Πέτρες
στις τσέπες του, της Μαρί Τζόουνς (1996). Το έχω δει
σε έξι διαφορετικές εκδοχές (δύο εκτός και τέσσερις εντός χώρας) και κάθε φορά
λέω «εντάξει αυτή είναι και η τελευταία», αλλά ποτέ δεν κρατάω το λόγο μου. Όλο
και τον αθετώ. Και σίγουρα δεν το κάνω για τα βαθυστόχαστα νοήματά του, τα
περισσότερα μιας μάλλον εύπεπτης τηλεοπτικής κοπής. Ούτε για τους φιλοσοφικούς
του στοχασμούς, που δεν ξεφεύγουν από τα τετριμμένα. Ούτε για το διάλογό του.
Επιστρέφω ξανά και ξανά γιατί απολαμβάνω τα ατόφια θεατρικά του υλικά. Απολαμβάνω
τον τρόπο που διαφημίζει την τέχνη του θεάτρου και πιο πολύ την τέχνη του
ηθοποιού. Και εννοώ εκείνου του ηθοποιού του ικανού να ανταποκριθεί στις
συγκεκριμένες απαιτήσεις του έργου, γιατί αν δεν μπορεί άστα να πάνε….
Ο
ηθοποιός φάντασμα
Αν
και κοινότοπο το σημειώνω γιατί αφορά αυτά που θα σχολιάσω παρακάτω. Από τη
στιγμή που ένας ηθοποιός μπει στο πλαίσιο μιας σκηνικής επιτέλεσης αποκτά
αυτόματα και τις ιδιότητες του φαντάσματος. Και όπως όλα τα φαντάσματα, έτσι κι
αυτός έχει την πολυτέλεια να είναι παντού και πουθενά, να είναι τα πάντα και το
τίποτα, να αλλάζει κατά το δοκούν
χρώματα, πόζες, φύλα. Τώρα το βλέπουμε τώρα όχι. Ή περίπου. Τίποτα δεν μπορεί
να του αντισταθεί, τουλάχιστο μέχρις ότου κλείσουν τα φώτα και τραβήξει για το
σπίτι του, αφήνοντας την εικόνα του φαντάσματός του να περάσει στην αποθήκη της
μνήμης του θεατή, για να ξαναζωντανέψει από την αρχή, μόλις ανάψουν πάλι.
Πάντοτε. Στους αιώνες των αιώνων. Γιατί αυτό είναι το θέατρο: ένα στέγαστρο
φαντασμάτων.
Και
το πολυβραβευμένο και πολυδιαφημισμένο έργο της Τζόουνς αυτό ακριβώς
πραγματεύεται: την ιδέα του ηθοποιού φαντάσματος. Αυτός είναι ο απόλυτος
πρωταγωνιστής του στόρι της. Τίποτα δεν τον επισκιάζει. Τίποτα δεν τον φοβίζει.
Ούτε η τεχνολογία ούτε η μουσική ούτε τα κοστούμια ούτε τα σκηνικά ούτε τα
όποια μηνύματα. Αυτός και μόνον αυτός βρίσκεται στο επίκεντρο, όπου καλείται να
κάνει «επίδειξη» των εκφραστικών του εργαλείων. Πώς παιδεύεται, πώς
μεταμορφώνεται; Πώς γράφει και πώς «ξεγράφεται»; Πώς φαίνεται και πώς
εξαφανίζεται. Dr Jekyll & Mr Hyde.
Όλα
γύρω από «πώς» της γραφής και της διαγραφής (του) και μόνο δευτερευόντως γύρω
από το «τι». Και εδώ διευκρινίζω κάποια πράγματα γύρω από τη γραφή της Τζόουνς.
