο του Άλμπι Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, έτσι
κι εδώ το ζήτημα είναι οι μάσκες που φοράει ο άνθρωπος για να επιβιώσει είτε
κατά μόνας είτε μέσα στην οικογένειά του. Η μάσκα είναι στο στόχαστρο. Σε αυτή
θέλει να βάλει φωτιά με το σπιρτόκουτό του ο Οικονομίδης. Και επιλέγει να το κάνει ακαριαία και βίαια,
ακουμπώντας στη δυναμική του λόγου, ενός λόγου άκρως ποιητικού. Ναι, καλά
διαβάσατε. Έτσι ακριβώς.
Υπάρχει
ποίηση σε αυτόν το γλωσσικό βόθρο. Μια ποίηση που αφηνιάζει μόλις ανοίγει το σπιρτόκουτό
του (κάτι σαν magic
box)
ο Οικονομίδης. Καντάρια ποίηση. Κατευθείαν από την πραγματικότητα του
πεζοδρομίου, της προφορικότητας, του αυθορμητισμού, του ενστίκτου. Εκεί όπου οι
λέξεις ούτε σημαίνουν κάτι ούτε παραπέμπουν κάπου. Εκεί όπου έχουν ακυρωθεί οι
σχέσεις σημαίνοντος και σημαινομένου, όπως θα έλεγαν κάποτε οι σημειολόγοι. Το «μαλάκας»
είναι ένα τίποτα. Το «Άντε και γαμήσου», ένα τίποτα. «Ρε μουνί». Κι αυτό
τίποτα. «Χέσε μας». Σαν να μην το άκουσες. «Αι ξύστα αρχίδια σου». Κι αυτό στο
κενό.
Λέξεις
και πάλι λέξεις και φτου ξανά λέξεις, που το μόνο που έχουν να δώσουν είναι την
ακουστική τους ορμή. Λέξεις που έχουν δικό τους σώμα. Λέξεις που δεν υπηρετούν
κανένα νόημα παρά μόνο τον εαυτό τους. Είναι το κόμμα και η τελεία στο λόγο. Το
θαυμαστικό. Όλα τα σημεία στίξης. Δίνουν τον ρυθμό. Καθορίζουν τις παύσεις. Ρίχνουν
τις γέφυρες από τη μια ημιτελή πρόταση στην άλλη. Λέξεις που σε προκαλούν και
σε προσκαλούν να τις ακούσεις. Σου φωνάζουν, «ρε μαλάκα». Και ξανά. Και ξανά.
Μέχρι να σου καρφωθούν στο υποσυνείδητο. Όχι σαν νόημα αλλά σαν ακουστικό
ερέθισμα. Γι’ αυτό και δεν θυμώνουμε όταν μας τις πετάνε στα μούτρα. Λέξεις
είναι θα περάσουν.
Σκηνοθεσία
Ο
Στάθης Μαυρόπουλος, στην πέμπτη παραγωγή με την ομάδα του Γκράν Γκινιόλ,
σκηνοθέτησε την παράσταση στο ύφος των έργων του Οικονομίδη. Έντονοι ρυθμοί,
ενέργεια και ποδοβολητό ακραίων συναισθημάτων. Η ένταση διαρκώς στο κόκκινο.
Όλα σε ρυθμό πολυβόλου. Όλα απνευστί. Ογδόντα λεπτά. Μονορούφι.
