Η σύγχρονη δραματουργία διαρκώς διευρύνεται,
αναζητώντας δρομολόγια και λύσεις πέρα από το δεδομένο, το κλειστό κείμενο του
ενός συγγραφέα, με κατεύθυνση πιο ανοικτές, ευμετάβλητες φόρμες, δομές και
κειμενικότητες προκειμένου να φιλοξενήσουν τις νέες (διαφεύγουσες)
πραγματικότητες που δημιουργούνται γύρω μας με πρωτοφανή ταχύτητα. Οι τίτλοι
(σαφείς και ασαφείς) πέφτουν βροχή. Ένα τάχει:
Νέες δραματουργίες
Οικοδραματουργία,
διευρυμένη δραματουργία, πορώδης δραματουργία, χωρική δραματουργία, δραματουργία
διαρκείας (slow), δραματουργία
του καθημερινού, δραματουργία του πραγματικού, ψηφιακή δραματουργία, εικονική
δραματουργία, viral
δραματουργία, (μετα)κινούμενη δραματουργία, επεμβατική δραματουργία, δραματουργία
ντοκουμέντο, αυτοσχεδιαστική δραματουργία, αυτολεξεί δραματουργία και έπεται
συνέχεια.
Μέσα σε
αυτό το ευρύ ερευνητικό και πρακτικό πεδίο ανήκει και η περίπτωση της Μάρθας Μπουζιούρη.
Παρακολουθώ τη δουλειά της από τότε που άρχισε. Είναι μια δοσμένη ερευνήτρια, με
ευαίσθητες κεραίες και κοινωνικές ανησυχίες. Παρακολουθεί τη ζωή από κοντά και
καταγράφει τα καρκινώματά της, τις παθογένειες της χωρίς φανατισμό και
πολωτικές διαθέσεις.
Η διαχρονικότητα του τραύματος
Από την
πρώτη στιγμή που έκανε την εμφάνισή της στον χώρο του θεάτρου ντοκουμέντο ή «θεάτρου
του πραγματικού», όπως χαρακτηριστικά τιτλοφορεί το βιβλίο της η Ζωή Βερβεροπούλου, ένα θέμα φαίνεται να την απασχολεί πιο πολύ
από όλα: το τραύμα, και κυρίως το τραύμα με έμφυλα χαρακτηριστικά, με πιο
πρόσφατο παράδειγμα την περφόρμανς (ντοκουμέντο) που παρουσίασε στην κεντρική
σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Ο τίτλος δηλωτικός των προθέσεών της: Πιετά: Γυναικοκτονίες, με τη λέξη «Πιετά» (Pietà—pity-έλεος) να παραπέμπει ευθέως στο περίφημο αναγεννησιακό
γλυπτό του Μιχαήλ Αγγέλου (Αποκαθήλωση)
που βρίσκεται στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό και απεικονίζει την Παναγία-μάνα
να κρατά το σώμα του παιδιού της, Ιησού, στην αγκαλιά της μετά τη Σταύρωση και
την Αποκαθήλωση.
Με την επί
τούτω επιλογή του εν λόγω τίτλου η Μπουζιούρη εξαρχής σπεύδει να μας προϊδεάσει,
δίνοντας μια ξεκάθαρη, συμβολική, διακειμενική και διαχρονική, διάσταση στο φλέγον
(και δυστυχώς διαρκώς επίκαιρο) θέμα που επέλεξε να φέρει στη σκηνή και το οποίο
έχει να κάνει γενικά με τον θάνατο, και ειδικότερα με το αποτύπωμα που αφήνει μια
δολοφονία, και δη γυναικοκτονία (φόνος με έμφυλα κίνητρα), στο σώμα, στην ψυχή και στη
μνήμη εκείνων που μένουν πίσω να τον θυμούνται και να τον αφηγούνται. Στην περίπτωσή
μας είναι η Κούλα
Αρμουτίδου, η Ελένη Κρεμαστιώτη, η Κατερίνα Κώτη, η Αλεξάνδρα Μάκου, και η Ρόζα
Φωτιάδου, οι πέντε μητέρες που βίωσαν αυτό που δεν βιώνεται, την αποτρόπαια δολοφονία
των κοριτσιών τους: της Ελένης (Τοπαλούδη), της Ερατώς (Μανωλακέλλη), της
Ντόρας (Ζαχαριά), της Γαρυφαλλιάς (Ψαρράκου), και της Σοφίας (Σαββίδου).
