O θάνατος είναι το μόνο
αξιόπιστο και αταξικό δεδομένο στη ζωή του ανθρώπου. Αρέσει δεν αρέσει όλοι
υποκλινόμαστε μπροστά του γιατί είναι ο βέβαιος νικητής. Κι όμως, αν και το
απόλυτο και αδιαπραγμάτευτο δεδομένο κάθε ζωντανού οργανισμού, είναι τόσο
δύσκολο να γράψει κανείς για αυτόν, τόσο δύσκολο να τον υποτάξει με όπλο τη
δυναμική της λέξης. Από πού να αρχίσει και πού να τελειώσει;
Ξέρουμε (ή νομίζουμε ότι
ξέρουμε) και γράφουμε για όλα τα «μετά: μετά το τέλος του ανθρωπισμού, μετά το
τέλος της ιστορίας, μετά το τέλος της ιδεολογίας, μετά το τέλος των εθνών, όμως
ποιος μπορεί να γράψει με την ίδια βεβαιότητα ή αλαζονεία για το «μετά» από
αυτόν, τι; Δεν μπορούμε, γιατί ξεπερνά κατά πολύ την εμβέλεια του Ορθού μας
Λόγου. Δεν μπορούμε να μάθουμε τι κρύβει προκειμένου να τον αποδομήσουμε και εν
συνεχεία να τον εκλογικεύσουμε. Ζούμε αγκαλιά μαζί του αλλά μας είναι μια βασανιστική
terra incognita.
Απορία όλων των θνητών: Πώς
να είναι άραγε αυτή η ανήλιαγη και
απόκοσμη Νέκυια; Έχει Κέρβερους, τέρατα, Πλούτωνες, Περσεφόνες, Ευρυδίκες,
Ελπήνορες, έχει μουσικές, χορούς, φωτιές,
βασανιστήρια, έρωτες; Κανείς δεν έχει επιστρέψει να μας πει πώς είναι. Και
όσο πιο πολύ αγνοούμε πράγματα γι’ αυτόν τόσο πιο πολύ θέλουμε να μάθουμε γι’
αυτόν. Στην καλύτερη περίπτωση οι λέξεις εκείνο που μπορούν να κάνουν είναι να
δηλώσουν ότι δεν μπορούν να το κάνουν και αρκούνται να περιφέρονται δορυφορικά
γύρω από αυτόν εικάζοντας, και εννοείται χωρίς αυτόν.
Σε κάθε περίπτωση, δεν
λέμε κάτι καινούργιο. Ο θάνατος (και ό,τι ακολουθεί) ως θέμα ήταν ανέκαθεν μια πρόκληση
για τους δημιουργούς, με πρώτο και μέγα παράδειγμα τον Όμηρο και την
αριστουργηματική λ’ ραψωδία του στην Οδύσσεια, εν συνεχεία τον Λουκιανό (Μένιππος
ή Νεκυομαντεία), τον Βιργίλιο (Αινειάδα), τον Δάντη (Θεία Κωμωδία),
αλλά και πιο σύγχρονους δημιουργούς όπως ο Ιάνης Ξενάκης (Νέκυια) κ.ά.
Από όλες τις ανθρώπινες εμπειρίες
ο θάνατος κουβαλά την πλέον έντονη συναισθηματική φόρτιση και παράλληλα και την
πλέον έντονη ψυχαγωγική διάσταση. Κραυγαλέα αντίφαση, όμως απόλυτα πραγματική
και εν πολλοίς εξηγήσιμη. Όπως σοφά το διατυπώνει ο σπουδαίος Βάλτερ Μπένγιαμιν,
αυτό που αναζητούμε στις τέχνες είναι εκείνη
τη γνώση θανάτου που μας αρνείται η ίδια η ζωή. Κάτι περισσότερο θα γνώριζαν οι Έλληνες
τραγικοί που σε όλα τα έργα τους δίνουν στον θάνατο πρωταγωνιστικό ρόλο. Περίπου μια ανάλογη
αντιμετώπιση συναντούμε και στις τραγωδίες του Σαίξπηρ. Θάνατος και γνώση
περίπου συμβαδίζουν. Όσο για τη γοτθική λογοτεχνία και το θέατρο τα τέλη του 18ου
αιώνα, όπως και για τη ρομαντική λογοτεχνία, η αναπαράσταση ή η περιγραφή του
θανάτου και του επέκεινα εντυπωσιάζει με τις λεπτομέρειές της. Και τούτο γιατί
ο κόσμος είχε ανάγκη να βλέπει όλες τις πιθανές πτυχές και σκοτεινές εκδοχές
του, προσβλέποντας σε μια μορφή εξοικείωσης με τον ανοίκειο κόσμο του. Όπως
γράφει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του, ο κόσμος αρέσκεται να ακούει περιγραφές θανάτων σε μια δραματική
αφήγηση, γιατί αυτό τον βοηθά να δει πράγματα που θα ήθελε να αποφύγει στη ζωή
του.
