Στη θέση αυτού του σημειώματος είχα σκοπό να γράψω κάτι άλλο: μια κριτική για το μιούζικαλ Η μελωδία της ευτυχίας που παίχτηκε στο Θέατρο Δάσους την Τρίτη (8/09). Όμως δεν μου προέκυψε γιατί απλούστατα δεν με άφησαν να μπω. Κοινώς έφαγα πόρτα.
Αγέρωχο «Όχι»
Πήγα στο Θέατρο Δάσους εγκαίρως και όπως κάνω πάντα δήλωσα την ιδιότητά μου, το όνομά μου, το λόγο που ήμουνα εκεί και τη στήλη που φιλοξενεί τις κριτικές μου και ρώτησα εάν ισχύει η ελεύθερη είσοδος ή η ατέλεια για κριτικούς, για να εισπράξω μια πρώτη υπερήφανη αρνητική απάντηση από το ταμείο που με παρέπεμψε για επιβεβαίωση σε κάποιον που μου είπαν ότι ήταν υπεύθυνος της παραγωγής. Πήγα, για να εισπράξω ακόμη ένα ρωμαλέο «όχι».
Δεν ζήτησα να μάθω, έστω από περιέργεια, το όνομα αυτού του αγέρωχου υπερασπιστή των τεχνών γιατί μου ήταν παγερά αδιάφορο. Κι αν το συζητώ τώρα είναι γιατί κάτι τέτοιοι τύποι ρυπαίνουν με τη συμπεριφορά τους τον χώρο του θεάτρου. Διώχνοντας έναν κριτικό νομίζουν πως έτσι δείχνουν, προς κάθε κατεύθυνση και προς κάθε «κατεργάρη», ότι δεν έχουν ανάγκη κανένα και δεν λογαριάζουν κανένα.
Ιδίως όσοι έρχονται στη Θεσσαλονίκη, σου λένε, μια-δυο παραστάσεις θα δώσουμε όλο κι όλο, οπότε τι μας κόφτει η γνώμη οποιουδήποτε Θεσσαλονικιού κριτικού; Βέβαια αυτοί οι ίδιοι είναι που όταν δίνουν συνεντεύξεις σε τοπικά ΜΜΕ, ασκούνται σ’ ένα άνευ προηγουμένου κανάκεμα (κοινώς άθλιο γλείψιμο) των ντόπιων θεατών (πόσο σπουδαίοι είναι, πόσο έξυπνοι, πόσο απαιτητικοί κ.λπ) μπας και πουλήσουν τη θεατρική τους πραμάτεια.
Θεατρική αλφαβήτα
Όλα αυτά τα ανεγκέφαλα άτομα δεν έμαθαν ακόμη την αλφαβήτα του θεάτρου που λέει, μεταξύ άλλων, ότι ο κριτικός που πηγαίνει να δει μια παράσταση και ζητά να έχει ελεύθερη είσοδο δεν ζητά κάποια χάρη. Δεν το κάνει για να γλυτώσει τα δέκα ή τα δεκαπέντε ευρώ. Πολύ απλά ζητά αυτό που ισχύει σε όλο το δημοκρατικό κόσμο: το δικαίωμα που του δίνει το ίδιο το επάγγελμά του να δει ένα θέαμα και να το κρίνει.
Με άλλα λόγια, τη δουλειά του κάνει και για την οποία μάλιστα εδώ και αρκετά χρόνια δεν πληρώνεται καν. Και κάνοντας τη δουλειά του ευεργετεί και το θέατρο και εμμέσως τον όποιο σχετικό ή άσχετο θιασάρχη ή παραγωγό ή παρατρεχάμενο. Ακόμη κι όταν η κριτική είναι αρνητική, δεν παύει στην ουσία να προσφέρει τις υπηρεσίες της στο θέατρο. Γι’ αυτό όλοι, και εννοώ εκείνοι που έχουν μια γόνιμη σχέση με το θέατρο (γιατί είναι κι άλλοι που είναι βαθιά νυχτωμένοι), ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες τους στον κριτικό, δείχνοντας έτσι ότι τον θεωρούν βασικό κρίκο στην αλυσίδα που λέγεται θεατρική εμπειρία. Είναι ο άνθρωπος που περιμένουν οι καλλιτέχνες πρωτίστως για να τους πει δυο λόγια της προκοπής και βεβαίως ο κόσμος που θέλει να μάθει τι γίνεται και τι να δει, ώστε να μην αγοράσει γουρούνι στο σακί.