Θέμα πάρα πολύ ευαίσθητο, σύνθετο, συναισθηματικά πολύ φορτισμένο και θεατρικά δύσκολα
διαχειρίσιμο. Τι εννοώ «δύσκολα διαχειρίσιμο».
Η ανα-παράσταση του
τραύματος
Μολονότι το θέατρο, ως καλλιτεχνικό είδος, βιώνει κάθε
βράδυ τον δικό του συμβολικό και κυριολεκτικό θάνατο (μόλις σβήσουν τα φώτα), δυσκολεύεται
να διαχειριστεί τον θάνατο των άλλων, δηλαδή τον θάνατο ως δυνάμει παραστάσιμο γεγονός/θέμα,
και τούτο γιατί ο θάνατος είναι ένας «αντίπαλος»,
υπό την έννοια ότι είναι ο καταλύτης κάθε ζώσας αναπαράστασης.
Συνεπώς, ως μη (ανα)παραστάσιμος θέτει σε τεράστια
δοκιμασία τα συστατικά του θεάτρου που βασίζονται στο «παιχνίδι» ανάμεσα στην
παρουσία (παράσταση/πρόσωπο) και την απουσία (αναπαράσταση/προσωπείο). Ακόμη
και στην προκειμένη περίπτωση της Πιετά, όπου έχουμε ως θέμα το
αποτύπωμα που αφήνει ο θάνατος στη ζωή εκείνων που μένουν πίσω να τον αφηγηθούν
και προσωπικά αλλά και μέσα από την ερμηνεία ηθοποιών, τα εμπόδια εξακολουθούν να είναι
πολλά όπως και τα ερωτήματα. Για παράδειγμα, μπορεί ο αβάσταχτος
πόνος (του θανάτου) να εκφραστεί, να εκλογικευτεί με εργαλείο τις λέξεις ώστε
να πάρει τη μορφή τακτοποιημένης γραμμικής, επιτελεστικής αφήγησης;
Μπορεί μια τέχνη
αυστηρώς ανα-παραστατική, όπως το θέατρο, να αντιμετωπίσει με σκηνικούς (άρα «ορατούς»)
όρους το αόρατο του θανάτου, το άρρητο, εν τέλει το απερίγραπτο του πόνου που
προκαλεί, και όχι μόνο; Ή μήπως αυτό που του απομένει είναι να δείξει, στην
καλύτερη περίπτωση, πώς το μόνο που μπορεί να κάνει μπροστά στον ανείπωτο πόνο
είναι να δείξει ότι δεν μπορεί να τον εκφράσει;
Το τραύμα της απουσίας
Όλες οι
απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα είναι δύσκολες, γιατί το τραύμα που συζητούμε εδώ είναι από μόνο του δυσερμήνευτο,
και είναι δυσερμήνευτο γιατί είναι μια εμπειρία που πρωτίστως βιώνεται και μόνο
σε δεύτερο χρόνο περιγράφεται. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να περιγραφεί σε πρώτο
χρόνο όταν από
τον «άλλο κόσμο» δεν επιστρέφει κανείς να μας πει πώς είναι.
