Ένα
θεατρικό έργο για να κατέβει στην πλατεία δεν το σώζουν οι ιδέες, όσο καλές και
να ‘ναι, αν δεν συνοδεύονται από βαθιά
αίσθηση της πλατείας. Το θέατρο έχει μια μοναδικότητα: επικοινωνεί άπαξ. Στην
περίπτωσή του δεν ισχύει η συνθήκη της ανάγνωσης ενός βιβλίου. Και ένας από
τους λόγους που οι περισσότεροι
πεζογράφοι δυσκολεύονται όταν γράφουν για το θέατρο, είναι γιατί ακριβώς
λειτουργούν με τη λογική του μυθοπλάστη-παραμυθά που έχει την πολυτέλεια να γράφει
και να ξαναγράφει κάτι μέχρι τελικής (περιγραφικής) πτώσης, γνωρίζοντας ότι και
ο δέκτης/αναγνώστης έχει ανάλογο περιθώριο να διαβάσει και να ξαναδιαβάσει.
Ο
καλός θεατρικός συγγραφέας, από την άλλη, είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει το
βασικό κανόνα που λέει ότι στο θέατρο πιο πολύ δείχνουμε παρά λέμε. Και αυτό
είναι, κατά τη δική μου εκτίμηση, εκείνο που έλειπε από τη φιλοσοφικά και
ιδεολογικά ενδιαφέρουσα μεν αλλά θεατρικά ασφυκτιούσα προσπάθεια του Θανάση
Τριαρίδη: η αίσθηση της σκηνικής οικονομίας και ζωντανής επικοινωνίας.
Αρετές του έργου
Κατ’
αρχάς τα καλά, με μια γενική τοποθέτηση. Εκείνο που κάνει τη γραφή του Τριαρίδη
να ξεχωρίζει από τη γραφή πολλών δραματικών μας συγγραφέων είναι το κοινωνικό
και ιδεολογικό εύρος των θεμάτων του. Θα τολμούσα να πω ότι τα διαβρέχει η αύρα
ενός κοσμοπολίτικου στοχασμού, που θεωρώ ότι την έχει ανάγκη το θέατρό μας.
Πρόσφατο δείγμα γραφής το Zyklon B (Κυκλώνας), το οποίο, για
τους μη γνωρίζοντες, είναι το όνομα του αέριου που χρησιμοποίησαν οι Ναζί για
την εξόντωση των Εβραίων. Είναι ένα θέμα φορτωμένο με σημασίες και
συναισθήματα. Ιδίως για μας εδώ στη Θεσσαλονίκη, με τις πολλές και ακόμη
ανοικτές πληγές, είναι ένα θέμα που βεβαίως και μας αφορά.
Βρήκα
εύστοχη τη χρήση της αφήγησης του Άουσβιτς, που υπογραμμίζει τη χρεοκοπία του
Ορθού Λόγου και το «τέλος του παιχνιδιού» της λογικής. Το Άουσβιτς είναι η
στιγμή κατά την οποία το σώμα, ως ύλη και η λέξη ως νόημα, τραυματίζονται
ανεπανόρθωτα. Είναι η στιγμή που το θέατρο, σαστισμένο και ζαλισμένο από τις
αναθυμιάσεις που απελευθερώνει το μανιτάρι της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι,
αναζητεί το νόημα σωμάτων και πραγμάτων στα θραύσματα, στις σιωπές και στις
ρωγμές της ιστορίας. Με το σταθερό κέντρο της ανθρώπινης υποκειμενικότητας
πυρπολημένο πέρα ως πέρα, όλα καταλήγουν σε ένα ανελέητο παιχνίδι εαυτοτήτων
και δυνατοτήτων.
Αυτό
το σύμπτωμα της εξαφάνισης του Ενός και σταθερού υποκειμένου είδα ότι επιχειρεί
να μετατρέψει σε θέατρο ο Τριαρίδης, μέσα από την ύφανση της ιστορίας δύο
δραματικών προσώπων που εμπλέκονται στις διαδικασίες ενός παιγνίου που τους
επιτρέπει να είναι διαρκώς κάποιοι «άλλοι», να μιλούν ως «άλλοι», μέχρι
που εγκλωβίζονται σε μια ιστορία που
περίπου λειτουργεί ως το Πεπρωμένο τους, που είναι η ιστορία του Ολοκαυτώματος.
Το αέριο Ζυκλόν, τελικά, ίσως και να μην είναι απλώς παρελθόν.