Είναι ο άνθρωπος που, ενώ οι άλλοι θα ξεχάσουν την παράσταση μόλις πέσει η αυλαία, αυτός θα ξοδέψει άπειρες ώρες να γράψει την κριτική του, η οποία, με τον τρόπο της συμβάλλει ώστε ο διάλογος ανάμεσα στο θέατρο και την ευρύτερη θεατρική κοινότητα να παραμένει ανοικτός και γόνιμος.
Το ότι παρακολουθεί πολλές παραστάσεις είναι και αυτό μέσα στις βασικές υποχρεώσεις του, γιατί μόνο έτσι μπορεί να έχει μια καλή εποπτεία του χώρου, ώστε και οι κριτικές του να έχουν την ανάλογη εγκυρότητα.
Η ήττα της κριτικής
Όπως είχα γράψει σ’ αυτήν εδώ την ηλεκτρονική στήλη πριν από λίγες εβδομάδες, από τη στιγμή που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δίνουν βήμα σε όλους να ασκήσουν την κριτική τους, τότε κανένας καλλιτέχνης ή παραγωγός δεν έχει λόγο είτε να «φοβάται» είτε να σέβεται είτε να παίρνει στα σοβαρά την όποια κριτική. Γνωρίζει ότι μπορεί να “επισκιάσει” το ελάχιστο εκτόπισμα που της έχει απομείνει μέσα από τη διαδικτυακή κινητοποίησή του, τα facebooks, τα twitters, τα blogs, τα διάφορα διαφημιστικά σποτάκια, τα στημένα σκανδαλάκια, τις ξενέρωτες συνεντεύξεις, και κυρίως μέσα από τη συνδρομή όλων εκείνων των πρόθυμων σφουγγοκωλάριων, τσανακογλειφτών «κριτικών»-εξαπτέρυγων που είναι έτοιμοι να εκθειάσουν τα πάντα ώστε να βρίσκεται το ονοματάκι τους στις καρτέλες με τις προσκλήσεις. Όλοι αυτοί οι εργολάβοι της τέχνης, δεν μπαίνουν στον χώρο για να τον υπηρετήσουν αλλά για να πουλήσουν, άλλοι τον εαυτό τους κι άλλοι το εμπόρευμά τους, με την ίδια λογική που πουλάει ο καφετζής καφέδες.
Η ειρωνεία είναι ότι, σε αντίθεση με τα μεγάλα, τα εμπορικά θεάματα όπου κατά κανόνα κυριαρχεί η λογική «ό,τι πουλάει είναι καλό», στα μικρά θεάματα, εκεί όπου οι καλλιτέχνες κάνουν το σκατό τους παξιμάδι για να βγάλουν τα έξοδα μιας παραγωγής, υπάρχει γενναιοδωρία, γιατί απλούστατα υπάρχει κατανόηση του ουσιαστικού ρόλου της κριτικής.
Κριτική χωρίς κρίση
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι ο υποτιθέμενος εκδημοκρατισμός της κριτικής μέσα από το διαδίκτυο έχει πετύχει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα: τον παροπλισμό της. Και όσοι δεν το κατάλαβαν, αυτό είναι που επιζητεί (ή προωθεί) η σημερινή πραγματικότητα: άτομα που νομίζουν ότι είναι ελεύθερα απλά και μόνο επειδή τους δίνεται η ευκαιρία να ψελλίζουν μερικές ασυνάρτητες μπούρδες στο διαδίκτυο.
Το μήνυμα είναι σαφές και διόλου αισιόδοξο: η κριτική είναι κοινωνικά ευπρόσδεχτη όσο είναι ακίνδυνη (δηλαδή δεν κρίνει). Εξ ου και οι εκατοντάδες στήλες «κριτικής». Οι περισσότερες μες την τρελή χαρά.
Συμπέρασμα
Η κριτική, για να επανακτήσει το κύρος της, έχει ανάγκη την άμεση συνδρομή των καλλιτεχνών, όχι όποιων να ‘ναι, αλλά εκείνων των τολμηρών και διαβασμένων καλλιτεχνών που μπορούν να ξεχωρίσουν τη σοβαρή και εποικοδομητική κριτική άποψη από το διαφημιστικό μάρκετινγκ, το κουτσομπολιό και τα σκουπίδια. Εκείνων των καλλιτεχνών που έχουν το θάρρος να «κλείνουν» τις πόρτες σε όσους εκτιμούν ότι δεν έχουν θέση στον χώρο. Όσο δεν το κάνουν, όλοι θα κρίνουμε και κανένας δεν θα κρίνεται.
Πρώτη δημοσίευση: Παράλλαξη 15/09/2015. - See more at: http://www.parallaximag.gr/parallax-view/i-kritiki-troei-porta#sthash.khtm9Ws1.dpuf