Υπ’ αυτή την έννοια, για μας τους
ζωντανούς ο θάνατος εξακολουθεί να είναι μια άγνωστη χώρα, ένας ου-τόπος, ίσως και
μια ευτοπία (που είναι η ευχή όλων). Την απάντηση τη γνωρίζουν μόνο αυτοί
που έφυγαν, και εν προκειμένω μιλάμε για τα πέντε κορίτσια που δεν είναι πια
μαζί μας: Πίσω έχουν μείνει οι χαροκαμένες μητέρες τους οι οποίες από τη
μια δεν έχουν λόγια να περιγράψουν αυτό που βίωσαν και εξακολουθούν να βιώνουν και,
από την άλλη, καλούνται να βρουν τα λόγια για να το περιγράψουν προκειμένου να
το κρατήσουν ζωντανό στη μνήμη τους, και φυσικά στη δική μας. Καλούνται δηλαδή να αφηγηθούν την
απώλεια, να μεταφέρουν το αποτύπωμα που άφησε στην καθημερινότητά τους αυτή η δυσβάσταχτη
απουσία. Άλλως πως, καλούνται να βρουν το κουράγιο να γίνουν κοινωνοί του δικού
τους αβάσταχτου πόνου, προκειμένου μέσα από την περιγραφή του πόνου τους να αποκτήσουν
παρουσία τα κορίτσια τους που δεν είναι πια μαζί τους.
Στην (ανα)παράσταση του πόνου τους και
της ζωής τους μετά τη φρίκη της δολοφονίας των δικών τους ανθρώπων, δεν είναι
μόνες στη σκηνή του θεάτρου του Νέου Κόσμου. Μαζί με τις ηθοποιούς-μανάδες που
ανέλαβαν το επίπονο έργο μετουσίωσης των αφηγήσεών τους σε θεατρικό γεγονός, ανεβαίνει
και η σκηνοθέτιδα με μια διττή ιδιότητα: αφενός της εξωτερικής αφηγήτριας-γεφυροποιού
των θραυσμάτων της ιστορίας και, αφετέρου, της συμμετέχουσας στην ίδια την
ιστορία που αφηγείται. Όπως η ίδια λέει, απευθυνόμενη στην πλατεία, δέθηκε με
αυτές τις μητέρες, τις αγάπησε, μπήκε βαθιά μέσα στο δράμα τους, ταυτίστηκε, έτσι
αντί να παραμείνει στα παρασκήνια σε ρόλο εξωτερικής συντονίστριας, επέλεξε να
βγει στο φως των προβολέων προκειμένου να συμμετάσχει, ως δρων πρόσωπο, στο
δράμα τους. Νιώθει βαθιά μέσα της την ανάγκη να το εκφράσει μπροστά στο κοινό,
παρ’ όλο που γνωρίζει πως μια τέτοια κίνηση «συγκατοίκησης» και «συντέλεσης», έστω
και με τη συντροφιά ηθοποιών-μανάδων, ενέχει και ένα βαθμό «επικινδυνότητας», υπό
την έννοια ότι η εγγύτητα σε ένα θέατρο αυτού του τύπου είναι «απειλητική»,
γιατί εύκολα μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια της καθαρής (σκηνοθετικής) ματιάς.
Όμως, η διαβεβαίωση των πέντε μητέρων ότι «Δεν μπορείς να μας τραυματίσεις ξανά, γιατί το τραύμα δεν έκλεισε ποτέ.
Μόνο μεγαλώνει με τον καιρό, μόνο πιο δύσκολο γίνεται», φαίνεται να της
προσφέρει τη δικλείδα συναισθηματικής ασφάλειας ώστε να προχωρήσει και να
μοιραστεί επιτελεστικό χρόνο και χώρο με τις ηθοποιούς της παράστασης τόσο ως
αφηγήτρια όσο και ως σκηνοθέτιδα.
Αυτά γενικά. Στο διά ταύτα.
Η φόρμα και το
περιεχόμενο
Κατ’ αρχάς το
αυτονόητο: με τον αριθμό των γυναικοκτονιών
να αυξάνεται διαρκώς, τέτοιες δύσκολες δοκιμασίες είναι πέρα για πέρα αναγκαίες
και πολλαπλώς χρήσιμες. Πρόκειται για κοινωνική προσφορά. Αυτό είναι το ένα
σκέλος. Σημαντικότατο.
