Ως πολίτης παρακολουθώ την πολιτική σκηνή του τόπου, όπως περίπου παρακολουθώ και μια θεατρική παράσταση: από κάποια σχετική απόσταση ασφαλείας που να μου επιτρέπει να κρίνω και να συγκρίνω. Δεν είναι πάντοτε εύκολο, ιδίως όταν παρεισφρέει (διόλου τυχαία) η τοξική ρητορική της πόλωσης, η οποία σπρώχνει, ενίοτε βίαια, τον «θεατή» να ασπαστεί τη λογική της αποκλειστικότητας είτε/είτε (είτε είσαι μαζί μας είτε εναντίον μας), με θύμα το πιο ευρύχωρο μεταμοντέρνο είτε/και, ήτοι το δρομολόγιο μιας πιο σύγχρονης και ενημερωμένης κοινωνικοπολιτικής και συμπεριληπτικής βιοπολιτικής γλώσσας.
Τώρα, ο λόγος που απομονώνω το θέατρο ως ένα πιθανό μέτρο σύγκρισης, είναι γιατί μοιάζει αρκετά με την πολιτική, υπό την έννοια ότι και τα δύο είναι μορφές «αγώνα» (δανείζομαι τον όρο από την αρχαία θεατρική γραμματεία), δηλαδή δημόσιοι χώροι έκφρασης που προϋποθέτουν μια μάζωξη ανθρώπων σε ένα κοινό σημείο συνάντησης και με ένα κοινό σκοπό: να παρακολουθήσουν ένα «αγωνιστικό» θέαμα (ή ακρόαμα). Μόνο που στο μεν θέατρο η μάζωξη αυτή είναι εκ των προτέρων χρονικά και χωρικά αυστηρά προσδιορισμένη, σε αντίθεση με την πολιτική μάζωξη, όπου ο χρόνος χαρακτηρίζεται από μια σχετική χαλαρότητα, επιμηκύνεται ή συρρικνώνεται ανάλογα με τους επιθυμητούς στόχους της μάζωξης, τη συμπεριφορά των «θεατών», τον όγκο τους, το μέρος όπου συγκεντρώνονται κ.λπ.
Η
αλήθεια της ψευδαίσθησης και η ψευδαίσθηση της αλήθειας.
Το θέατρο, ακόμη και στις πιο ρεαλιστικές (φωτογραφικές) εκδοχές του, αναγνωρίζει και προβάλλει ή προδίδει, είτε ευθέως είτε πλαγίως, το «κατασκευασμένο», το “ψεύτικο” δραματικό του αφήγημα (και να θέλει δεν μπορεί να κάνει αλλιώς), σε αντίθεση με το θέαμα μιας πολιτικής συγκέντρωσης και γενικότερα μιας πολιτικής περφόρμανς (επιτέλεσης), της οποίας απώτερος σκοπός είναι να προβληθεί όσο γίνεται πειστικότερα η «αδιαμεσολάβητη» φυσικότητα του αφηγήματός της.
Οι διαχειριστές ενός πολιτικού θεάματος προφανώς και δεν θα το εμφανίσουν προς τα έξω ως κάτι «πλασματικό». Δεν θα καταλύσουν (κι ας ισχυρίζονται περί του αντιθέτου) τον «τέταρτο τοίχο», όπως θα έλεγε ένας πολιτικός Μπρεχτ, επί παραδείγματι, ώστε να αποκτήσει ορατότητα η «ψευδο-φύση» του πραγματικού. Το παν είναι η αληθοφάνεια της ψευδαίσθησης. Αυτήν υπηρετούν λίγο έως πολύ, ο καθένας από το κομματικό του μετερίζι, για να εξυπηρετηθούν πρωτίστως αυτοί οι ίδιοι και αμέσως μετά συγγενείς, κολλητοί, μπατζανάκηδες, κουμπάροι, νύφες, γαμπροί, παρατρεχάμενοι, λιβανιστές, προσκυνητές, επαγγελματίες δημοσιοσχεσίτες, κόλακες, περαστικοί που είδαν φως και μπήκαν, οπορτουνιστές και στο τέλος οι υπόλοιποι με ό,τι περισσεύει από την πίτα της εξουσίας.
