Παρά τα δυσοίωνα μηνύματα που αφήνει στο πέρασμά της
η κρίση, το θέατρο στη Θεσσαλονίκη συνεχίζει να το παλεύει. Φέτος άνοιξαν τρεις
νέοι, πολύ ωραίοι, χώροι (σε ισόγειο —επιτέλους). Είναι το θέατρο «Black Box» του Θωμά Χαρέλα, το Θέατρο «Τ»
της Γλυκερίας Καλαϊτζή και το θέατρο «Vis Motrix» του Κώστα Γεράρδου (μετακινήθηκε
από την περιοχή της Ρωμαϊκής Αγοράς στη Βασ. Γεωργίου). Αν τα προσθέσουμε στα
ήδη υπάρχοντα, τότε η περιοχή Φαλήρου έχει τα περισσότερα θέατρα από
οποιαδήποτε άλλη περιοχή στην πόλη (σύνολο οκτώ). Καθόλου άσχημα, για να γίνουν
ωραία πράγματα.
Θα το ξαναπώ: έχουμε καλούς και ικανούς σκηνοθέτες,
με καλή παιδεία, περίσσευμα αγωνίας και φιλότιμου. Σκηνοθέτες που, με ελάχιστα ή
καθόλου χρήματα, προσπαθούν για το καλύτερο. Από τη θέση του μόνιμου θεατή της
δουλειάς τους θέλω να πω πως, εάν λειτουργούσαν με μεγαλύτερη τόλμη και
φαντασία σε ό,τι αφορά τις ρεπερτοριακές και αισθητικές επιλογές τους, θα
κέρδιζαν πόντους.
Τα εισαγωγικά μου σχόλια έχουν ως αφορμή αυτήν τη
φορά μια νοικοκυρεμένη (όσο και προβλέψιμη) παραστάση που είδα πρόσφατα, την
πανελλήνια πρώτη του έργου του Άρθουρ Μίλερ Η
δημιουργία του κόσμου και άλλες Business που μετέφρασε, μαζί με την
Ιωάννα Τζίκα, και σκηνοθέτησε ο Αλέξανδρος Κωχ («Vis Motrix»).
Το έργο
Πρόκειται για την πρώτη κωμωδία του Μίλερ στο
Μπρόντγουεϊ και το πρώτο του έργο εκεί μετά από πέντε χρόνια απουσίας
(τελευταίο το Τίμημα). Η παράσταση
δεν ευτύχησε στο ταμείο. Άντεξε μόνο είκοσι βράδια. Προφανώς ο κόσμος περίμενε
να δει έναν άλλο Μίλερ, παρόλο που το θέμα του έργου, η πάλη του κακού και του
καλού, δοσμένο σε μορφή παραβολής
εμπνευσμένης από το βιβλίο της «Γενέσεως» είναι το σήμα κατατεθέν και των
σοβαρών του έργων. Το γεγονός ότι κανείς δεν ήταν έτοιμος να δεχτεί ότι ο Μίλερ
μπορεί να πει σημαντικά πράγματα με χιούμορ, φαίνεται πως καταδίκασε την όποια
αξία του.
Σίγουρα δεν είναι τέλειο έργο. Η γραφή του, αν και καλά δουλεμένη, είναι στιγμές που
μοιάζει πιο πολύ με καλή δημοσιογραφία παρά καλή λογοτεχνία. Όταν ξεφεύγουν οι
τόνοι γίνεται διδακτική και ενίοτε μπανάλ, κυρίως εκεί όπου αντλεί
αναχρονιστικά ανέκδοτα ή φράσεις του συρμού. Ο Μίλερ γνωρίζει τους σκοπέλους.
Και κυρίως γνωρίζει ότι δεν είναι μάστορας της κωμικής ατάκας. Γι’ αυτό είναι όσο
μπορεί πιο προσεκτικός. Πρωτίστως τον ενδιαφέρει να ακουστούν τα δύο βασικά
ερωτήματα που πυροδοτούν και τη συζήτηση: Γιατί ο Θεός δημιούργησε τον Εωσφόρο;
Και γιατί ο άνθρωπος, όταν θέλει τη δικαιοσύνη, συνεχίζει να δημιουργεί το
άδικο;
Ο Μίλερ δεν φαίνεται να έχει τις απαντήσεις. Ο Θεός
του είναι ένας τρελάρας, καλός αλλά και διψαλέος για εγκώμια. Είναι ένας Θεός
παντοδύναμος αλλά όχι και ιδιαίτερα σοφός, ένας Θεός που θέλει τους
πρωτόπλαστους να συνεχίσουν το ανθρώπινο είδος αλλά δεν ξέρει πώς να τους
βοηθήσει να αρχίσουν. Μέχρι που φτάνει ο
πονηρός, αλλά και πιο ειλικρινής από όλους, Εωσφόρος, ο οποίος πιστεύει
ότι μόνο αν ο άνθρωπος αποδεχτεί και το κακό θα μάθει τι πάει σεξ, θέση που κάνει το Θεό να το στείλει στο
διάολο. Όσο για τον Αδάμ, είναι απλοϊκός, με σοφία ραβίνου. Μαζί
με την Εύα μοιάζουν σαν ένα τυπικό ζευγάρι Εβραίων μεταναστών που προσπαθούν να
πετύχουν στη νέα τους γη.