Το άλλο σκέλος είναι το αυστηρώς καλλιτεχνικό, επίσης σημαντικό,
και σε αυτό θα επικεντρωθώ, γιατί ανεξάρτητα τι μηνύματα απελευθερώνει (ή θέλει
να απελευθερώσει) μια παράσταση, έχει τεράστια σημασία πώς συνομιλεί (ή δεν
συνομιλεί) η φόρμα της με το περιεχόμενο, ώστε να φτάσει στην πλατεία το
επιθυμητό (και πλήρες) καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Ένα τόσο ευαίσθητο
θέμα όπως οι γυναικοκτονίες, με τις φιλοσοφικές, τις μεταφυσικές, τις θρησκευτικές,
τις νομικές και τις κοινωνικές του προεκτάσεις, είναι προφανές πως απαιτεί μια πάρα
πολύ σύνθετη, ευφάνταστη, ευέλικτη σκηνική διαχείριση/διδασκαλία προκειμένου να
αποκτήσουν λειτουργικότητα, ρυθμούς, θερμοκρασία και επικοινωνιακή ενέργεια σανιδιού
τα υλικά του, έμψυχα και άψυχα. Διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος να παραμείνουν ημιτελή
και αιωρούμενα ή ανεπίδοτα, έγκλειστα στον επιτελεστικό τους μικρόκοσμό.
Παρακολουθώντας τον τρόπο με τον οποίο η Μάρθα
Μπουζιούρη διαχειρίστηκε το υλικό της, αισθάνθηκα ότι, παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες
ανασύνθεσής του, παρ’ όλη την έγνοια, την ευαισθησία και αγάπη που κατέθεσε, δεν
το ανέδειξε στην ολότητά του. Μας το παρέδωσε μόνο μερικώς. Και θεωρώ πως ένας από
τους βασικούς παράγοντες ήταν η ελλειπής δραματουργική του επεξεργασία.
Η δραματουργία
Από τη
δραματουργία νομίζω εκκινούσε όλη η επιτελεστική δυσκαμψία, η οποία προκαλούσε και
τους τριγμούς στις ράγες της παράστασης καθώς αυτή προσπαθούσε να καλύψει την απόσταση
ανάμεσα στο «εδώ και τώρα» της ζωντανής
επιτέλεσης και το «εκεί και τότε» των τραγικών ιστοριών.
Η «συνομιλία» των δύο συστατικών επιπέδων (του
ορατού και του αόρατου, της παρουσίας και της απουσίας), εκτιμώ πως είχε ανάγκη
περισσότερης, προσεκτικότερης και πιο ευφάνταστης λείανσης των δραματουργικών περασμάτων,
ώστε να προκύψει εκείνη η αβίαστη αφηγηματική και επιτελεστική ροή που θα εμβολίαζε
το θέαμα με την απαιτούμενη φυσικότητα, όπως άλλωστε αρμόζει σε ένα θέατρο-ντοκουμέντο.
Οι ερμηνείες
Η διανομή (Ελίνα Ρίζου, Μαρία Μοσχούρη, Νικολίτσα Αγγελακοπούλου, Μαριάνθη Παντελοπούλου) προσπάθησε, αφηγήθηκε τον πόνο και όλα όσα φοβερά
άφησαν ως παρακαταθήκη στη ζωή των πέντε μητέρων οι εγκληματίες, όμως η
συνολική σκηνική εικόνα δεν εμπλούτισε αυτή τη σκληρή εμπειρία, υπό την έννοια
ότι δεν βγήκαν προς τα έξω οι ποικίλες πτυχές της, το ψυχοσυναισθηματικό «καρδιογράφημα»,
όπως δεν βγήκαν και οι πάμπολλες παθογένειες που παρεισφρέουν αρνητικά σε
τέτοιες καταστάσεις, π.χ ο τρόπος λειτουργίας (δυσλειτουργίας) της δικαιοσύνης,
ο κανιβαλισμός των ΜΜΕ κ.λπ.