Περί
γραφής
Μπορεί
η ιστορία του έργου να μην έχει κάτι το ιδιαίτερο ως περιεχόμενο, κάτι
βαθυστόχαστο και καινούργιο να μας πει και να μας διδάξει, ωστόσο είναι έτσι
δομημένη που προδίδει στέρεη γνώση, και εννοώ γνώση των βασικών κανόνων και
μυστικών της δραματικής τέχνης.
Η
Τζόουνς δείχνει ότι είναι μια υποψιασμένη θεατρική συγγραφέας. Ξέρει τι πάει να
πει καλή δοσολογία. Τι πάει να πει ρυθμός, εναλλαγές, σκηνική οικονομία. Ξέρει
πότε να σταματήσει ώστε να μην ξεχειλώσουν τα ευρήματά της. Ξέρει πότε να βάλει
τρικλοποδιά, πότε να παίξει κρυφτούλι, πώς να κουρδίσει και να ξεκουρδίσει το
ανελέητο γαϊτανάκι ρόλων, το συνεχές πηγαινέλα εικόνων, τις εναλλαγές
συναισθημάτων.
Ξέρει πού και πότε να πετάξει τις ατάκες
της, πού και πότε να επιχειρήσει τα γυρίσματά της ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή, την
εξιδανικευμένη ζωή στην επαρχία
και τη σκληρή πραγματικότητα. Και πάει λέγοντας και τρέχοντας σαν σε ζαλιστικό
ρόλερ κόουστερ που κουβαλά τις
περιπέτειες των γυρισμάτων μιας χολυγουντιανής ταινίας σε μια ιρλανδέζικη
επαρχία με πρωταγωνιστές δυο θεοπάλαβους κομπάρσους, τον Τσάρλι Κόλον (που
φιλοδοξεί να γίνει συγγραφέας) και τον Τζέϊκ Κουίν, που μόλις επέστρεψε από τη
Νέα Υόρκη, και που είναι σφόδρα ερωτευμένος με την πρωταγωνίστρια σταρ της
ταινίας την Κάρολαϊν η οποία, όσο και να προσπαθεί, είναι αδύνατο να αποκτήσει
την ιρλανδική προφορά.
Τραγική
στιγμή η αυτοκτονία του νεαρού Σων Χάκιν, ο οποίος βάζει πέτρες στις τσέπες του
και πηδά στο ποτάμι, μη μπορώντας να αντέξει τον προσβλητικό τρόπο με τον οποίο
τον αντιμετώπισε η Κάρολαϊν. Με την αυτοκτονία του τελειώνει το πρώτο μέρος.
Το
δεύτερο μέρος είναι κάπως πιο γκρίζο. Η τοπική κοινωνία φέρει βαρέως τον θάνατο
του νεαρού. Και πιο πολύ ο Τζέικ, ο οποίος ψέγει τον εαυτό του γιατί δεν του
συμπαραστάθηκε όταν έπρεπε. Οι μόνοι που προχωρούν απτόητοι και σύμφωνα με το
χρονοδιάγραμμά τους είναι οι παραγωγοί της ταινίας. Τίποτα δεν τους σταματά. Ο
χρόνος είναι χρήμα.
Οι
δυο φίλοι στο τέλος αποφασίζουν να ξαναγράψουν το έργο του Τσάρλι, με βάση τώρα
την ιστορία του Σων, μια αλλαγή που όμως δεν συγκινεί τον σκηνοθέτη, ο οποίος
δεν τη βρίσκει αρκετά ρομαντική και κυρίως εμπορική.
Ερμηνείες
Ο
απόλυτα (και ευχάριστα) κιτσάτος σκηνικός χώρος της Μαγδαληνής Αυγερινού που
έστησε στη σκηνή του θεάτρου Αριστοτέλειο, με τα χάρτινα αντικείμενα και τη
ζωγραφισμένη καντίνα για την εξυπηρέτηση των ηθοποιών και κομπάρσων, ήταν
απόλυτα ταιριαστός με το στίγμα της παράστασης, που αρχίζει με τους δύο
ηθοποιούς (Γιώργο Χρυσοστόμου και Μάκη Παπαδημητρίου) να ζεσταίνονται κάνοντας
σουτ σε μια πρόχειρα στημένη μπασκέτα. Κάτι σαν προαγώνας πριν από τον αγώνα
της μάσκας.
