Ολοένα και περισσότερες παραστάσεις/περφόρμανς
που βλέπουμε τώρα τελευταία έχουν ως αφετηρία τους κάποια διπλωματική εργασία
που παρουσίασαν επί πτυχίω φοιτητές δραματικών σχολών (όπως η Δραματική Σχολή
του ΚΘΒΕ, το Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ, η Σχολή Βουτσινά, η Σχολή Διαμαντόπουλου, μεταξύ άλλων στη Θεσσαλονίκη και πολλαπλάσιες άλλες στην Αθήνα). Και δεν είναι διόλου κακή η σκέψη που ωθεί τους νέους αυτούς να
εκθέσουν τη δουλειά του. Είναι ένα πρώτο τεστ έξω από τα προστατευτικά όρια της
Σχολής, ακόμη και την ίδια τη λογική και, βεβαίως, την ομοιογένεια της Σχολής.
Τώρα, απέναντι τους κάθεται ένα ακανόνιστο και απροσδιόριστο πλήθος που
«απειλεί» ανά πάσα στιγμή να θέσει σε δοκιμασία (ακόμη και αμφισβήτηση) πολλά από τα πιστεύω τους,
εκείνα τα πιστεύω που τους έμαθε η Σχολή ως θεατρικά ή πειραματικά ή
αποδεχτά ή σωστά ή και δεν ξέρω τι άλλο.
Εντάξει, εάν θέλουμε να συγκρίνουμε αυτές τις
προσπάθειες με δοκιμασμένες επαγγελματικές παραστάσεις, σίγουρα θα βρούμε
πράγματα να σχολιάσουμε και να ελέγξουμε. Και είναι απόλυτα λογικό. Όμως, αυτό
δεν είναι καθόλου το ζητούμενο. Εκείνο που μετράει σε τέτοιες περιπτώσεις είναι
να εντοπίσει κανείς το καλό μέταλλο από κάτω. Αυτό που μπορεί να κάνει και τη
διαφορά στην πορεία. Αυτοί ακριβώς οι νέοι είναι που θα χαράξουν εν πολλοίς την
εξέλιξη του χώρου.
Άκου να δεις
Σ’ αυτήν την κατηγορία του «δοκιμαστικού
σωλήνα» ανήκει το Άκου να δεις, παράσταση βασισμένη στις Ψευδαισθήσεις του
Ιβάν Βιριπάγιεφ, που είδαμε πριν από λίγο καιρό στο Black Box, όπου τέσσερις
νέοι ηθοποιοί (της Δραματικής Σχολής του ΚΘΒΕ) εξιστορούν τις σχέσεις δύο
ζευγαριών που αναζητούν επί ματαίω την αληθινή αγάπη.
Πρόκειται για μια
τραμπάλα ανάμεσα στον πόνο και την ηδονή, την επιτυχία και την απογοήτευση, τη
μνήμη και τη λήθη, δοσμένη με καλή δοσολογία ενέργειας και μελετημένες γεωμετρικές
χωρικές τοποθετήσεις, από την Ιωάννα Δεμερτζίδου, τη Χρύσα Μπαχτσεβάνη, τον
Μιλτιάδη Τσιάντο-Κολέση και τον
Κωνσταντίνο Λιάρο, ο οποίος είχε και τη σκηνοθετική φροντίδα.
Σκηνοθεσία
Η συνολική προσέγγιση δεν μπορώ να πω ότι
κόμισε κάτι αναπάντεχο, όμως είχε καθαρότητα και καλούς άξονες ανάπτυξης. Είχε
πατήματα, όπως είχε, όμως, και τα περιθώρια επιστράτευσης μιας πιο διευρυμένης
και τολμηρής σκηνοθετικής φαντασίας που ν’ αντλεί κατευθείαν από τα σπλάχνα της
δραματικής αφήγησης των δύο ζευγαριών και να οδηγεί σε επιπλέον λύσεις και
απρόβλεπτες σκηνικές ρυθμίσεις. Δεν το είδαμε.
