Συνδέω: συνδεδεμένος, αποσυνδεδεμένος.
Connect: connected, disconnected. Η δημοφιλέστερη λέξη στον
21ο αιώνα --μαζί με το νεοφιλελευθερισμό και το μεταμοντερνισμό. Είναι
παντού (ελληνικά, αγγλικά). Μια λέξη-κλειδί που έχει άμεση σχέση με τη
φυσιογνωμία του σύγχρονου lifestyle. Όποιος την αγνοεί δεν υπάρχει. Οι τέχνες ομοίως.
Γι’ αυτό διόλου τυχαίος
δεν είναι και ο τίτλος «Connected»
που είχαν δώσει οι υπεύθυνοι του Βρετανικού Συμβουλίου στο ποικίλο showcase που έστειλαν στη Σιγκαπούρη το
2010, ανταλλαγή που απέβλεπε, σύμφωνα με το δελτίο Τύπου, στην πρόκληση των συμβατικών σχέσεων
ανάμεσα στο κοινό, τους καλλιτέχνες και την κοινωνία, με τελικό στόχο τη σφυρηλάτηση μιας πιο στενής σχέσης
ανάμεσά τους.
Δείγμα γραφής από το εν
λόγω εγχείρημα η περφόρμανς «Foot Washing for the sole», όπου ο ηθοποιός Άντριαν Χάουελς έπλενε κάθε
βράδυ τα πόδια του μοναδικού «θεατή» και ταυτόχρονα κουβέντιαζε μαζί του, σε
μια προσπάθεια, όπως ο ίδιος εμφανίζεται να λέει στο YouTube, να ανακαλύψει πιο ουσιαστικούς
τρόπους συνύπαρξης. Λίγο καιρό πριν είχε κάνει κάτι ανάλογο, μόνο που αντί για
πόδια έπλενε μαλλιά («Salon Adrienne») και ρωτούσε το «θεατή» να του
πει τι σκέφτεται όταν κοιτά επίμονα τον εαυτό του στον καθρέφτη.
Και το εύλογο ερώτημα:
προς τι όλα αυτά, για πολλούς «ανόητα»;
Νομίζω πως υπάρχει εξήγηση κι ας μην βρίσκει τους πάντες σύμφωνους.
Ιστορικά
Η ιστορία του μοντέρνου
θεάτρου συνοδεύεται και από τη σταδιακή απομάκρυνση του θεατή από το
μυθιστορηματικό κόσμο της σκηνής, με κάποιες απόπειρες διασάλευσης αυτού του επικοινωνιακού
μοντέλου, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του Μπρεχτ, ο οποίος, μέσα από
την τεχνική του παραξενίσματος, προσπάθησε
να αφυπνίσει το θεατή, ώστε να εφαρμόσει στην πράξη όσα του δίδαξε το θέαμα.
Για πολλές δεκαετίες οι
προτάσεις του αντιμετωπίστηκαν ως καινοτόμες παρεμβάσεις. Τα τελευταία χρόνια,
ωστόσο, δεν είναι λίγοι οι καλλιτέχνες εκείνοι οι οποίοι διατείνονται ότι ο
Μπρεχτ ζητούσε ουσιαστικά ένα θεατή-«μάρτυρα», ενώ αυτοί ζητούν ένα θεατή-συμμέτοχο,
που να αντιμετωπίζει τα δρώμενα σε σχέση με τον εαυτό του. Δηλαδή, ένα θεατή που
να κατασκευάζει τις δικές του ιστορίες παρά να ακούει τις ιστορίες άλλων.
Αποξένωση
Το γεγονός ότι η
πραγματικότητα έχει μετατραπεί σε μια τεράστια εικόνα που μας καταβροχθίζει και
μας ωθεί σε μια ολοένα και πιο επικίνδυνη αποξένωση, έχει σπρώξει μεγάλο μέρος της εναλλακτικής θεατρικής σκηνής
προς την κατεύθυνση της συμμετοχής με νέους όρους. Οι σημερινοί καλλιτέχνες δεν
προσπαθούν να ξαναφτιάξουν τον κόσμο στο στιλ ενός Μπρεχτ ή ενός Πισκάτορ. Δεν
φλερτάρουν με κοινωνικές ουτοπίες και επαναστατικές δράσεις, ούτε καλλιεργούν
ριζοσπαστικές ελπίδες, όπως έκανε το θέατρο των 60s, για παράδειγμα, με θιάσους
όπως το Λίβινγκ Θίατερ. Αναζητούν νέους τρόπους δράσης, που θα τους βοηθήσουν
να κατοικήσουν με καλύτερους όρους έναν κόσμο όπου οι ανθρώπινες σχέσεις δεν
βιώνονται πια απευθείας αλλά χάνονται σε ένα ομιχλώδες εικονικό τοπίο
αναπαραστάσεων.