Γενικά ο θάνατος είναι
ένα θέμα το οποίο οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν είτε για να δημιουργήσουν
ατμόσφαιρα είτε για να προκαλέσουν ποικίλα συναισθήματα όπως μυστήριο, σασπένς,
φόβο είτε να υπογραμμίσουν το αίσθημα του τέλους και πώς αυτό το αίσθημα ορίζει
και δομεί την ίδια τη ζωή των ανθρώπων, τις επιλογές τους, την ηθική τους κ.λπ, όπως ωραία πραγματεύεται το θέμα ο Μουρακάμι
στο Νορβηγικό δάσος, όπου ο θάνατος δεν υπάρχει ως το αντίθετο της ζωής
αλλά ως αναπόσπαστο κομμάτι της.
Αυτά τα εισαγωγικά, ίσως
και κατά τόπους φλύαρα, στην προσπάθειά μου να δημιουργήσω ένα γενικό,
υποστηρικτικό πλαίσιο ώστε να μπορέσω να σχολιάσω την ιδιαίτερη παράσταση της Νέκυιας,
η οποία φιλοξενείται στην κεντρική σκηνή της Στέγης Ωνάση.
Εν συντομία η ιστορία
Οι πηγές στο διαδίκτυο
και αλλού αναφέρουν ότι στην εποχή του Ομήρου οι άνθρωποι θεωρούσαν τη
Γη σαν έναν επίπεδο σχεδόν δίσκο τον οποίο περιέβαλλε Ωκεανός. Από πάνω
υψωνόταν ο ουρανός και από κάτω ο Άδης. Αυτή η τριχοτόμηση του σύμπαντος
παράσταινε το ουράνιο (χώρο
των ολύμπιων θεών), το επίγειο (χώρο των θνητών) και
το υπόγειο (χώρο των νεκρών και των θεών του Άδη). Ο θνητός άνθρωπος
μπορούσε να διασχίσει τα «σύνορα» από το ένα επίπεδο στο άλλο κάτω από ειδικές τελετουργικές
συνθήκες.
Η Νέκυια περιγράφει
τις περιπέτειες του Οδυσσέα και των συντρόφων του που αναχωρούν από το παλάτι της
Κίρκης με προορισμό τη χώρα των Κιμμερίων, όπου βρίσκεται η είσοδος για τον Άδη.
Μετά από σπονδές και θυσίες, που πραγματοποιεί καθ’ υπόδειξη της Κίρκης, ο
Οδυσσέας φτάνει εκεί όπου κανένας ζωντανός δεν πάει ποτέ. Εκεί συναντά ψυχές
νεκρών που έχουν συνδεθεί στενά μαζί του, ξαναβρίσκει τους ήρωες του Τρωικού
Πολέμου που χάθηκαν, τον Αγαμέμνονα, τον Αχιλλέα, τον Πάτροκλο, τον Αίαντα, τον
Ηρακλή, οι οποίοι θυμούνται την κοινή τους ζωή και αγωνιούν να μάθουν νέα από
τον Πάνω Κόσμο. Η ραψωδία κλείνει με τον Οδυσσέα να αναχωρεί για τον κόσμο των
ζωντανών με εφόδιο τον χρησμό του Τειρεσία και την ελπίδα ότι σύντομα θα
τελείωναν τα βάσανά του.
