Το χέρι ψηλά
Με το δεξί και με δύναμη άνοιξε τη
σεζόν η «Αυλαία», φιλοξενώντας ένα έργο της σύγχρονης βρετανικής δραματουργίας,
«Το χέρι» (2003), του ηθοποιού και συγγραφέα Τιμ Κράουτς. Μια ελεγεία για τη
χαμένη παιδική ηλικία και, παράλληλα, μια αποδόμηση του τρόπου που μυθοποιούμε
το παρελθόν μας. Ένα έργο του τι σημαίνει να είναι κανείς φυσιολογικός (ή όχι),
σε ένα κόσμο που έχει αποφασίσει πριν από σένα για σένα.
Ο Κράουτς μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα
έμπειρος συγγραφέας, όμως γνωρίζει
πολύ καλά τα μυστικά της δραματικής αφήγησης (όπως τα γνωρίζουν όλοι οι καλοί
Αγγλοσάξονες συγγραφείς). Γνωρίζει πώς να δημιουργεί εικόνες, πώς να επιλέγει
λέξεις, όπως γνωρίζει και πώς να επιλέγει σιωπές. Δεν ηθικολογεί, δεν
τοποθετείται, δεν αποκλείει ούτε εξαντλείται σε σχοινοτενείς περιγραφές και
υστερικές εξομολογήσεις. Δίνει με σοφά επιλεγμένες δόσεις ψήγματα της τραγικής
του ιστορίας, ώστε να μας βάλει κι εμάς στο κάδρο της, για να μπορούμε έτσι να
κρίνουμε για λογαριασμό μας. Μας δίνει, με άλλα λόγια, τόσες πληροφορίες όσες
είναι αρκετές για να πυροδοτήσουν τη φαντασία μας, να γίνουμε κατά κάποιον
τρόπο συνεργοί. Άλλωστε, αυτό είναι και το θέμα του έργου: η δυνατότητα
επιλογής, όπως ακριβώς κάνει ο ήρωάς του, τη στιγμή που αποφασίζει, ερήμην των
πάντων, να σηκώσει το μπράτσο του ψηλά και να μην το ξανακατεβάσει.
Στην ελληνική εκδοχή, η σκηνοθέτρια
(και μεταφράστρια του έργου), Έλενα Πέγκα, έβαλε (διόλου άσχημη ιδέα) στη θέση
του αγοριού ένα κορίτσι (τη Θεοδώρα Τζήμου), ώστε να υπογραμμίσει ακόμη πιο
πολύ το αίσθημα της αποξένωσης και της ιδιαιτερότητας. Επίσης, σε αντίθεση με
τη λονδρέζικη παράσταση (στο Ρόγιαλ Κορτ), όπου συμμετείχαν τέσσερις ηθοποιοί,
ρίσκαρε με έναν, που τοποθέτησε στο μέσον της σκηνής, ανάμεσα στα αντικείμενα
του προσωπικού του κόσμου (κούκλες και παιχνίδια διάφορα), τα οποία, κατά τη
διάρκεια της παράστασης, τα χρησιμοποιεί δίκην ζωντανών χαρακτήρων. Επιλογή που
φόρτισε ακόμη πιο πολύ τη θεατρικότητα της πράξης του ήρωα (εν προκειμένω
ηρωίδας) που κάποια στιγμή, σε ηλικία δέκα ετών, αποφασίζει να κάνει θέαμα και
θέμα το σηκωμένο της μπράτσο, δηλαδή, αποφασίζει να το μετατρέψει σε
αντικείμενο, συμβολικά αποκόπτοντάς το από το υπόλοιπο σώμα και δίνοντάς του
μια γκροτέσκα αυτονομία. Αυτή, λοιπόν, την αυτονομία η σκηνοθεσία θα πιστώσει
και στα αντικείμενα, τα οποία, μέσα από την περίεργη σχέση τους με το
σημαινόμενό τους, γίνονται έντονα ορατά, δηλώνουν και διαδηλώνουν τη σκηνική
τους παρουσία. Κι εδώ η δική μου παρέμβαση λέει ότι υπήρχαν περιθώρια ώστε το
υψωμένο χέρι να αποκτήσει ακόμη πιο έντονη σκηνική ορατότητα, εάν διατρυπούσε
πιο επιδεικτικά και πεισματικά την εικαστική σύνταξη. Αλλά και έτσι, οι
επιλογές της σκηνοθεσίας έκαναν το έργο της κατανόησης πιο βατό και πιο κουλ.
