Το θέατρο, όταν είναι
καλό, δεν αφορά κάποιους συγκεκριμένα (πλούσιους, φτωχούς, νέους, γέρους,
άντρες γυναίκες κ.λπ), αλλά τους πάντες. Γιατί οι πάντες κουβαλούν μέσα τους
την ουσία του: το «παιχνίδι».
Όλα στη ζωή είναι μια
μορφή επιτέλεσης (μια περφόρμανς). Όλοι στριμωχνόμαστε επάνω σ’ ένα πατάρι, που
ακούει στο όνομα Πλανήτης Γη (Theatrum Mundi το αποκαλούσαν τον Μεσαίωνα), και επιδιδόμαστε στις παιγνιώδεις ακροβασίες μας, πάντοτε υπό το
βλέμμα κάποιου ορατού ή αόρατου θεατή. Το παιδί στο σπίτι, ο δάσκαλος στην
τάξη, ο αστυνομικός στο δρόμο, ο
πολιτικός στο μπαλκόνι. Δεν έχει σημασία πώς ο καθένας από μας επιλέγει
να μπει σε αυτό το παιχνίδι. Σημασία έχει ότι όλους μας ενώνει η ίδια κινητήριος δύναμη: η διάθεση να
είμαστε ή να γινόμαστε κάτι άλλο. Αυτή η μεταμορφωτική μανία πυροδοτεί και τη
δράση.
Πατάρι πρότζεκτ (Patari Project)
Η σκηνοθέτιδα Σοφία
Πάσχου έχει το δικό της τρόπο να υλοποιεί τις παιγνιώδεις διαθέσεις της. Αντί
για τη μεγάλη σκηνή, κάνει θέατρο επάνω σε ένα χώρο πολύ μικρό, ένα πατάρι,
όπου οι λύσεις δεν είναι διόλου εύκολες. Για να πείσουν, απαιτούν βαθιά γνώση
των εκφραστικών δυνατοτήτων του ανθρωπίνου σώματος. Κι αν κρίνω από τη μέχρι
σήμερα δουλειά της, η νεαρή σκηνοθέτιδα δείχνει ότι έχει μελετήσει καλά και τον
Λεκόκ και την ανατομία του χώρου όπου δοκιμάζεται και πειραματίζεται. Έχει
υπόψη της τις ιδιαιτερότητές του. Έχει καταλάβει πόσο σημαντική είναι η έννοια
του ensemble στη διδασκαλία των ρόλων, η δημιουργία εικόνων συνόλου, η χημεία σωμάτων.
Έχει υπόψη της ότι κάθε λεκές, κάθε παρατυπία, κάθε στραβοτιμονιά «λάμπει», υπό
την έννοια ότι δεν μπορεί να κρυφτεί. Δεν έχει πού να πάει, άλλωστε. Παραμένει
εκτεθειμένη στο μάτι του κυκλώνα.
Σ’ αυτό το πινγκ πονγκ
ακριβείας, με την πυκνή σύνταξη και το καλά ρυθμισμένο εστιακό κέντρο, η ματιά
του θεατή λειτουργεί εντελώς διαφορετικά σε σχέση με τη μεγάλη σκηνή, όπου
απλώνεται και έτσι χάνει ή αδιαφορεί για τις λεπτομέρειες. Το μικρό εμβαδόν
ενός παταριού εκθέτει πιο εύκολα τους δρώντες όγκους, γιατί ακριβώς τους βάζει
«μεγεθυμένους» σ’ ένα ενιαίο κάδρο. Είναι σαν ένα μικροσκόπιο. Ή αν θέλετε, ένα
μηχάνημα ακτινογραφίας. Συγκεντρώνοντας τα πάντα σ’ ένα πατάρι, τονίζεται ακόμη
πιο πολύ η ούτως ή άλλως δεδομένη υλικότητα και παροντικότητά τους.
Νέα παραμύθια
Το παιδικό μας θέατρο
μπορεί να έχει κάνει βήματα μπροστά τα τελευταία χρόνια, όμως ο μεγάλος του
όγκος δεν έχει ακόμη ξεπεράσει το σύνδρομο των στερεότυπων, ιδεολογικών και
αισθητικών. Πολλοί από αυτούς που το υπηρετούν νομίζουν ότι το παιδί της εποχής
μας είναι ένας εύκολος «πελάτης» που ικανοποιείται με οτιδήποτε: το υπερβολικό
παίξιμο, το προβλέψιμο, το γκλίτερ, τα εκτυφλωτικά εφέ, τα εύκολα χαχανάκια,
τις χιλιοχρησιμοποιημένες πόζες, τις άνοστες μούτες και γκριμάτσες. Κούνια που
τους κούναγε. Ένα δεκάχρονο παιδί σήμερα είναι ένας δεκαπεντάχρονος του 1970.