Η λογική του πολιτικού casting λειτουργεί με τις αρχές της σημαδεμένης τράπουλας. Θα μου πείτε ότι αυτό συμβαίνει και στο θέατρο. Σε ένα βαθμό ναι, όχι όμως με τους απόλυτους όρους της πολιτικής. Φυσικά υπάρχουν εξαιρέσεις; Και αξιόλογες. Μόνο που, δυστυχώς, δεν κάνουν τη διαφορά, απλώς επιβεβαιώνουν τον κυρίαρχο κανόνα. Και ο κανόνας λέει ότι, όσο πιο πολύ παραμένει ένα κόμμα στην εξουσία τόσο μεγαλώνει και το «οικογενειακό δέντρο» που λυμαίνεται την εξουσία. Αναμενόμενο. Εδώ έχουμε κόμματα που πριν καν μπουν στη βουλή σπεύδουν να βολέψουν εντελώς ανερυθρίαστα συγγενείς και κολλητούς. Και μάλιστα κόμματα που έχουν στη σημαία τους την αξιοκρατία και τη διαφάνεια ως πυλώνες. Φανταστείτε αυτά τα κόμματα τι είναι σε θέση να κάνουν όταν γίνουν εξουσία και παραμείνουν εκεί για πολλά χρόνια. Φανταστείτε λ.χ. τη Ζωή Κωνσταντοπούλου όταν, με ένα μόλις 3%, βλέπει τον εαυτό της ότι κάνει για 100, πώς θα τον βλέπει εάν σκαρφαλώσει στο 30%. Κανονικά και αριθμητικά από μόνη της θα μετρά για 1000, επιβεβαιώνοντας αυτό που είχε πει κάποτε ο Χένρι Κίσινγκερ, και δυστυχώς ισχύει: «δεν υπάρχει ισχυρότερο αφροδισιακό από τη δύναμη που δίνει σε κάποιον η εξουσία», ανεξάρτητα από ποιον ιδεολογικό χώρο προέρχεται. Ανάλογη είναι και η ρήση του Γιανγκ Κβίνγκ, που λέει ότι «στην αρχή πιο ελκυστικό είναι το σεξ, όμως στην μακρόχρονη προοπτική το ενδιαφέρον κρατάει μόνο η εξουσία». Και ο ποιητής Πωλ Βαλερί τεντώνει το σκεπτικό λέγοντας ότι «η εξουσία χωρίς την κατάχρηση χάνει το θέλγητρό της». Η ιστορία, εγχώρια και αλλοδαπή, έχει να μας πει πολλά γι’ αυτό το θέμα.
Το διακύβευμα, λοιπόν, στην άσκηση (ή αν προτιμάτε, περφόρμανς—γιατί περί αυτού πρόκειται) της εξουσίας είναι ο άνθρωπος που κυριαρχεί επάνω στους άλλους να μην χάνει τη δική του ελευθερία και ανθρωπιά (πράγμα πολύ δύσκολο). Όπως μας θυμίζει μέσα από τα βάθη των αιώνων ο πάντα επίκαιρος Σοφοκλής στην Αντιγόνη: «Αδύνατο να μάθεις τα φρονήματα, τη σκέψη, την ψυχή του κάθε ανθρώπου προτού πάρει στα χέρια του εξουσία».
Τελικά, εάν δεχτούμε ότι η πορνεία είναι το αρχαιότερο επάγγελμα, η εξουσία (και ο επιστημονισμός που τη «ντύνει» και τη στηρίζει) είναι το ανθεκτικότερο αφροδισιακό, ή, αν προτιμάτε, το ναρκωτικό το οποίο οι πολιτικοί αγοράζουν με τα χρήματα των ψηφοφόρων τους. Δείτε πόσοι διαγκωνίστηκαν και με τι πάθος για να μπουν στη βουλή των Ελλήνων στις πρόσφατες εθνικές εκλογές. Τυχαίο; Φυσικά όχι.