Με
το που σβήνουν τα φώτα και αρχίζει το σλάλομ των ρόλων (σύνολο 14) κυριαρχεί
μια γενικότερη όσο και αναμενόμενη (επικοινωνιακή) σύγχυση. Ο θεατής
δυσκολεύεται να καταλάβει ποιος είναι ποιος και τι κάνει. Όχι όμως για πολύ. Μετά
τα πρώτα δεκαπέντε λεπτά όλα σιγά σιγά βρίσκουν τη θέση τους και τα πατήματά τους στο σκηνικό ταμπλό.
Οι ρόλοι ξεκαθαρίζουν, όπως και οι κώδικες που χρησιμοποιούν οι δύο ηθοποιοί
για να τους σκιαγραφήσουν.
Από
κει και πέρα η πλατεία χαλαρώνει και αφήνεται να παρασυρθεί από τις μανιώδεις
μεταμορφωτικές ντρίπλες των Τσάρλι (Χρυσοστόμου) και Τζέϊκ (Παπαδημητρίου), δύο
ταλαντούχων και με καλό γκελ ηθοποιών, που επέλεξαν να περάσουν στο περιθώριο
τις όποιες υπόγειες «γκρίζες» ζώνες του έργου και να σταθούν πιο πολύ στην
παιγνιώδη δυναμική του, στο πιο γελαστικό του πρόσωπο, προφανώς για να το
κατεβάσουν πιο εύκολα στην πλατεία.
Και
πράγματι, με τον αέρα του θεάτρου στα πανιά τους οι δύο ηθοποιοί, για ενενήντα
λεπτά, κούρδισαν και ξεκούρδισαν καταστάσεις, τύπους και ταμπεραμέντα, χωρίς να
εκβιάζουν πράγματα, να ξεσαλώνουν (και το έργο προσφέρεται για τέτοιους
εκτροχιασμούς) ή να αποζητούν
αποκούμπι σε φτηνιάρικες υπερβολές. Με σταθερό προσανατολισμό, καθαρή ματιά και
καλή αίσθηση της κωμικής ατάκας και κυρίως των ορίων έφτασαν στο στόχο τους.
Και ανταμείφθηκαν. Ο κόσμος (ανάμεσά τους και πολλοί νέοι) ανταπέδωσε με
γέλιο χαράς και παρατεταμένο
χειροκρότημα.
Παρατήρηση
Εκτιμώ
πως η συνολική εικόνα αυτού που μας παρέδωσαν οι δύο καλλιτέχνες θα ήταν κατάτι
αρτιότερη εάν είχαν κάποιον (εκτός), και εννοώ σκηνοθέτη, να τους προτείνει πιο
ευφάνταστες λύσεις σε εκείνα τα περάσματα όπου κυριαρχούσε μια μάλλον
«μηχανιστική» λογική που δεν ήταν ταιριαστή με την τρέλα που χαρακτήριζε τις
υποκριτικές τους επιδόσεις. Σε εκείνα τα σημεία η συν-σκηνοθεσία τους χώλαινε.
Δεν είχε τα απαιτούμενα καύσιμα, με αποτέλεσμα το ανάλαφρο παίξιμό τους να
χάνει τον ρυθμό του, να ψάχνεται και να βαραίνει.
Σε
γενικές γραμμές: μια καλόγουστη εμπορική παράσταση.
Ναι, υπάρχουν ακόμη εμπορικές παραστάσεις που δεν κοροϊδεύουν τον θεατή.
Σημ. Πρώτη δημοσίευση. Parallaxi 2/10/2017. http://parallaximag.gr/agenda/theatro/ergo-gia-theatrinous