Η σκηνοθεσία
Γενικά η Μπουζιούρη
ως σκηνοθέτιδα, μου δημιούργησε την εντύπωση πως ενώ είχε και την πολύ καλή ιδέα
και το ανθρώπινο υλικό, δεν είχε στη
φαρέτρα της τις απαιτούμενες σκηνικές λύσεις ώστε να το αξιοποιήσει και έτσι να
διαμορφώσει ένα συμπαγές όλον. Υπήρχε μια γενικότερη δυσκαμψία και αρρυθμία στις
σκηνοθετικές επιλογές της. Επιχειρώ μια σύγκριση με την προ ολίγων ετών Μπουζιούρη,
για να πω ότι η ματιά της τώρα δεν είχε εκείνη τη φυσικότητα με την οποία τη
γνωρίσαμε όταν δεν προσπαθούσε να σκηνοθετήσει. Σε εκείνο τον αρχικό,
ερευνητικό, εθνογραφικό και συντονιστικό ρόλο θεωρώ πως είχε καλύτερο έλεγχο
των υλικών της. Γι’ αυτό και ήταν πιο ευανάγνωστη, πιο επικοινωνιακή, πιο αποκαλυπτική
και γενικά πιο κοντά σε αυτό που γνωρίζει και μπορεί να κάνει καλά. Τώρα, πίσω
από όλο αυτό το θέαμα των γυναικοκτονιών, είδα να λειτουργεί ένας σκηνοθετικός
νους βέβαιος ως προς το θέμα του (το περιεχόμενο), όμως σφιγμένος και αβέβαιος ως
προς το «πώς» της σκηνικής αξιοποίησής του.
Συναισθηματική εμπλοκή
Κάποιος ενδέχεται να αντιτείνει σε όλα αυτά το γεγονός ότι είδε κόσμο να κλαίει.. Κι εγώ είδα, αλλά δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι αυτό αποτελεί υποχρεωτικά δείγμα ποιοτικής καταξίωσης ενός θεάματος ή καθαρτήριας αντίδρασης. Ο κόσμος κλαίει και μπροστά στην τηλεόραση. Και καλά κάνει, αφού έτσι νιώθει. Όμως, θέλω να πιστεύω πως σε ένα θέατρο ντοκουμέντο η συναισθηματική εμπλοκή είναι φυσικά καλοδεχούμενη δεν είναι ωστόσο, κατά κανόνα, το απόλυτο ζητούμενο. Γιατί εάν ήταν το απόλυτο ζητούμενο τότε μιλάμε για ένα άλλο είδος θεάτρου που μακράν απέχει από το θέατρο-ντοκουμέντο.
Διακριτικότητα
Εκείνο πάντως
που αναγνωρίζω, και φαντάζομαι όλοι όσοι είδαμε την παράσταση της αναγνωρίζουμε,
είναι η λεπτότητα και η διακριτικότητά της Μάρθας Μπουζιούρη απέναντι σε ένα
τόσο ευαίσθητο θέμα. Κράτησε (και μπράβο της) τις ισορροπίες ώστε να μην γλιστρήσει
το θέμα στο αγοραίο θέαμα. Γενικά σεβάστηκε τις πέντε γυναίκες που την εμπιστεύτηκαν και μοιράστηκαν μαζί της απόλυτα προσωπικές
σκέψεις. Σωστά κράτησε αποστάσεις από το ευπώλητο διδακτικό θέατρο. Ούτε
κραυγές ούτε καταγγελτικά μανιφέστα και
πολιτικά λογύδρια.
Εν κατακλείδι
Ανεξάρτητα
από τις όποιες επιφυλάξεις έχω σχετικές με το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, το ελληνικό
θέατρο χρειάζεται καλλιτέχνες όπως η Μάρθα
Μπουζιούρη, γιατί αυτό που κάνει είναι σημαντικό και αξιέπαινο. Τα θέματα που
επιλέγει μας αφορούν όλους, και φίλους του θεάτρου και απλούς πολίτες. Γι’ αυτό και ως κατακλείδα, επιλέγω τα δικά της
λόγια που αφιερώνουν την παράσταση «στις
γυναίκες αυτές, που δεν βρίσκονται πια ανάμεσά μας αλλά ζουν μέσα από εμάς.
Γινόμαστε η φωνή τους. Η ομορφιά και η μνήμη τους φωτίζει τον αγώνα για μια
κοινωνία χωρίς βία, χωρίς διακρίσεις, χωρίς φόβο». Νομίζω μας βρίσκουν όλους απόλυτα
σύμφωνους.
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Πρώτη δημοσίευση: parallaxi 15/12/2023