Η
ιδεολογία των κλισέ και η απο-υποκειμενικοποίηση
Ιστορικά ιδωμένες οι πολιτικές ομάδες/παρατάξεις (ή επί το θεατρικότερο, πολιτικοί θίασοι) αντλούσαν, και εξακολουθούν να αντλούν, την εγκυρότητα και την απήχησή τους μέσα από την ρητορική (και τον επιστημονισμό) των αγοραίων κλισέ (και όλων των συνοδευτικών στερεότυπων), δηλαδή τη χρήση τυποποιημένων φράσεων ή ιδεών ή συμβόλων ή συνθημάτων, τα οποία ακριβώς επειδή έχουν ήδη «νομιμοποιηθεί» μέσα από την επανάληψή τους, δεν χρειάζεται ο χρήστης να μπει στον κόπο να τα επεξεργαστεί και να τα εξηγήσει, αλλά ούτε και ο θεατής-υποδοχέας τους χρειάζεται να σπαζοκεφαλιάζει για να καταλάβει τι σημαίνουν. Είναι άμεσα αναγνωρίσιμα, γεγονός που υποβοηθά και συνάμα επιταχύνει την κατανάλωσή τους, χωρίς να προκαλείται κάποιος επί της ουσίας αντίλογος. Κάτι περισσότερο γνωρίζουν οι ειδικοί που ονομάζουν το πολιτικό κλισέ «αναστολέα της σκέψης» (thought stopper), εννοώντας ότι απομνημονεύεται εύκολα και εξίσου εύκολα εκφράζεται και διαχέεται, χωρίς να προ(σ)καλεί την ανάγκη εμβάθυνσης. Είναι κατά κάποιον τρόπο μια κάποια δικλείδα ασφαλείας που δηλώνει μια απόλυτη αρχή και ένα απόλυτο τερματικό, πράγμα που διευκολύνει όσους καταφεύγουν σε αυτό να κλείνουν κατά το δοκούν μια συζήτηση ή να επιβάλλουν χωρίς πολλές αναλυτικές κουβέντες μια θέση. Π.χ. «Ένας είναι ο εχθρός, ο ιμπεριαλισμός». Ή «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Πολιτικά σλόγκαν διατυπωμένα με απόλυτους όρους ώστε να μην επιδέχονται κάποια άλλη αλήθεια εξόν από τη δική τους.
Ας θυμηθούμε το πρόσφατο debate των αρχηγών των μεγάλων κομμάτων. Τι εισπράξαμε; Ένα ανθολόγιο από ξεθωριασμένες ρήσεις, με τερματικό «παρέες» ομοϊδεατών, και με στόχο την ενίσχυση του αισθήματος της κομματικής συλλογικότητας και συνοχής. Στα ζητούμενα η πρωτοτυπία, ο αυθορμητισμός, η αυθεντικότητα, το πρόσωπο χωρίς το προσωπείο. Και όχι μόνο σε επίπεδο αρχηγών μεγάλων κομμάτων. Άλλωστε το κλισέ είναι περιουσιακό στοιχείο όλων των παρατάξεων και των πολιτικών θιάσων. Στο άκουσμά του οι υποδοχείς του νιώθουν καλά. Νιώθουν μια σιγουριά, ότι δεν είναι μόνοι, ότι κάποιοι «μιλάνε» τη σκέψη τους.