Επικοινωνία
Η παράσταση στήθηκε με τέτοιο τρόπο
ώστε να παρακολουθήσουμε με μεγαλύτερη άνεση τη (μετ)εξέλιξη ενός βίαιου
συμβάντος. Από την άλλη, βέβαια, ίσως κάποια πιο άμεσα ψήγματα εμπλοκής μας στη
δράση, να μην ήταν άσχημα. Ας μην ξεχνάμε αυτό που είπαμε πριν: ο συγγραφέας
ψάχνει για συνεργούς. Δεν εξετάζει μόνο το πώς η βία επηρεάζει αυτούς που την
υποδύονται αλλά και αυτούς που την παρακολουθούν. Κι εδώ η σκηνοθεσία θα
μπορούσε να παίξει λίγο, τραβώντας πού και πού το χαλί κάτω από τα πόδια μας, με
στόχο να μας ξεβολέψει. Επέλεξε να μην το κάνει, θέλοντας έτσι να διατηρήσει
τις σχέσεις μας με τα δρώμενα πιο στοχαστικές. Μια καθ’ όλα θεμιτή επιλογή.
Ακουμπώντας στην επικοινωνιακή δυναμική
της μεταδραματικής αισθητικής, δοκίμασε τις αντοχές μιας αποδομητικής
ανάγνωσης, με στόχο να δείξει πώς δημιουργείται η τέχνη (και το θέατρο).
Αφήνοντας κατά μέρος τους ψυχολογισμούς, ενίσχυσε την εξωστρέφεια των δρωμένων
και την παροντικότητά τους. Τα
όποια κενά αέρος είχε η ανάγνωσή της, ήταν, εν πολλοίς, αποτέλεσμα και του
μεγέθους της σκηνής του «Αυλαία», μια σκηνή που απαιτούσε μια διαχείριση πολύ
διαφορετική από εκείνη που δοκιμάστηκε με επιτυχία στο μικροσκοπικό Δώμα του
Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Οι παραστάσεις μετά την πρεμιέρα ενδεχομένως να έδωσαν
στην παράσταση την ευελιξία και την πυκνότητα που απαιτεί η ίδια η ιστορία. Σε
κάθε περίπτωση, μια λύση-απάντηση στις κατά τόπους αρρυθμίες θα ήταν η παρουσία
της ίδιας της σκηνοθέτιδος στο ρόλο της γεφυροποιού (ενισχύοντας έτσι ακόμη πιο
πολύ την εικόνα του θεάτρου εν θεάτρω).
Επίσης, διείδα μια αγωνία εκ μέρους της
σκηνοθεσίας να είναι διαρκώς παρούσα μέσα απο λογής λογής ευρήματα. Αυτό δεν
είναι κακό όταν το ίδιο το έργο το απαιτεί. Όμως ήταν στιγμές που το έργο
ζητούσε μια σχετική ηρεμία ώστε να «αυτο-κινηθεί». Σ’ εκείνες τις περιπτώσεις
τα σκηνοθετικά ευρήματα φάνταζαν περιττά. Για παράδειγμα ένα μεγάλο μέρος από
το βίντεο στο τέλος ήταν μάλλον επιβαρυντικό. Κάποιες σύντομες σκηνές ή
διαφάνειες με θέμα τη παιδική βία και σεξουαλική κακοποίηση, αρκούσαν.
Η πρωταγωνίστρια
Η Θεοδώρα Τζήμου, ηθοποιός με
πλαστικότητα και μπόλικο υποκριτικό απόθεμα, κινήθηκε θαυμάσια ανάμεσα στην ηθοποιό-άνθρωπο
και το χαρακτήρα-μύθο. Ράντισε με σωστές δόσεις δράματος και χιούμορ, καθώς και
με υφολογική χάρη τα επεισόδια της μυθιστορηματικής της ζωής. Ήταν διαρκώς
δημιουργικά παρούσα, χωρίς φάλτσα και ξεστρατίσματα, δικαιώνοντας όσους
πιστεύουν πως είναι μια από τις καλύτερες εκπροσώπους της γενιάς της.
Συμπέρασμα: Πηγαίνετε να δείτε αυτήν την παράσταση. Έχει ενδιαφέρον από όλες τις απόψεις.
16/9/2013