Με άλλα λόγια, ως
απάντηση στο δέλεαρ των «συνδέσεων» της σύγχρονης τεχνοκουλτούρας, το «πολιτικό-κοινωνικό»
θέατρο των σημερινών νέων επιχειρεί να ανακαλύψει καινούργιους τρόπους
συλλογικότητας πέρα από το user friendly περιβάλλον των εικονότοπων, αλλά ακόμη και
πέρα από αυτά που μπορεί να προσφέρει μια οικογένεια ή μια ομάδα. Εκείνο που βλέπουν
ως πιο πιεστικό, δεν είναι τόσο η χειραφέτηση του ατόμου όσο η απελευθέρωση της
ανθρώπινης διαπροσωπικής επικοινωνίας. Στο μυαλό τους αυτό σημαίνει χειραφέτηση
της ίδιας της ύπαρξης.
Marina Ambramovic
Νέα μορφή θεάτρου
Αυτή ακριβώς η
προσπάθεια ανακάλυψης διαφορετικών τρόπων συνύπαρξης, ως θέση ιδεολογική και
ριζοσπαστική, έχει οδηγήσει και στη νέα μορφή θεάτρου που ακούει στο όνομα
«θέατρο της οικειότητας», μια μορφή που αναζητεί να στεγάσει εμπειρίες
διαφορετικές αλλά (κυρίως) πιο αυθεντικές, μέσα από τη σφυρηλάτηση μιας
συναισθηματικής και χωρικής εγγύτητας, στο βαθμό φυσικά που μπορεί να το αντέξει
μια ζωντανή τέχνη όπως το θέατρο. Και αυτό, διατείνονται οι θιασώτες του χώρου,
μπορεί να επιτευχθεί μόνον εφόσον δοθεί, όπως είπαμε, περισσότερη δύναμη και
πρωτοβουλία στο θεατή, ώστε να καθορίσει αυτός τη φύση της συνύπαρξης.
Μια τέτοια σχέση-σύνδεση
είναι που επιδιώκει η γνωστή μας Αμπράμοβιτς με τη σωματική της δοκιμασία, εκεί
όπου αφήνει ελεύθερο το θεατή να «χαράξει», κυριολεκτικά, το σώμα της κατά
βούληση. Τόσο αυτή όσο και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες από τον ευρύτερο χώρο της
περφόρμανς, επιδιώκουν με τις ενίοτε ακραίες επιτελέσεις τους να μιλήσουν μέσα
από τις ρωγμές του κοινωνικού σώματος. Βλέπουν τις δράσεις τους σαν ραφές στο
υλικό των ανθρωπίνων σχέσεων, σαν ένα αντίλογο στην κοινωνία του θεάματος
όπου οι σχέσεις έχουν ως συνδετικό
κρίκο κάποιο ομοίωμα, γεγονός που θέτει την υποκειμενικότητα σε κίνδυνο.
Γι’ αυτό πιστεύουν ότι, για
να ανακαλυφθεί ξανά η υποκειμενικότητα, πρέπει να ανακαλυφθούν ξανά οι σχέσεις που
την ορίζουν με τους άλλους. Κάτι που μπορεί να επιτευχθεί εφόσον δοθεί η
δυνατότητα στο δέκτη να επαναδιαπραγματευτεί τα connections του, ώστε να
καθορίσει και τη θέση του μέσα σε αυτά. Εξ ου και οι πιο χαλαρές και
απρόβλεπτες επιτελεστικές φόρμες που βλέπουμε διαρκώς, οι οποίες, καταργώντας τη γνωστή ιεράρχηση που
θέλει τον «παραγωγό/ιδιοκτήτη» του νοήματος και των μορφών της επικοινωνίας
στην κορυφή και το θεατή παθητικό δέκτη στη βάση, προσβλέπουν στην καλλιέργεια
νέων δυνατοτήτων εμπλουτισμού της συνολικής
εμπειρίας.
Το θέμα που αξίζει να
δούμε είναι κατά πόσο η συμμετοχή του θεατή είναι αυτόματα πολιτική θέση και
δείγμα χειραφέτησης ή κάτι άλλο, ας πούμε μια συμμετοχή περίπου όμοια με τη
συμμετοχή μας στη νεοφιλελεύθερη αγορά, άρα, διόλου απελευθερωτική. Αυτό για μια
επόμενη επιφυλλίδα.
Κυριακάτικη
Ελευθεροτυπία
4/10/2014