Σε αυτό το επικοινωνιακό παιχνίδι δεν βλέπουν ότι εκείνο που ποδοπατείται αγρίως είναι το υποκείμενο, που κάποτε ήταν προϋπόθεση πολιτικού διαλόγου, το υποκείμενο ως σκεπτόμενο άτομο. Δεν βλέπουν ότι στο κακόγουστο θέαμα των τηλεοπτικών συζητήσεων και αναμετρήσεων κερδίζει τις εντυπώσεις κατά κράτος το κιτς (από το γερμανικό ρήμα Kitschen που σημαίνει μαζεύω λάσπη), το οποίο είναι η ψεύτικη, επιτηδευμένη ή ευτελής, στερούμενη βαθιάς σκέψης, απόδοση εννοιών ή έργων ή θεαμάτων που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό να πείσουν τον άβουλο και «ηττημένο» θεατή ως προς την αξία και την αλήθεια τους, προσβλέποντας, εν προκειμένω, σε πολιτικό όφελος.
Δεδομένης της πίεσης του
τηλεοπτικού χρόνου, αλλά και της ανεκτικότητας του μεταμοντέρνου δέκτη απέναντι
στο ομοίωμα του πραγματικού (ελέω υψηλής τεχνολογίας), αλλά και της ανεκτικότητάς
του απέναντι στην ασχήμια και τη χυδαιότητα (ελέω ΜΜΕ), θα μπορούσαμε να πούμε ότι
το πολιτικό κλισέ, και μαζί του το κιτς, αναδεικνύονται σε κάθε πολιτική αναμέτρηση
ως ο συντομότερος δρόμος προς την εξουσία των εντυπώσεων, το
ακαταμάχητο αφροδισιακό κοκτέιλ που ενώνει όλους όσους εμφανίζονται ως
ανταγωνιστές στον θεαματικό στίβο της πολιτικής. Ένα κοκτέιλ που έρχεται και δένει
με το κοκτέιλ που πουλάνε τα ΜΜΕ και όλοι οι διαμορφωτές του γούστου, των
προτύπων και των αξιών της κοινωνίας. Να θυμίσω αυτό που είχε πει εν έτει 1966,
δηλαδή πολύ πριν από την εκλογή του στη θέση του προέδρου των ΗΠΑ, ο Ρόναλντ
Ρήγκαν: «Η πολιτική είναι όπως η σόου μπίζνες». Πολλώ δε μάλλον σήμερα,
όπου ζούμε την εποχή του θεάματος και των ομοιωμάτων (βασικό συστατικό της θεαματικότητας),
όπου το εικονικό φαντασιακό επισκιάζει την ποιότητα και η τέχνη της επιτέλεσης
την πολιτική τέχνη.
Ο
ηθοποιός-πολιτικός
Ο
κόσμος ορίζεται πλέον, σε ένα μεγάλο βαθμό, από τους ασκούντες την τεχνική της προσποίησης.
Η θεατροποίηση της ζωής είναι ένα γεγονός. Και σε αυτό βοηθά και το ότι ο άνθρωπος
γεννιέται με το ένστικτο του ηθοποιού-υποκριτή. Η θεατρικότητα ρέει στο αίμα
του, λέει ο Έρβιν Γκούντμαν. Δεν πρέπει να ξενίζει λοιπόν που με την
είσοδο της τηλεόρασης ο κόσμος θα αρχίσει να αντιμετωπίζει και τους πολιτικούς
ως μέρος της σόου μπίζνες, με ενδεικτικό παράδειγμα τον Ρήγκαν, που αναφέρω πιο
πάνω, τον πρώτο πρόεδρο ηθοποιό.
Λίγο μετά η Τσεχία θα αποκτήσει τον δικό της δραματικό συγγραφέα πρόεδρο, τον Βάκλαβ Χάβελ, ο οποίος σε όλη τη θητεία του είχε την τάση να αντιμετωπίζει τη ζωή σαν μια σκηνή θεάτρου με δραματική δομή. O Σίλβιο Μπερλουσκόνι πριν ασχοληθεί με την πολιτική ήταν τραγουδιστής και περφόρμερ σε κρουαζιερόπλοιο, προϋπηρεσία που τον βοήθησε αργότερα στις πολιτικές του επιτελέσεις. Μετά θα έρθει η σειρά του Ντόναλντ Τραμπ, που θα αντλήσει την στρατηγική του μέσα από τον κόσμο της σόου μπίζνες, και τέλος η σειρά του Ζελένσκι, ενός επαγγελματία κωμικού που βρέθηκε να διαχειρίζεται το μυστήριο μιας τραγωδίας.
