Αγγελόπουλος, Αθηναίου, Βαρβαρέσος, Βασιλειάδου, Δαλλές, Δανιηλίδης, Δεληνικόπουλος, Δούσης, Δράγκου, Ευθυμίου, Θεοχάρογλου, Ισσόπουλος, Καλπενίδου, Κωχ, Λάππα, Μιχαήλ, Μιχαηλίδου, Μποσταντζής, Νίκας, Παπαδόπουλος Γρηγόρης, Παπαδόπουλος Δημήτρης, Παρασκευαΐδου, Πετροπούλου, Πεχλιβανίδης, Πλατιώτη, Ράμογλου, Ράπτης Αλέξης, Ράπτης Δημήτρης, Σιώνας, Στρατάκη, Συριόπουλος, Σωτηρίου, Σφυρής, Τσάκου, Χαρέλα, Χατζηαδαμίδης, Χατζηβασιλείου, Χατζηδημητρίου, Χριστοπούλου. Δεν πρόκειται για τηλεφωνικό κατάλογο. Είναι ορισμένα από τα ονόματα των σκηνοθετών κάτω των σαράντα ετών (εξ ου και η απουσία από τη λίστα γνωστών ονομάτων όπως: Παρασκευόπουλος, Μπεκρή, Βελισσάρης, Κωνσταντινίδης, Ορτετζάτος, Αμοιρίδου, Αϊβαζίδου, Ζηβανός, Καλαϊτζή, Γεράρδος κ.λπ), που πρωτοεμφανίστηκαν στη Θεσσαλονίκη και δραστηριοποιούνται σ’ αυτήν την τελευταία δεκαετία περίπου.
Διευκρινίσεις
Δεν απομονώνω κανέναν από τους παραπάνω για κάποιο ειδικό σχόλιο. Από την άλλη, για να μην παρερμηνευτούν οι προθέσεις μου, βιάζομαι να διευκρινίσω ότι η πρόσκαιρη «συγκατοίκηση» όλων αυτών δεν υπονοεί και οποιαδήποτε ποιοτική εξομοίωση. Προφανέστατα δεν έχουν όλοι το ίδιο εκτόπισμα ή ανάστημα. Κάποιοι έχουν να επιδείξουν σαφώς καλύτερα καλλιτεχνικά τεκμήρια. Μιλώ για εκείνους που δεν το βάζουν κάτω και παλεύουν συστηματικά, αναζητώντας λύσεις, διεξόδους, νέες ιδέες, σε αντίθεση με εκείνους που εμφανίζονται πού και πού με μια παράσταση που περνά εντελώς ή σχεδόν απαρατήρητη και απλώς νομίζουν ότι κάτι κάνουν ή με εκείνους που (ξε)κάνουν το θέατρο και θέλουν να πιστεύουν ότι κάνουν θέατρο. Τέλος, είναι και κάποιοι που βρίσκονται σε κάποιον συγγενή χώρο, ας πούμε στο χορό, και μόνο σποραδικά και πού κάνουν κάτι και στο θέατρο.
Σε κάθε περίπτωση, αλλού θέλω να καταλήξω μέσα από την παράθεση των ονομάτων (τουλάχιστον όσων εν τάχει θυμήθηκα γράφοντας αυτό το κείμενο —γιατί είμαι σίγουρος πως κι εδώ λειτούργησαν τα κενά μνήμης).
Ισχνή παραγωγή
Εάν λάβουμε υπόψη μας το μέγεθος της πόλης, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι σαράντα και πλέον εν ενεργεία σκηνοθέτες αυτής της ηλικιακής γκάμας (κάπου μεταξύ 25-35), δεν είναι αριθμός ευκαταφρόνητος. Το αντίθετο. Εκείνο που θεωρώ ανησυχητικό είναι ότι με τέτοια νούμερα, θα περίμενε κανείς μια σαφώς καλύτερη και πιο δυναμική και παραγωγική εικόνα στην πόλη. Και αυτό για την ώρα δεν υφίσταται.
Για να καταλάβετε τι εννοώ, αναλογιστείτε, δίκην πρόχειρου παραδείγματος, το εξής πολύ απλό: πείτε μου τι μένει σ’ αυτήν την πόλη εάν, αυτήν τη στιγμή, σταματήσουν να λειτουργούν (όπως λειτουργούν) το Black Box και η Αυλαία; Επειδή υπάρχει μια συνεχής ροή παραστάσεων με αφετηρία αυτές τις σκηνές, πολλοί νομίζουν ότι είναι ενδεικτική και της ζωντάνιας της πόλης. Βεβαίως, προσφέρουν στη ζωντάνια της πόλης, όμως δεν πρόκειται για θεατρική παραγωγή της πόλης. Περίπου το 80% των παραστάσεων που φιλοξενούνται εκεί είναι παραστάσεις που προέρχονται από την Αθήνα.
Συνεπώς, ο μεγάλος αριθμός σκηνοθετών ή ατόμων που θέλουν να γίνουν σκηνοθέτες, για την ώρα τουλάχιστο, δεν έχει και το ανάλογο εκτόπισμα στη θεατρική φυσιογνωμία της πόλης. Ας ελπίσουμε ότι αυτό θα γίνει.
