«Με δύναμη από την Κηφισιά» (1994), του Δ. Κεχαϊδη, στη
Μικρή Σκηνή της Μονής Λαζαριστών. Μια μαύρη κωμωδία που μπορεί σε επίπεδο
ιδεών, λόγου και προβληματισμών να έχει ξεπεραστεί, όμως σε επίπεδο σκιαγράφησης
δραματικών προσώπων ακόμη αντέχει. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο σύγχρονο ελληνικό
έργο που να του παραβγαίνει σ’ αυτό. Με μικρές, πολύ μικρές ψηφίδες ο Κεχαϊδης
φέρνει στη ζωή τέσσερις χαρακτήρες τρισδιάστατους, στέρεους, πιστευτούς.
Τέσσερα πλάσματα, που έχουν τέτοια ζωντάνια, πληρότητα, γλωσσικό οπλοστάσιο και
σκηνικό φλέγμα, που σε παίρνουν μαζί τους, στα όνειρά τους, στα ταξίδια τους,
στις νευρώσεις τους. Μάλιστα, το γεγονός ότι απουσιάζουν οι πρωταγωνιστές,
δηλαδή εκείνοι που πραγματικά πυρπολούν και καθοδηγούν δρώμενα και καταστάσεις,
και εννοώ οι άνδρες των γυναικών αυτών,
δεν μπορεί παρά να προσμετρηθεί στις αρετές του έργου.
Το έργο
Ο Κεχαϊδης με πολλή μαεστρία υφαίνει έναν οικείο κόσμο,
έχοντας ως οργανωτικό εργαλείο την έννοια της απουσίας. Σκόπιμα αφήνει τις
ηρωίδες του να ονειρεύονται και να
διαφωνούν, και εκεί που πλησιάζουν να συμφωνήσουν, δημιουργεί χώρο να εισβάλει,
σαν deus ex machina, ο ανδρικός λόγος, ο οποίος ευθύς αμέσως καταλύει κάθε
σενάριο και κάθε προγηθείσα (δια)πλοκή. Στο άκουσμά του διαλύεται η
υποκειμενικότητα των ομιλούντων προσώπων, όπως ακυρώνεται και το δικαίωμα της
γυναίκας να επιθυμεί και να ονειρεύεται. Τον πρώτο και απόλυτο λόγο τον έχει
πλέον η ανδρική εξουσία. Και εδώ γεννάται και το παράδοξο: μολονότι ο δικός
τους λόγος είναι εκείνος που τους δίνει υπόσταση (αφού μέσα από αυτόν
ονειρεύονται), αυτός ο ίδιος λόγος τις οδηγεί και στην απόγνωση, γιατί ακριβώς
ποτέ δεν οδηγεί σε έργα. Είναι λόγος χωρίς νόημα. Γι’ αυτό και δεν θα πάνε ποτέ
στην Ταϊλάνδη. Η Ταϊλάνδη θα παραμείνει ένα σημαίνον χωρίς σημαινόμενο. Απλώς
την έχουν ανάγκη για να πετάξουν μακριά, έστω νοερά, ώστε να μην τρελαθούν.
Εχουμε να κάνουμε με ένα δείγμα γραφής που, υφολογικά,
σαφώς ξεφεύγει από το ρεαλισμό της γνώριμης νεοηθογραφίας. Ο Κεχαϊδης, καλός μάστορας
στο πλέξιμο των διαπροσωπικών σχέσεων, διαχειρίζεται το ρόλο της φαντασίωσης με
τέτοιο τρόπο ώστε να παρακάμψει τις συμβατικές συγκρούσεις και τη ψυχρή μαθηματική λογική της ρεαλιστικής
απεικόνισης, για να μπορέσει να βυθιστεί στον εσωτερικό κόσμο των ηρωίδων του.