Προβλήματα του έργου
Αυτά
ως ανάγνωση. Γιατί η ίδια η παράσταση έδειξε κάτι πολύ απλό: ότι δεν αντέχουν
όλα τη θερμοκαρσία του σανιδιού, εάν δεν κουβαλούν μέσα τους το ίδιο το θέατρο.
Μιλώ για μια εγγενή θεατρικότητα. Η ιστορία μου φάνηκε πολύ εγκεφαλική και
«φτιαγμένη» για να έχει τις αναγκαίες ανάσες και την ευελιξία ζωντανού
οργανισμού. Μολονότι έλεγε αλήθειες, έδειχνε ότι ήταν εκτός του φυσικού της
χώρου (και εννοώ τη σελίδα). Είχε βαρίδια στα πόδια.
Θα
μου πείτε, τι έκανε η σκηνοθεσία του Γιάννη Παρασκευόπουλου επ’ αυτού ώστε να
λειάνει τα εξογκώματα και να τους δώσει θεατρική ευκινησία; Αρκετά.
Παράσταση
Γνώστης
του χώρου, ο Παρασκευόπουλος κίνησε και μεταμόρφωσε σώματα και αποσυμπίεσε
καταστάσεις ώστε να ανασάνει ο λόγος και να αποκτήσει ενέργεια παρόντος χρόνου.
Μου άρεσε το πώς επέλεξε ν’ αρχίσει την
επιτελεστική του «αφήγηση» μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, που αμέσως αμέσως το
επέβαλε και ως ρυθμιστή της δικής μας κατανόησης του κειμένου. Το σκοτάδι της
μήτρας, το σκοτάδι μετά την ατομική βόμβα, το μηδέν του νοήματος, αλλά και το
σκοτάδι της άγνοιας, η μαύρη τρύπα της
ιστορίας του Άουσβιτς. Όλα θεμιτές ερμηνείες.
Επίσης,
θεωρώ ότι χρησιμοποίησε έξυπνα την τετράγωνη κατασκευή της Παπαδοπούλου που έδινε
την ευκαιρία στους δύο πρωταγωνιστές να συνυπάρχουν χωρίς να διασταυρώνονται τα
βλέμματά τους. Ήταν μια κατασκευή που παρέπεμπε σε κυκλώνα, που σταδιακά
κατέληγε στο κέντρο, εκεί όπου ισορροπούν τα πράγματα μέσα από την πλήρη
ακινησία (που υπονοεί βεβαίως και το θάνατο).
Τόσο
η Ιωάννα Παγιατάκη όσο και ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς πάλεψαν να δώσουν σάρκα και
οστά σ’ ένα «μπουκωμένο» λόγο που του έλειπε η μουσικότητα και ρυθμικότητα της προφορικότητας. Πάσχισαν με καθαρά μέσα
να χτίσουν πιστευτούς χαρακτήρες που θα αναλάμβαναν το πεπρωμένο τους,
χαρακτήρες οριακούς, έτοιμους να θυσιαστούν για κάποιον αδιευκρίνιστο έρωτα.
Διδάχτηκαν τους ρόλους με υπογραμμισμένη τη σωματικότητά τους, αν και ομολογώ
πως ένα πιο έντονο γκροτεσκάρισμα θα ήταν ευεργετικό. Μου άρεσε η σκηνή όπου
καθαρίζει το σκοτάδι και αγκαλιάζονται, ενώ από κάτω χάσκει το κενό. Ναι, τι
άλλο μένει μετά από μια τέτοια αποτρόπαια πράξη; Το κενό.
Συμπέρασμα:
έργο με ενδιαφέρουσες ιδέες, τις οποίες τόσο η καλά στοχευμένη σκηνοθεσία του
Παρασκευόπουλου όσο και οι φιλότιμες ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών
προσπάθησαν να αναδείξουν. Εκεί όπου η εγκεφαλικότητα της γραφής υποχωρούσε και
έδινε τη θέση της στους χυμούς της θεατρικής στιγμής, το αποτέλεσμα ήταν
ευχάριστο. Εκεί όπου έθετε ανυπέρβλητα όρια (και ήταν αρκετά), το θέαμα ήταν
βαρετό και θαμπό.
Σε κάθε περίπτωση, το ελληνικό θέατρο έχει ανάγκη από συγγραφείς όπως ο Τριαρίδης.
Σε κάθε περίπτωση, το ελληνικό θέατρο έχει ανάγκη από συγγραφείς όπως ο Τριαρίδης.
Αγγελιοφόρος
της Κυριακής
22/03/2015