Από τον ου-τόπο στον τόπο
Η Νέκυια είναι
μια συμβολική υπέρβαση των ορίων και συνόρων. Μια βουτιά στα σκοτεινά σπλάχνα ενός τόπου/ου-τόπου, άγνωστου
και δυσπερίγραπτου. Και ακριβώς επειδή αναφερόμαστε σε κάτι που δύσκολα
περιγράφεται, το ζήτημα που ζητά εξαρχής απάντηση είναι πώς αυτή η κατάδυση στο
αθέατο μετατρέπεται σε δημόσιο θέαμα (και άκουσμα), δηλαδή αποκτά χωρική
υπόσταση, γίνεται τόπος; Με τι εργαλεία;
Όπως είπα, δεν υπάρχουν
απαντήσεις. Το μόνο βέβαιο λέει ότι κανένας ρεαλισμός δεν μπορεί να εξορύξει τα
μέταλλα που κρύβει αυτός ο «άλλος» κόσμος. Κανένας τομογράφος, κανένας οδηγός
γραφής, καμιά πανοραμική δεν μπορεί να το φωτίσει, παρά μόνο ένας ικανός νους που
δεν αρκείται στις σταθερές σημάνσεις του οικείου και των συμπερασματικών
απαντήσεων, αλλά ψάχνει αλλού και παντού, νους περίεργος, νους «επεκτατικός»
Όπως, ας πούμε, ήταν ο νους του πρώτου
γράψαντος, του Ομήρου. Μια «μπρεχτική» περσόνα, αιώνες πριν από τον Μπρεχτ, ένα
πρόσωπο και πολλά προσωπεία στην ίδια πράξη διπλής επιτέλεσης, τη μια εντός της
ιστορίας σε ρόλο πρωταγωνιστή και την άλλη εκτός της ιστορίας σε ρόλο
περιγραφέα. Ο Όμηρος-ραψωδός με τον Όμηρο-ηθοποιό σε μια συνεχή ταλάντωση
ανάμεσα στο «εδώ και τώρα» της περφόρμανς και στο «εκεί και τότε» της (μυθ)ιστορίας. Μια
στον πάνω κόσμο και μια στον κάτω κόσμο.
Εκείνοι λοιπόν οι
«μετα-γραφείς» που παίρνουν το ρίσκο να μας κοινωνήσουν σε αυτό το ταξίδι
εξερεύνησης και εξοικείωσης με το επέκεινα, οι «βαρκάρηδες» του ταξιδιού, για
να μην χαθούν (και μαζί τους κι εμείς) οφείλουν να έχουν ένα βασικό, καλά
σχεδιασμένο πλάνο πλεύσης ικανό να οδηγήσει τον θεατή μέσα στο σκοτάδι και μετά να τον επιστρέψει πίσω στο φως, πάντα με την ελπίδα πως θα τον
κάνει έστω και κατά τι πιο πλούσιο, πιο φωτισμένο. Αυτή άλλωστε δεν είναι η
έννοια και ο ρόλος της σπουδαίας τέχνης; Να σε ταξιδεύει πέρα από τα όρια της φαντασίας σου, πέρα από
τα οικεία ερεθίσματα, σε άλλα βάθη και σκοτάδια και μετά να σε επιστρέφει στη
ρηχότητα αλλά και στην ακαταμάχητη ομορφιά της ζωής οπλισμένο με περίσσια γνώση;
Η περφόρμανς
Αυτοί λοιπόν που ανέλαβαν
την ευθύνη να μας μεταφέρουν τη Νέκυια στα καθ’ ημάς εξαρχής
έδειξαν ότι ήξεραν τι ήθελαν να πετύχουν και πώς να το πετύχουν. Και
αναλόγως πορεύθηκαν. Σκηνοθετικός κρίκος των συστατικών μερών του όλου
υβριδικού εγχειρήματος, ο Χρήστος Παπαδόπουλος. Χωρίς περιττά λιλιά
εντυπωσιασμού, ουσιαστικός και λιτός στις επιλογές του παρέδωσε στην πλατεία
προς κρίση ένα θέαμα που είχε από όλα: και κατανυκτική ατμόσφαιρα, και
ταξιδιάρικη αύρα και μουσική γοητεία και εικονική και φωτιστική αρτιότητα. Αναλυτικότερα:
Τα δηλωτικά μαύρα
παραπετάσματα των σκηνικών της Κλειούς Μπομπότη, φιλοξένησαν ευεργετικά επί
εξήντα γεμάτα ποιότητα λεπτά την
ιδιαίτερη φωνή του ραψωδού-Γιάννη Αγγελάκα και το αφηγηματικό διαμάντι της ραψωδού-Όλιας
Λαζαρίδου. Χωρίς να στομφάρουν, χωρίς να ναρκισσεύονται, χωρίς να ακκίζονται,
χωρίς να αναλώνονται σε αχρείαστες πόζες, οι δύο καλλιτέχνες μας καθήλωσαν. Μας
έδειξαν πόση γοητεία μπορεί να ασκήσει ο καλά δουλεμένος λόγος, ο εύληπτος, ο
στρογγυλεμένος, ο μουσικός, ο προφορικός, ο ρυθμικός λόγος. Δυο σπουδαίοι
καλλιτέχνες σε μια αλληλοσυμπληρούμενη συνεύρεση-αποστολή στον Κάτω Κόσμο, ραψωδοί-αφηγητές
και μυθικοί-χαρακτήρες ταυτόχρονα. Χάρμα!