Και αν θέλετε να πάμε πολύ πιο πίσω, εκεί θα συναντήσουμε τον σχιζοφρενή Νέρονα, ο οποίος συνήθιζε να στέκεται στο κέντρο της ρωμαϊκής αρένας και να υποδύεται τον ποιητή, τον μουσικό κ.λπ. Σε αυτόν ανήκει και η φράση «Qualis artifex pereo”- («Πώς χάνομαι εγώ ένα τέτοιος καλλιτέχνη»), που λέγεται ότι είπε λίγο πριν αποφασίσει να αυτοκτονήσει σε ηλικία 32 ετών (68 μ.Χ). Τέλος, αυτό που δεν γνωρίζει ο κόσμος είναι ότι ο Πάπας Ιωάννης-Παύλος ΙΙ ως φοιτητής ήταν ηθοποιός.
Το κλισέ στο θέατρο
Και έρχομαι στο πραγματικό θέατρο, και εννοώ πάντοτε το θέατρο εκείνο που σέβεται τον εαυτό του και το κοινό του. Σε αντίθεση με την πολιτική όπου το κλισέ είναι το απόλυτα «φονικό» και επικοινωνιακό όπλο, στο θέατρο το κλισέ, είτε εμφανίζεται ως τυποποιημένο μορφολογικό σχήμα είτε ως πολυχρησιμοποιημένη έκφραση ή εικόνα ή μοτίβο ή σκέψη, είναι (ή τουλάχιστο έτσι πρέπει) ο απόλυτος εχθρός, υπό την έννοια ότι δεν ευνοεί τη δημιουργική πράξη. Αντίθετα, η χρήση του οδηγεί σε μια τέχνη ρουτίνας, μια τέχνη αδιάφορη, τέχνη προκάτ, προβλέψιμη, και ανούσια, κάτι που εύκολα διαπιστώνει κανείς παρακολουθώντας τις δεκάδες παραστάσεις που βλέπουμε κάθε χρόνο, οι περισσότερες από τις οποίες δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ανακυκλώνουν τα κλισέ που κυκλοφορούν στην πιάτσα της εποχής.
Από την άλλη, βέβαια, υπάρχει και η δημιουργική χρήση των κλισέ, εκεί όπου η πρόθεση του καλλιτέχνη είναι να τα αξιοποιήσει παίζοντας μαζί τους, εκθέτοντάς τα, εμπαίζοντάς τα, προβάλλοντας την κενότητά τους ή την κενότητα αυτών που τα εμπιστεύονται (προσφιλής τακτική του σπουδαίου Έντουαρντ Άλμπι, μεταξύ άλλων. Βλ. για παράδειγμα, το Ποιος φοβάται τη Βιρζτίνια Γουλφ, όπου εκθέτει τα κλισέ του ιδεολογήματος του αμερικανικού ονείρου).
Σε κάθε περίπτωση, όσο εύκολο είναι να «πυροβολούμε» τα κλισέ (πολιτικά ή καλλιτεχνικά), να τους χρεώνουμε τα μύρια όσα, τόσο πιο δύσκολο είναι να απαλλαγούμε από αυτά. Τα κλισέ είναι το καθημερινό μας ψωμί. Όπως είχε πει κάποτε, έστω και υπερβάλλοντας, ο Γάλλος ποιητής Νερβάλ: «Ο πρώτος άνθρωπος που συνέκρινε μια γυναίκα με ένα τριαντάφυλλο ήταν ποιητής, ο δεύτερος απλώς ηλίθιος».