Δεν μπορείς να το ταϊζεις κουτόχορτο. Ιδίως σε ό,τι αφορά τις έμφυλες σχέσεις.
Τα παραμύθια με τις
ωραίες κοιμωμένες και τα πριγκιπόπουλα που τις ξυπνάνε μ’ ένα φιλί ή τις
παντρεύονται γιατί τους κάθεται το γοβάκι, έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο τους. Τα
παιδιά έχουν άλλα πρότυπα στο μυαλό τους,
γι’ αυτό και είναι
καλοδεχούμενη κάθε προσπάθεια που ξεφεύγει, που βλέπει αλλού και κυρίως με άλλα
μέσα, πιο ζωηρά και ενημερωμένα. Όπως εν προκειμένω η τελευταία δουλειά της
Πάσχου, «Πιάνω παπούτσι πάνω στο πιάνο», περφόρμανς βασισμένη σε ιδέα του
Θωμά Μοσχόπουλου, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε στο θέατρο Πόρτα πέρυσι και φέτος
εντάχθηκε στις Γιορτές Ανοιχτού Θεάτρου του Δήμου Θεσσαλονίκης (Θέατρο Κήπου).
Πρόκειται για μια
πειραγμένη εκδοχή του παραμυθιού της
Σταχτοπούτας, χωρίς φαντεζί επιλογές, καλαματιανούς, τσολιάδες, φρου φρου και
άχρηστα αρώματα. Λίγα και ουσιαστικά και κυρίως επικοινωνιακά.
Η περφόρμανς
Σε αντίθεση με τις
προηγούμενες δουλειές της, εδώ η Πάσχου ρίσκαρε. Άνοιξε το χωρικό διάφραγμα της
δράσης και προς τον «έξω» κόσμο, ώστε να υποδηλώσει την ταξική και έμφυλη
διαστρωμάτωση των ηρώων της αφήγησης. Αυτό το άνοιγμα, με την εμφανή
αντιπαραθετική λογική, περίπου της υπέδειξε και το δρομολόγιο της σκηνοθετικής
της παρτιτούρας, υπό την έννοια ότι την ανάγκασε να εμπλουτίσει τους
κινησιολογικούς και εκφραστικούς κώδικες των συνεργατών της, ώστε να καλύψουν
χωρίς να σκουντουφλούν το συνεχές πηγαινέλα από κάτω προς τα πάνω και το
αντίθετο, και παράλληλα να εντάξουν στην εμβέλεια της δράσης τους και την ίδια
την παρουσία του πιάνου ακριβώς δίπλα από το πατάρι, δηλαδή την πηγή των
μουσικών ακουσμάτων (του Κορνήλιου Σελαμσή, με αφετηρία τη μουσική παρτιτούρα
του Προκόφιεβ), που λειτουργούσαν ως η γέφυρα των επιτελεστικών τους περασμάτων
από την μια εικόνα στην άλλη από το ένα συναίσθημα στο άλλο.
Σε γενικές γραμμές η
συνολική εικόνα ήταν ευφρόσυνη και ενδιαφέρουσα, αν και η συνένωση των δύο
επιτελεστικών χώρων δεν ήταν απαλλαγμένη μικροπροβλημάτων. Υπήρχαν οι κατά
τόπους αμηχανίες, οι αρρυθμίες και οι στιγμές βιαστικής (βλ. εύκολης)
διεκπεραίωσης, όχι όμως τόσο πολλές που να μουτζουρώσουν τις καλές εντυπώσεις.
Ερμηνείες
Η Σταχτοπούτα της
Κατερίνας Μαυρογεώργη γλυκιά, σημερινή γήινη, τρυφερή, άρεσε σε μικρούς και
μεγάλους. Όπως άρεσαν περισσότερο ως σύνολο παρά ως μονάδες και οι υπόλοιποι
ηθοποιοί. Ήταν όλοι μέσα στο παιχνίδι. Και το βλέπαμε: στις μεταμορφώσεις τους
(τη μια ζώα, την άλλη, τρένο, την άλλη κολοκύθα), στις πόζες του, στις αλλαγές
της φωνής τους. Τους αναφέρω με θετικό πρόσημο: Γιάννης Γιαννούλης, Θεοδόσης
Κώνστας, Θάνος Λέκκας, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, Αποστόλης Ψυχράμης. Μουσικός:
Βασίλης Παναγιωτόπουλος.
Συμπέρασμα: Παράσταση για όλες τις ηλικίες: γρήγορη, ευφυής,
χυμώδης, σε μια γυμνή σκηνή, με πρωταγωνιστή το πάθος του παιχνιδιού.
Σημ. Πρώτη δημοσίευση Greekplay
project 30/08/2016