Ήταν προφανές πως ο Λιάρος, θέλοντας να
αποφύγει πιθανά λάθη μέσα από μια διεύρυνση της σκηνοθεσίας του, κινήθηκε
προσεχτικά, βήμα-βήμα. Περιόρισε τις επιλογές του στα απολύτως απαραίτητα και
ελεγχόμενα. Δεν ρίσκαρε παρακάτω. Και από μια άποψη, ίσως καλά έπραξε, υπό την
έννοια ότι ήταν μια μορφή θωράκισης μιας πρώτης προσπάθειας. Μια αναγκαία όσο
και ευεργετική κίνηση που εγκαινιάζει και τη διαδρομή του σ’ ένα χώρο όπου θα μετρήσουν
και πολλά άλλα, πέρα από τα καλά εφόδια της Σχολής.
Υπόθεση β’ Εκδοχή β'
Στο Black Box κατέληξε και μια άλλη
διπλωματική, επίσης της δραματικής σχολής του ΚΘΒΕ, με τον τίτλο Υπόθεση β’,
εκδοχή β’, από την νεότευκτη ομάδα «Παπαλάνγκι», ένα ενδιαφέρον θέαμα μεταξύ
θεάτρου-ντοκιμαντέρ και επινοημένου, σε ιδέα του Χρήστου Τσαβλίδη και
σκηνοθεσία του Τάσου Αγγελόπουλου
Οι νεαροί ηθοποιοί Στέλιος Καλλιστράτης, Μαρία
Κωνσταντά, Έλλη Σαρρή και Χρήστος Τσαβλίδης, άλλοτε σχολιάζοντας και άλλοτε
υποδυόμενοι την τραγική ιστορία του φοιτητή από την Κρήτη που έπεσε θύμα
εκφοβισμού(μπούλινγκ) και οδήγησε στο θάνατό του (το 2014), δοκιμάστηκαν με
την «άτακτη» ρυμοτομία του θεάτρου ως «γεγονός», όπου αυτό που μετράει είναι το
θέατρο ως μια πορεία προς το νόημα παρά ως αναπαράσταση ενός τετελεσμένου
νοήματος. Επιλογή που κουβαλά πολλές υποσχέσεις, όμως ενέχει και κινδύνους. Και
ο λόγος είναι προφανής.
Από τη στιγμή που το στάτους του θεάτρου
υποτάσσεται στη λογική της αέναης (παροντικής) δραστηριότητας, σημαίνει ότι
στερείται των όποιων προστατευτικών του πλαισίων (που ορίζονται από τις σχέσεις
μύθου/πραγματικότητας). Παραμένει ένα σώμα ανοικτό και διαθέσιμο, δομικά και
επικοινωνιακά. Πράγμα που προϋποθέτει προσοχή και πάνω από όλα ευφάνταστες και
ευπροσάρμοστες λύσεις, διαφορετικά μπορεί να οδηγήσει στο ξεχείλωμα και στο
χαβαλέ.
Συντελεστές
Τη σκηνοθεσία του Τάσου Αγγελόπουλου θα την
έλεγα κάπως «κουμπωμένη», υπό την έννοια ότι έδειχνε να διστάζει να πάρει την
ανάγνωση του γεγονότος που την απασχολούσε λίγο παραπέρα. Δεν άνοιξε τις
ερμηνευτικές της διόπτρες. Ο οργανικός δεσμός των επιπέδων αφήγησης και δράσης
θα μπορούσε να πυκνώσει περισσότερο ώστε να οδηγήσει στην σκοπούμενη ανέλιξη
(που καταλήγει στο τραγικό τέλος του νέου) μέσα από απρόσμενες παρακαμπτηρίους
και αντιστίξεις. Το γεγονός ότι έβαλε
εξαρχής ένα ευανάγνωστο πλαίσιο ώστε να συγκρατήσει τη «διαφυγή» του θεάματος
λειτούργησε κάπως συρρικνωτικά, από την άλλη, όμως, πρόσφερε και μια ασφάλεια
να χτιστούν με μέτρο και καλή λογική εικόνες και δράσεις.