Με άλλα λόγια, απαλλαγή από τα κλισέ δεν είναι παίξε γέλασε.. Είναι σαν να προσπαθεί κάποιος να ανακαλύψει μια νέα γλώσσα. Και το θέατρο, εκείνο τουλάχιστο το θέατρο που θέλει να λέγεται δημιουργικό, οφείλει να στοχεύει πιο πολύ στη φαντασία του δέκτη και στην επιθυμία του να υποδεχτεί κάτι που ναι μεν μοιάζει με τη ζωή του, μόνο που αντί για ένα ακριβές αντίγραφο της οικείας ζωής, του δίνει κάτι παραπάνω, του προσφέρει μια «φέτα ζωής» που τον ξεπερνά και τον οδηγεί κάπου αλλού. Δηλαδή του προσφέρει εκείνο που δεν περιμένει να δει και να ακούσει. Ενεργοποιεί τα αντανακλαστικά της υποκειμενικότητάς του. Τον αποσπά από το πλήθος και τον μετατρέπει σε σκεπτόμενη μονάδα.
Άλλως ειπείν, στο θέατρο (που σέβεται, επαναλαμβάνω, τον εαυτό του) στόχος είναι η ευεργετική υπέρβαση των προβλέψιμων ορίων του δέκτη, σε αντίθεση με την πολιτική ρητορική που είναι η όσο γίνεται μεγαλύτερη ικανοποίηση αυτών των ορίων, πιστεύοντας πως έτσι «σέβεται» τον δέκτη, ενώ στην ουσία τον ταπεινώνει και υπούλως τον απο-υποκειμενικοποιεί, δηλαδή του αφαιρεί τη δυνατότητα της ανεξάρτητης σκέψης και έτσι τον εξουσιάζει, οδηγώντας τον στο επιθυμητό τερματικό διά της πεπατημένης οδού. Όπως λέει ο Μ. Μίτσις, «η εξουσία χουζουρεύει πάνω σ’ εκείνους που κείτονται κάτω της». Ακόμη:
Περί
ηθικής
Η πολιτική μιλά διαρκώς και εκκωφαντικά για πάταξη της διαφθοράς και για ηθικές αξίες, τη στιγμή που στην πράξη κάθε άλλο παρά χώρος της ηθικής είναι. Βρίσκεται πολύ μακριά από αυτό που αιώνες πριν είχε πει ο Αριστοτέλης, ότι η αποστολή της πολιτικής είναι η διάπλαση ήθους στην κοινωνία και τους πολίτες. Μόνο που προϋπόθεση για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι η ακεραιότητα των πολιτικών, προκειμένου να οδηγηθεί η κοινωνία στη συλλογική ευδαιμονία. Στην αριστοτελική σκέψη πολιτική και ηθική αποτελούν μια αδιάσπαστη ενότητα. Ηλίου φαεινότερο πως δύσκολα θα βρεθεί πολιτικός σήμερα που δεν έχει λερωμένη τη φωλιά του, άρα έτοιμος να δράσει με αδιαπραγμάτευτους όρους ηθικής. Όποιος το τολμήσει το πιθανότερο είναι ότι θα βρεθεί εκτός σκηνής (και κόμματος).
Τώρα στο θέατρο. Ο Πλάτωνας, ενώ φαίνεται να διστάζει να αποδεχτεί την ηθική του θεάτρου, δεν είναι κατά βάθος εναντίον του θεάτρου. Απλώς ζητά από το θέατρο κάτι περισσότερο από απλό δραματικό ιλουζιονισμό, προκειμένου να κρατήσει τον θεατή σε μια σχετική απόσταση από το θέαμα για να μπορεί να στοχαστεί επάνω στα δρώμενα και το ηθικό τους ανάστημα. Ο Πλάτωνας μιλά με την αποστασιοποιητική γλώσσα του Μπρεχτ, αιώνες πριν τον Μπρεχτ και πολλούς άλλους.