Σκηνοθεσία
Η Πένη Ντάνη σχεδίασε για την παράσταση ένα πολύ λιτό και
λειτουργικό χώρο-σαλόνι, το οποίο ο Γιάννης Ρήγας εκμεταλλεύτηκε δεόντως ώστε
να ζωντανέψει τα πάθη και τα όνειρα των τεσσάρων γυναικών που μπαινοβγαίνουν
στη δράση με ρυθμούς πολυβόλου. Με απόλυτη λιτότητα, πολύ καλή στόχευση ως προς
το ζητούμενο της σκηνοθεσίας του, με βαθιά γνώση ρυθμού και εναλλαγών, κούρδισε
μια παράσταση στους σωστούς τόνους, χρόνους, χρώματα. Δεν άφησε να του ξεφύγει
τίποτα. Και στα επί μέρους και στις
αδρες πινελιές ήταν εκεί. Όλα και όλοι στη θέση τους. Δούλεψε τις νεαρές
συνεργάτιδές του στη λεπτομέρεια των ξεχωριστών χαρακτηριστικών τους, για να
καταλήξει σε ένα σφιχτό σύνολο
αλληλοδιάδοχων σκηνών, κάθε μια από τις οποίες διατηρούσε το δικό της χαρακτηρολογικό φορτίο,
σε σχέση πάντοτε με τις ατομικές ιδιαιτερότητες. Διαδοχικές φέτες ζωής έδιναν
το χρώμα και μάρκαραν την υφή του διαλόγου και των δρωμένων. Φέτες νευρωτικές
όταν έσκαγε μύτη η Φωτεινή, φέτες ωχαδερφισμού όταν έμπαινε η Ηλέκτρα κ.ο.κ.
Ερμηνείες
Από τις τέσσερις ηθοποιούς που επελέγησαν να
υπερασπιστούν την ανάγνωση του σκηνοθέτη, η νεότερη της γυναικοπαρέας, η Αθηνά
Συκιώτη, αντιμετώπισε ένα νεανικό ρόλο που, ακριβώς επειδή είναι ο λιγότερος ανεπτυγμένος,
πολύ εύκολα μπορεί να διολισθήσει προς την αδιάφορη τυποποίηση. Παρόλο το
εμφανές σφίξιμο και την ανασφάλεια της «πρωτάρας», η Συκιώτη ήταν συνεπής
και εντός του σκηνοθετικού κλίματος. Έδειξε
ότι έχει την τεχνική. Είναι θέμα χρόνου και συνεχούς προσπάθειας και
καλλιέργειας για να έρθουν και τα υπόλοιπα. Η «Μάρω» της Λαμπρινής Αγγελίδου
και η «μαμά» της Μαρίας Τσιμά, δοκιμασμένα ταλέντα και οι δυο τους, είχαν
αρκετές καλές και απολαυστικές στιγμές, αλλά είχαν και κάποιες επίπεδες και
αμήχανες, αποτέλεσμα υποθέτω της άρνησης ή της αδυναμίας τους να σπρώξουν τα
δραματικά τους προσωπεία παραπέρα, εκεί όπου θα έβγαινε ενδεχομένως και η έκπληξη
(γι’ αυτές και για μας). Είχαν περιττά κρατήματα, γεγονός που τις έβαζε να
τρέχουν πίσω από την αφηνιασμένη Λίλα Βλαχοπούλου, η οποία πίστεψε ότι μπορεί
να φτάσει το ρόλο στα άκρα, μόχθησε και όταν ήρθε η στιγμή να εκτεθεί στο σανίδι,
εκμεταλλεύτηκε τις δυνατότητες των δονούμενων εντάσεων που τις παρείχε ο ρόλος
και έλαμψε. Το σώμα της, με το που εισέβαλλε (κυριολεκτικά) στη σκηνή, έφερνε
τα πάνω κάτω και βγαίνοντας άφηνε πίσω ίχνη, άφηνε την αύρα της παντού, με
αποτέλεσμα να βραχυκυκλώνει όποιον συντελούσε μαζί της ή βρισκόταν στα όρια του
μανικού της οίστρου.
Κάποτε είχα πει, εντυπωσιασμένος, ότι η «Φωτεινή» της
Έφης Σταμούλη (Πειραματική Σκηνή 2000, σκην. Ε. Βασιλικιώτη) είναι ότι καλύτερο
είχα δει στο ρόλο. Ε, τώρα, εξίσου εντυπωσιασμένος, θεωρώ πως βρέθηκε
συγκάτοικος. Σημειώστε το όνομα. Σίγουρα έχει δρόμο ακόμη, αλλά με σκληρή
δουλειά θα κάνει σπουδαία πράγματα. Κι όχι μόνο στην κωμωδία. Μακριά, όμως από
το καλάμι, εφόσον την ενδιαφέρει η ποιότητα. Πολλά εύσημα πηγαίνουν βεβαίως και
στο Ρήγα, ο οποίος με την εύστοχη επιλογή του για το ρόλο γνώρισε στο ελληνικό
θέατρο μια ταλεντάρα, ικανή να παίξει τα πάντα. Τα κοστούμια του Μπρούφα
κάλυψαν σωστά τα σώματα και σχολίασαν το στόρι.
Συμπέρασμα: παράσταση εύρυθμη, κεφάτη, με νεανική λάμψη και
ταλέντο.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
7/12/2015
.
.