Ανοιχτή Σκηνή
Αυτά τα γράφω με αφορμή την αυλαία που έπεσε πριν από λίγες μέρες στο φεστιβάλ “Ανοιχτή Σκηνή 2015”, που φιλοξενήθηκε στο θέατρο Άνετον (27 Φεβρουαρίου-7 Απριλίου), και το οποίο τελεί υπό την αιγίδα της διεύθυνσης πολιτισμού και τουρισμού. Είναι η τέταρτη χρονιά που διοργανώνεται και όσο περνά ο καιρός αποδεικνύεται μια ευεργετική δημοτική πρωτοβουλία που συνεισφέρει σημαντικά στην προβολή των δημιουργικών θεατρικών δυνάμεων της πόλης.
Να θυμίσω ότι τα περισσότερα νεανικά σχήματα στην Αθήνα, πριν ανοίξουν τα πανιά τους για παραπέρα, κάνουν πρώτα αισθητή την παρουσία τους μέσα από τέτοιου είδους φεστιβαλικές δραστηριότητες (όπως είναι το Bob Festival, το Off Off Athens Festival κ.λπ). Τέτοια φεστιβάλ είναι κάτι σαν δοκιμαστικός σωλήνας ιδεών, αισθητικών απόψεων, υποκριτικών προτάσεων.
Γι' αυτό θεωρώ πως θα ήταν ευχής έργον εάν και στη Θεσσαλονίκη ακολουθούσαν κι άλλα παρόμοια εγχειρήματα από άλλους φορείς, ώστε όλες οι τοπικές ομάδες, εφόσον έχουν κάτι ποιοτικό να δείξουν, να μπορούν να το κάνουν (και να κριθούν βεβαίως αυστηρότατα εκ του αποτελέσματος).
Χριστίνα Χατζηβασιλείου
Ποιότητα παραστάσεων
Έχοντας παρακολουθήσει τις περισσότερες παραστάσεις που δόθηκαν στο «Άνετον» αυτά τα χρόνια, βλέπω μια σχετική άνοδο του ποιοτικού πήχη. Κάθε χρόνο οι παραστάσεις γίνονται όλο και καλύτερες και πιο προσεγμένες, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό ώστε να λέμε ότι φτάσαμε κάπου ψηλά. Η ανηφόρα είναι μεγάλη. Για την ώρα, πάντως, αρκεί να πούμε ότι τα δείγματα γραφής, από ορισμένους (σκηνοθέτες, ομάδες και ηθοποιούς) είναι ενθαρρυντικά. Για παράδειγμα, η Πλατιώτη και η ομάδα της κόμισαν κάτι φρέσκο και ζωηρό με την Κανελόριζα. Ο Πάνος Δεληνικόπουλος έδειξε ότι έχει τη ματιά σκηνοθέτη. Μπορεί κάποιες σκηνές να του ξέφυγαν σκηνοθετώντας την Εξορία του Μάτεσι, αλλά γενικά είχε άποψη την οποία στήριξε. Η Στρατάκη κούρδισε και ξεκούρδισε τον πονηρό λόγο του Ντουράνγκ με επιδέξιους χειρισμούς ώστε οι ρυθμοί να έχουν τη λογική ωρολογιακής βόμβας. Ο έμπειρος Ταξιάρχης Χάνος (μια κατηγορία από μόνος του) ξαναδούλεψε τη διπλωματική του περσινού τρίτου έτους της Δραματικής Σχολής του ΚΘΒΕ (Απόψε αυτοσχεδιάζουμε) και έδωσε ξανά την ευκαιρία στους μαθητές του να καταθέσουν ενθουσιασμό, πίστη και ταλέντο.
Γρηγόρης Παπαδόπουλος
Συμπέρασμα
Το ξαναλέω: ταλέντο υπάρχει σ’ αυτήν την πόλη. Το θέμα είναι να υπάρξει και η ανάλογη καλλιέργειά του. Τα νιάτα από μόνα τους δεν είναι διαβατήριο στην επιτυχία. Είναι απλώς ένα ηλικιακό δεδομένο, που αν αυτός που το χαίρεται δεν κοιτάξει να το εκμεταλλευτεί θα πάει στράφι. Το να είσαι νέος σημαίνει να μην φοβάσαι να λες «ναι» στον κίνδυνο, στις συνεχείς δοκιμές, στις δοκιμασίες, στον πειραματισμό. Πειραματίζομαι δεν σημαίνει αντιγράφω εκ του ασφαλούς αυτό που ήδη υπάρχει αλλά παλεύω ν’ ανακαλύψω νέα πράγματα. Ο χρόνος θα δείξει εάν αυτή η νέα γενιά καλλιτεχνών είναι διατεθειμένη να παλέψει, να πάρει ρίσκα ώστε να ξεφύγει η πόλη από τη θεατρική μοναξιά της.
Πρώτη δημοσίευση: Παράλλαξη 10/04/2015