Ας μην ξεχνάμε το γεγονός ότι σ’ ένα θέαμα όπου
κανένας χαρακτήρας δεν «στερεοποιείται», κανένας δεν ολοκληρώνεται ως δραματικό
πρόσωπο, μπορεί να αποδειχτεί, όπως είπα πιο πάνω, ευλογία όσο και κατάρα,
ιδίως για νέους καλλιτέχνες. Ευλογία γιατί αφήνει περιθώρια να κάνουν ευεργετικό
«παιχνίδι» και κατάρα γιατί η απουσία πλαισίων μπορεί να οδηγήσει στο χάος.
Στην παράσταση που είδα μπορεί να μην υπήρχαν
τα ερεθιστικά ξεπετάγματα της φαντασίας και το ρίσκο, υπήρχε όμως μια καλά
μελετημένη και υποστηριγμένη σκηνική συμπεριφορά. Οι ηθοποιοί έδειξαν άνεση
καθώς μπαινόβγαιναν σε καταστάσεις, άλλοτε αφηγητές κι άλλοτε πρωταγωνιστές,
θύτες ή θύματα. Είχαν καλό εξοπλισμό στη φαρέτρα τους και την απαιτούμενη
ετοιμότητα ν’ αντιμετωπίσουν τις ιδιαιτερότητες που επέβαλλε το εκάστοτε σχήμα του μεταδραματικού πλαισίου που τους
φιλοξενούσε.
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, και πέρα από τα όποια αδύνατα σημεία, πιστεύω πως πολύ καλά έπραξε ο Τσαβλίδης και οι συνεργάτες του και προχώρησαν την ιδέα τους και σ' ένα δεύτερο, πιο εξελιγμένο στάδιο. Άλλωστε η συνεχής δοκιμή υλικών και η δοκιμασία αντοχών, ορίων και ιδεών μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχουν.
Θεατρικά έλκη
Βλέποντας τα έλκη που έχουν αναπτυχθεί επάνω
στο σώμα του γνώριμου δραματικού θεάτρου, όπως ενδεχομένως και τα αδιέξοδα στα
οποία έχει περιπέσει, είναι θετικό το ότι οι νέοι πτυχιούχοι αναζητούν λύσεις
έξω από τις οικείες νόρμες του χώρου, εκεί όπου υπάρχει μια χαλαρότητα στους
ορισμούς των συστατικών του στοιχείων.
Σίγουρα δεν είναι εύκολο πράγμα να διατρυπήσεις
και εν συνεχεία να ξεπεράσεις τις συμβάσεις με τις οποίες έχεις εκτραφεί, να
ανατρέψεις και να αναστρέψεις την προσωπική θεατρική σου ρυμοτομία, ώστε να κάνεις θέατρο κάπου αλλού, εκεί όπου
κινδυνεύει να ακυρωθεί το θέατρο.
Όπως δεν είναι εύκολο να επιβιώσεις σ’ ένα χώρο
ήδη πυκνοκατοικημένο--είναι πάρα πολλοί αυτοί που δηλώνουν ένοικοί του. Όμως,
αξίζει τον κόπο να προσπαθήσει κάποιος, εφόσον πραγματικά πιστεύει σ’ αυτό,
εφόσον είναι έτοιμος να το παλέψει.
Συμπέρασμα: Όσοι αναζητούν το θέατρο «αλλού» χωρίς να το πιστεύουν, θα καταλήξουν,
με μαθηματική ακρίβεια, από το πολυπόθητο «αλλού» στο απωθητικό «πουθενά».