Χωρίς να το απορρίπτω ως κείμενο, δεν μπορώ να πω ότι
με ενθουσιάζει. Προτιμώ να βλέπω και να διδάσκω τον άλλο Μίλερ. Παρόλα αυτά,
όμως, θα σας έλεγα να δείτε αυτήν την παράσταση μόλις σας δοθεί η ευκαιρία.
Αφενός γιατί παίζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, αποκαλύπτοντας μια άγνωστη
πτυχή του έργου αυτού του σπουδαίου δημιουργού, και αφετέρου γιατί είναι μια
καλά φροντισμένη δουλειά.
Ο σκηνοθέτης της παράστασης Αλέξανδρος Κωχ
Σκηνοθεσία
Η σκηνοθεσία του νεαρού Κωχ βρήκε πατήματα και μοτίβα
και ξεδίπλωσε με λιτές επιλογές και σταθερούς ρυθμούς την τύχη των
πρωτοπλάστων. Εκμεταλλεύτηκε το σκηνικό και τεχνολογικό σχεδίασμα του Μήτσιου,
ώστε να ανοίξει τη γεωγραφία της δράσης για να χωρέσει μέσα το σύμπαν. Χωρίς να
θέλω να το παίξω σκηνοθέτης, πιστεύω πως εδώ υπήρχαν τα περιθώρια εμπλοκής και
του κοινού. Με λίγη φαντασία θα μπορούσαν τα δρώμενα να αλώσουν και την
πλατεία, κυρίως στη σκηνή με το μήλο, υπενθυμίζοντας παιγνιωδώς στους θεατές
ότι είναι απόγονοι των πρωτοπλάστων.
Ερμηνείες
Στη διδασκαλία των ρόλων θεωρώ πως ήταν εύστοχη η αντιρεαλιστική
και κάπως καρτουνίστικη σύλληψή τους. Ίσως μια μεγαλύτερη δοσολογία και μια πιο
λοξή ματιά προς αυτή την κατεύθυνση να αποδεικνύονταν ευεργετικές προσθήκες στο
σκιτσάρισμα των περιγραμμάτων των ρόλων.
Ο Εωσφόρος του Φραγκούλη, ένας δανδής με τις
νευρώσεις, τα πάθη του και το στιλιζαρισμένο παίξιμό του, δήλωσε παρόν. Δεν
ήταν η δουλειά του να εμπνεύσει φόβο ή δέος, απλώς να βοηθήσει να ακουστεί η
συζήτηση πιο καθαρά. Το πέτυχε με ελεγχόμενη υπερβολή. Ο Τσακίρης, παίζοντας
διαρκώς σε ένα τόνο, έβγαλε την εικόνα ενός θεού μαζεμένου και άνευρου που
μπορεί στην αρχή να είχε μια δυναμική και μια γοητεία, στην πορεία όμως
θάμπωσε. Ο Δελής έπαιξε τον Αδάμ με μια σχεδόν αυτοσαρκαστική διάθεση, ώστε να
βγει το αφελές αρσενικό. Και κατά τόπους βγήκε. Η επελαύνουσα Εύα της Τζίκα,
αεράτη και πλανεύτρα, ζουζούνιζε εύστοχα γύρω από το διστακτικό σύντροφό της.
Οι Σακελλαρίου και Τότσκας στους διπλούς τους ρόλους είχαν έτοιμα ανακλαστικά
και σκηνική παρουσία.
Ενδυματολογικά οι επιλογές της Ζούρα έμειναν σε ένα
πρώτο επίπεδο. Δεν ακολούθησαν τις μεταλλάξεις ώστε να λειτουργήσουν και ως
σχόλιο.
Συμπέρασμα: παράσταση
γοητευτική στην απλότητά της
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
23/11/2014