Ειδικά στις μεταμοντέρνες μέρες μας, οι σχέσεις θεάτρου και ηθικής έχουν αλλάξει (προς το πιο σύνθετο) σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Εστιάζουν περισσότερο στο ζήτημα της μορφής (που αναζητά το ηθικό περιεχόμενο), ήτοι εστιάζουν στη διαδικασία της δημιουργίας παρά στο ίδιο το «δεδομένο» περιεχόμενο. Έχουμε να κάνουμε, δηλαδή, με ένα θέατρο που βλέπει προς το μέλλον και το απρόβλεπτο (το μη διαμορφωμένο), παρά ένα θέατρο «κλειστό». Αυτό το θέατρο, λοιπόν, δεν ξεκινά με μια ιδέα αισθητικά ή ηθικά δοκιμασμένη, αλλά με μια ιδέα η οποία, εφόσον ολοκληρωθεί, δείχνει κατά πόσο είναι αποτελεσματική και ηθική.
Σε κάθε περίπτωση, και σε αντίθεση με την πολιτική, το «ανήθικο» ή το «αμαρτωλό» θέατρο, όπως το έχουν ουκ ολίγες φορές ονομάσει οι πολέμιοί του (με μπροστάρη την εκκλησία), μέσα από τα σκηνικά του μυθεύματα ασκεί ηθική χωρίς να ηθικολογεί. Προφανώς αναφέρομαι και πάλι στο καλό θέατρο, στο θέατρο που ποιοτικά δικαιολογεί τον λόγο ύπαρξής του.:
Συγκρουσιακή
λογική
Η
πολιτική, όταν καταφεύγει στη λογική της σύγκρουσης, δεν έχει ως στόχο τόσο την
αλήθεια όσο τη συσπείρωση των οπαδών μέσα από την ακύρωση του αφηγήματος των αντιπάλων. Στις περιπτώσεις όπου μια πολιτική
παράταξη βρίσκεται στην εξουσία, εκείνο που επιδιώκει είναι ο αποδοτικότερος
έλεγχος ή η αφομοίωση ή ο παροπλισμός της σύγκρουσης, προκειμένου να διατηρηθεί
στην εξουσία χωρίς σοβαρές απώλειες, σε πλήρη αντίθεση με το θέατρο, το οποίο ευδοκιμεί
και προοδεύει ενισχύοντάς παντού και όπως μπορεί τη σύγκρουση.
Η σύγκρουση στο θέατρο είναι οντολογικό δεδομένο. Δεν είναι επιλογή αλλά αναγκαιότητα. Η σύγκρουση είναι η σταθερή ερωμένη του θεάτρου. Θα κάνει τα πάντα να μην τη χάσει. Ζει μέσα από αυτήν. Είναι η απόλυτη πεμπτουσία του. Μπορεί να πάρει τη μορφή σύγκρουσης με την κοινωνία, την οικογένεια, την πολιτική, την εκκλησία, τον ίδιο τον εαυτό. Η σύγκρουση δίνει τον ρυθμό, δημιουργεί την ατμόσφαιρα, τις κλιμακώσεις και αποσυμπιέσεις. Η σύγκρουση δίνει τους πρωταγωνιστές, τα κίνητρα, τους ανταγωνιστές. Όλα mano a mano. Και ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει το σύγχρονο θέατρο είναι, κατά τη γνώμη μου, η διαφαινόμενη αποψίλωση της συγκρουσιακής φυσιογνωμίας του. Και αυτό εξηγείται.
Με την εξαφάνιση των πάλαι ποτέ ορατών αντιπάλων του, το θέατρο δείχνει αμήχανο. Ψάχνει να βρει ποιοι βρίσκονται «απέναντι», ώστε να τους εντάξει στον συγκρουσιακό του σχεδιασμό. Δεν είναι εύκολος ο εντοπισμός τους, δεδομένου ότι οι πολιτικοί που διαμορφώνουν τη βιοπολιτική και νεκροπολιτική των σύγχρονων πολιτισμών έχουν μεριμνήσει ώστε να μην φαίνονται πλέον τα κέντρα εξουσίας. Τώρα υπάρχουν άλλοι, αόρατοι τρόποι και πειθαρχίας και τιμωρίας, για να δανειστώ τη σκέψη του Μισέλ Φουκώ. Δείτε, για παράδειγμα, με τι ευκολία έπεισαν αυτοί οι μηχανισμοί 8 δισεκατομμύρια πολίτες αυτού του πλανήτη να κλειστούν στα σπίτια τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κάτι παντελώς αδιανόητο λίγα χρόνια πριν.