Σε
ένα ρημαγμένο σκηνικό χώρο, με τα έπιπλα σε στάδιο αποσύνθεσης και τα χαρτιά να
θυμίζουν σκουπιδότοπο (το εμβληματικό σκηνικό του εσωτερικού σπιτιού, της
Σοφίας Τσιριγώτη) ο Μαυρόπουλος έβαλε τα πυρακτωμένα δρώμενα του Οικονομίδη
επάνω σε ράγες καλά λαδωμένες και τα κατέβασε ορμητικά στην πλατεία του
«Αυλαία». Έπεισε. Αρκετά. Και εκτιμώ πως θα έπειθε πιο πολύ εάν έκανε κάπου κάποια
παύση και αναζητούσε και τα ημιτόνια της οργής. Θα μπορούσε να δοκιμάσει στα
σημεία κι άλλες εντάσεις, λίγες πιο κάτω λίγες ποιο πάνω έτσι ώστε το
σκιτσάρισμα των συναισθημάτων και των διαθέσεων να είναι πιο ανάγλυφο, κάτι σαν
καρδιογράφημα. Γιατί οι διαθέσεις αλλάζουν. Δεν είναι όλες κολλημένες στο
κόκκινο και για όλους. Όπως σκηνοθετήθηκαν όμως έκαναν όλους τους χαρακτήρες να
είναι πανομοιότυποι, με αποδυναμωμένες τις ανάσες που απελευθερώνει η ανθρώπινη
ψυχή στις εκρήξεις και τις ηρεμίες της. Μιλώ για αναγκαίες αυξομειώσεις που θα προίκιζαν
την παράσταση με μεγαλύτερη ανθρώπινη ποικιλότητα.
Σε
κάθε περίπτωση, η παράσταση είχε ρυθμό, δύναμη. Έκανε γκελ. Η διανομή ήταν
καλή, απλά όπως είπα, προσμετρώ στα μείον το γεγονός ότι όλοι οι ρόλοι
διδάχτηκαν «χοντρικά», χωρίς αποχρώσεις. Έχουμε και λέμε:
Ερμηνείες
Ο
Στάθης Μαυρόπουλος, σε ένα ρόλο διαφορετικό από αυτούς που μας έχει συνηθίσει, έπεισε
ότι ζούσε το στόρι από την αρχή έως το
τέλος. Μπήκε φουριόζος και έδειξε έτοιμος για όλα. Φοβερή ενέργεια. Αν πατούσε πού
και πού φρένο πιστεύω το αποτέλεσμα θα ήταν πιο ολοκληρωμένο, γιατί θα άλλαζε
και τον ρυθμό στους άλλους σκηνικούς συνοδοιπόρους του, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση υποστήριξαν αυτό που
διδάχτηκαν. Ενσάρκωσαν με κέφι και καλό έλεγχο τους ρόλους τους. Πίστεψαν σε
ό,τι τους ανατέθηκε και το κατέβασαν στην πλατεία με όλο το σώμα και τα ψυχικά
τους αποθέματα. Εξαιρώ μια, κατά τη γνώμη μου, αμήχανη σκηνή, εκεί όπου μπαίνει
ο Πέτρος Μαλιάρας, και επιβάλλεται από το πουθενά του τάφου σιωπή. Δεν ψέγω τον
ηθοποιό. Μια χαρά έπαιξε. Απλώς με ξένισε η επιλογή της σκηνοθεσίας, η οποία
ξαφνικά θυμήθηκε τη δυναμική της σιωπής (παύσης) μόνο που την εμφάνισε
ξεκάρφωτη. Εξού και η απουσία κάποιας συνέχειας, γιατί ο Μαλιάρας, μετά την
πρώτη κρυάδα στο σπίτι του «Δημήτρη», πατά
κι αυτός γκάζι, για να συναντήσει τη «μαινάδα» Ιωάννα Λαμνή, και όλους τους
άλλους «τρελαμένους»: Βουρλιώτη, Κοντό, Πετροπούλου και Σταματίου. Ένα τιμ ζωσμένο εκρηκτικά.
Σωστά
φωτισμένος από τον Διονύση Καραθανάση ο χώρος. Το σχετικό ημίφως υπογράμμιζε εύστοχα
την εικόνα παρακμής της ιερής οικογένειας.
Συμπέρασμα:
μια παράσταση δουλεμένη, με ενέργεια και καλή θερμοκρασία. Της έλειπαν ωστόσο ημιτόνια
ώστε να γράψει ακόμη καλύτερα.
Σημ.
Πρώτη δημοσίευση 6/12/2017
Greek Play Project