Ο Ορέστης του Ευριπίδη είναι μια πιο
εξανθρωπισμένη εκδοχή των Ευμενίδων του Αισχύλου, ένας (προσ)γειωμένος
στοχασμός επάνω σε θέματα όπως η εκδίκηση, η μοίρα, η δικαιοσύνη, οι ανθρώπινοι
δεσμοί κα τα ανθρώπινα πάθη. Σε αντίθεση με τον Αισχύλο, εδώ δεν υπάρχουν
Ερινύες και άλλα μυθολογικά όντα για να αποδώσουν δικαιοσύνη. Μπορεί τελικά να
είναι ο θεός Απόλλωνας εκείνος που κλείνει τη δοκιμασία του τραγικού ήρωα, όμως
ο Ευριπίδης, αυτός ο γενναιόδωρος αιρετικός, δίνει χώρο στον Ορέστη να σώσει
τον εαυτό του μέσα από τη σοφιστική και άλλα τεχνάσματα. Όπως, επίσης, δίνει
χώρο ν’ ακουστεί η ετυμηγορία του λαού, που πλήρωσε και το τίμημα των πολέμων
και της παρακμής.
Περί επαναπροσέγγισης
Ο Σίμος Κακάλας, ο σκηνοθέτης της παράστασης
(θέατρο «Αυλαία»), όταν δανείζεται και προβάλλει, δίκην προμετωπίδας στις
συνεντεύξεις του, τη φράση από το κείμενο «σήμερα θα αποφασίσουν αν οι πολίτες
θα τους λιθοβολήσουν ή θα τους κόψουν το
κεφάλι», σαφώς μας προϊδεάζει και ως προς τον τρόπο που αυτός επέλεξε να το
μεταχειριστεί.
Έχω υποστηρίξει επανειλημμένα ότι ένα θεατρικό
κείμενο, όσο σπουδαίο και να είναι, από τη στιγμή που απευθύνεται σε μια
ζωντανή ιστορική κοινότητα για να επικοινωνήσει πρέπει, με τον ένα ή τον άλλον
τρόπο, να μιλήσει με μια σκηνική γλώσσα επίσης ζωντανή. Που σημαίνει πρέπει να
βρει κώδικες που να είναι αναγνωρίσιμοι από τα μέλη της κοινότητας. Και υπ’
αυτήν την έννοια, είναι απόλυτα καλοδεχούμενη η προσπάθεια του Κακάλα να φέρει
στα καθ’ ημάς τη γνωστή ιστορία του Ορέστη, καταφεύγοντας σε οικείες αναλογίες,
που υπογραμμίζουν τη σύγχρονη εικόνα παρακμής (προφανώς εφορμώντας από την
παρακμή της αθηναϊκής δημοκρατίας είκοσι χρόνια μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο).
Οι προθέσεις λοιπόν, απόλυτα σεβαστές. Όχι, όμως, και στην υλοποίησή τους. Κι
εξηγούμαι χωρίς περιστροφές και περικοκλάδες.
Η παράσταση
Χώρος δράσης, ένα βρώμικο δωμάτιο-αποθήκη, που θα
μπορούσε κάλλιστα και να είναι και κάποιο εξαθλιωμένο τηλεοπτικό στούντιο,
γεμάτο αντικείμενα, ατάκτως ερριμμένα. Εκεί πρωτοσυναντούμε τους ηθοποιούς που
θα υποδυθούν τους ρόλους. Όλα casual αλλά και πολύ μελετημένα. Καμιά βιασύνη. Ο
Χορός των Κούζα/Βαλάσογλου ακίνητος σε ένα μεγάλο καναπέ εξιστορεί απαθώς τα
παθήματα των άλλων. Μεταδραματικό παίξιμο σε μια ευθεία, κατά μέτωπον, χωρίς
ψυχολογισμούς και καρδιογραφήματα.
Με μέτρο αρχίζει και το γαϊτανάκι των ρόλων, με
τη βοήθεια των μασκών, που φέρουν την ευανάγνωστη πια υπογραφή της πολύ άξιας
Μάρθας Φωκά. Καρέ καρέ σφυρηλατούνται και τα επίπεδα της ιστορίας, κάνοντας πιο
εύκολη και τη δια-πλοκή του χτες και του
σήμερα (της κρίσης και της παρακμής). Αρχίζω να αισθάνομαι πως κάτι πολύ
ενδιαφέρον πάει να διαμορφωθεί μέσα απ’ αυτήν την ανάγνωση. Μέχρι που φτάνουμε
στη σκηνή με τον καφέ, που λειτουργεί περιπαιχτικά και σαν Μαντείο των Δελφών,
όπου η Κούζα-Πυθία-καφετζού μαντεύει έκτακτα τα μελλούμενα. Και από κει και
μετά αρχίζει το πάρτι του ξεχειλώματος.