Δίπλα τους, μαζί τους,
γύρω τους και γύρω μας η φωτιστική
πρόταση της Ελίζας Αλεξανδροπούλου με τις συνεχείς και ρυθμικές εναλλαγές
πυκνότητας και φωτεινότητας, κίνησης και ακινησίας. Μια πρόταση σχεδιασμένη να
εμφανίζει και να εξαφανίσει την ύλη εμψύχων και αψύχων. Όπως στο θέατρο αλλά
και στη ζωή: «τώρα με βλέπετε τώρα όχι».
Η μόνιμη διελκυστίνδα ανάμεσα στην απουσία και την παρουσία. Και η μόνιμη
επωδός: το αναπόφευκτο τέλος (της παράστασης και της ζωής). Άλλωστε τι άλλο
είναι η ζωή παρά μια «σκιά που περπατά» (life’s a walking shadow), όπως μας λέει ο Μάκβεθ στον
περίφημο μονόλογό του. Κι εμείς μαζί της πορευόμαστε μια στο φως και μια στο
σκοτάδι, «φτωχοί υποκριτές» (poor
players).
Κάπως έτσι, μέσω Σαίξπηρ
και όχι μόνο, κατάλαβα και τις δέσμες εκτυφλωτικού φωτός που εισβάλλουν απροειδοποίητα
και σε τακτά χρονικά διαστήματα στην πλατεία, δέσμες που μας βγάζουν μέσα από
το σκοτάδι που μας περιβάλλει, προβάλλουν για λίγο την υλική μας παρουσία και μετά
μας βυθίζουν και πάλι πίσω στο σκοτάδι, ενισχύοντας έτσι και τη συγγένειά μας
με τις σκιές του Ομήρου, σκιές που μας υπενθυμίζουν το γνωστό γνωμικό που λέει:
«εκεί που είσαι ήμουνα και εδώ που είμαι θάρθεις». Από τη Στέγη Ωνάση στη στέγη
της Νέκυιας.
Κοντολογίς: Ένα
εξαιρετικής σύλληψης και υψηλής αισθητικής συμπεριληπτικό φωτιστικό και
φωτισμένο teatrum
mundi.
Ό,τι αρτιότερο, ό,τι πιο συναρπαστικό, ό,τι πιο δηλωτικό και καθηλωτικό έχω δει
τον τελευταίο καιρό. Φωτισμός για masterclass. Όσοι πιστοί προσέλθετε.
Δεύτε λάβετε φως.
Πολύ εύστοχο το ηχητικό (surround) σύμπαν του Coti K, σε συνεργασία με τον Αγγελάκα, αρκούντως
κυκλωτικό, σαγηνευτικό, ατμοσφαιρικό και απόκοσμο. Όπως πολύ σημαντικός και ο
ρόλος των δύο μουσικών (Ηλίας
Μπαγλάνης -πλήκτρα, πρόσθετη μουσική, Νίκος Γιούσεφ -μουσικό πριόνι) καθώς και
των τεσσάρων γυναικείων φωνών (Γιώτα
Κολιούση, Ειρήνη Κολιούση, Νεφέλη Μπραβάκη, Μυρτώ Σταυρακίδου-Ζάχου) στη
δημιουργία αφενός του γενικότερου ακουστικού-ρυθμικού πλαισίου και αφετέρου των
περασμάτων εισόδου σε αυτό το ερεβώδες σύμπαν, ένα σύμπαν που ακουμπά στις
αισθήσεις, στη διάθεση, στη φαντασία, αλλά πρωτίστως στην επιθυμία του θεατή να
παρακάμψει την ορθολογική του σκέψη και να αφεθεί να τον παρασύρει αυτή η απόκοσμη
εμπειρία, το purgatorio
που
δηλώνω ευτυχής που το έζησα.
Από τις σπουδαίες, τις
πολύ σπουδαίες, τις «φωτεινές» δουλειές που είδαμε φέτος. Όσοι δεν προλάβατε να
τη δείτε, πηγαίνετε. Δεν θα το μετανιώσετε.
Φωτογραφίες:
Πηνελόπη Γερασίμου και Τάσος Βρεττός
Πρώτη
δημοσίευση: parallaxi 20/01/2024