Το αλαλούμ
Με τη φουριόζα είσοδο του Πυλάδη σε ενδυμασία
μηχανόβιου (Κακάλας), ανεβαίνουν οι τόνοι και οι ταχύτητες, πολλαπλασιάζονται
τα σκηνοθετικά gags, πυκνώνει το πηγαινέλα των αντικειμένων και η μίξη ειδών και
ποιοτήτων. Μανουάλια, κεριά, αρκουδάκια, Μπομπ Σφουγγαράκηδες, ένας Απόλλωνας
σε στρας, ένας Μενέλαος σε βηματισμό Ες Ες, όλα μαζί και χώρια, διαταράσσουν
τις αρχικές ισορροπίες και επιβάλλουν ένα επικίνδυνο πανδαιμόνιο χωρίς
τελειωμό. Αντιλαμβάνομαι την αναρχία που προκαλεί μια βίαιη πράξη, όπως ένας
φόνος ή μια κρίση. Αντιλαμβάνομαι και την αισθητική του παγκοσμιοποιημένου παστίς.
Όμως, κάπου τα επί μέρους πρέπει να συγκροτούν ένα δουλεμένο όλον, γιατί
διαφορετικά οδηγούν σε σύγχυση διόλου ευεργετική.
Περί διάδρασης
Και κάτι ακόμη. Επειδή έχει παραγίνει της μόδας
η χρήση της διάδρασης, καλό είναι όταν επιχειρείται να είναι καλά ενσωματωμένη
στο σύνολο της παράστασης. Διαφορετικά εκθέτει. Το να εμφανίζονται στους
διαδρόμους οι ηθοποιοί και να πετάνε ξαφνικά τις μάσκες τάχα για να ενισχύσουν
την παροντικότητα του συμβάντος ή τις σχέσεις με το κοινό, δεν το λες ούτε
εύρημα ούτε επικοινωνιακή λύση. Πάλιωσε. Όπως παλιό και ενοχλητικό βρίσκω το να
τραβάνε κάποιον από το κοινό στη σκηνή και να το ονομάζουν συμμετοχή. Όχι, αυτό
δεν είναι συμμετοχή, αλλά εκβιασμός. Σπάνια είδα θεατή (πλην ψώνιων)
οικειοθελώς να τρέχει να συμμετέχει (εκτός κι αν όλη η παράστασης είναι στημένη
γι’ αυτόν το σκοπό).
Ερμηνείες
Είναι προφανές πως δεν έχω να πω τα καλύτερα
για την παράσταση (με εξαίρεση το πρώτο μέρος), δεν το κρύβω όμως πως ακόμη και
μέσα σε αυτή την πανηγυριώτικη κατάσταση χάρηκα τους ηθοποιούς, την αστείρευτη
ενέργειά τους, το μεταδοτικό τους κέφι. Πώς μπορώ να πω κακά λόγια για τον
Τυνδάρεω της δαιμόνιας Μαυρίδου ή για τον
Μενέλαο του Βαλάσαγλου, τον Ορέστη του Λάλου; Όλοι ένας κι ένας, αλλά
δυστυχώς σε ένα παραστασιακό γεγονός που επιβάλλεται να περαστεί ψιλοβελονιά,
γιατί εκεί που το προορίζουν θα τους εκθέσει. Ας προσέξει ο Σίμος Κακάλας κι ας
μην αναλώνει το αναμφισβήτητο ταλέντο του για να εντυπωσιάσει φλυαρώντας χωρίς
ουσία. Τον είδα να το κάνει στη δεύτερη εκδοχή του «Λιωμένου βούτυρου» και στην
τελευταία «Γκόλφω». Τώρα, ας κοιτάξει να βρει τις ανθεκτικότερες συνιστώσες που
θα το βοηθήσουν να περάσει από το
μοντέρνο Ευριπίδη της αθηναϊκής παρακμής στο μεταμοντέρνο «Ορέστη» της
σημερινής πανελλήνιας κρίσης.
Συμπέρασμα: Η παράσταση δεν στερείται αρετών. Στερείται μέτρου και ώριμου
προβληματισμού. Ας επιχειρήσουν οι εμπλεκόμενοι μια επανεκκίνηση επάνω σε πιο
καθαρούς αρμούς, με λιτότητα μέσων και με μια αδρή και γεμάτη νοήματα και
υπαινικτικότητα σκηνική γυμνότητα. Ουκ εν τω πολλώ το ευ.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
8/03/2015