Είναι προφανές πως ο πολίτης σήμερα είναι πολύ πιο ανυπεράσπιστος απέναντι στην άσκηση της εξουσίας. Δεν είναι μόνο η στερεοτυπική και μονότονη ρητορική των κομμάτων που τον εγκλωβίζει. Αν ήταν μόνο αυτό θα μπορούσε ίσως και να αντιδράσει. Το πρόβλημα είναι ότι έχει παραδώσει τα πάντα, την ψυχαγωγία του, την ιδεολογία του, την καθημερινότητά του, την παιδεία του, την ενημέρωσή του, τα αξιολογικά του κριτήρια στην εξουσία των μηχανών. Οι μηχανές έχουν αναλάβει τον ρόλο που κάποτε είχε το μάτι του θεού. Εποπτεύουν τα πάντα, χωρίς όμως να υπόσχονται και κάποια σωτηρία. Αυτός που ελέγχει τις μηχανές ελέγχει τα πάντα. Και αυτή είναι η μέγιστη πρόκληση για το θέατρο της εποχής μας: να μπει σε αυτό τον αόρατο κόσμο και να μας τον γνωρίσει, αποδομώντας τον.
Στην αντίπερα όχθη, όπως είπαμε, οι πολιτικοί θα συνεχίσουν να επενδύουν στα γνώριμα τυποποιημένα ρητορικά τους σχήματα. Είναι το καταφύγιό τους, το αποκούμπι τους, το τεκμήριο της «γνώσης» που θεωρούν ότι αυτοί και μόνον αυτοί κατέχουν (και όχι ο κόσμος), άρα αυτοί και μόνον αυτοί είναι σε θέση να διακονούν και να διακινούν κατά πώς βολεύει. Χωρίς τον μανδύα των κλισέ όλοι αυτοί οι πολιτικοί ή ο τρόπος του λέγειν πολιτικοί (υπάρχουν εν αφθονία στη βουλή) θα ήταν αναγκασμένοι να ξεγυμνωθούν, να υποδυθούν άλλους, ανοίκειους και χωρίς προσωπείο ρόλους επάνω σε μια γυμνή σκηνή, κάτι που φυσικά δεν τολμούν να πράξουν γιατί θα τους εξέθετε και θα τους έβγαζε αμέσως-αμέσως εκτός (πολιτικής) σκηνής. Επιζητούν, πάση θυσία, όλα τα επιτελεστικά αξεσουάρ να βρίσκονται στη δοκιμασμένη θέση τους, ώστε να παραμείνουν εντός των δρωμένων του περιοδεύοντος θιάσου τους, μάχιμοι «υποκριτές» στο κυνήγι της αφροδισιακής εξουσίας.
Περί
θεατροφοβίας και θεατρολαγνείας
Παρ’ όλες ωστόσο τις διαφορές, θέατρο και πολιτική εξ ανάγκης συμβαδίζουν, υπό την έννοια ότι το μεν θέατρο χρειάζεται (δυστυχώς) τους πολιτικούς, γιατί από αυτούς εξαρτάται σε ένα μεγάλο βαθμό η οικονομική του στήριξη, οι δε πολιτικοί χρειάζονται το θέατρο (πάλι δυστυχώς) γιατί μέσα από αυτό μαθαίνουν πώς να «ψεύδονται», όχι βέβαια με στόχο, όπως είπαμε, κάποια κρυμμένη και ευεργετική αλήθεια, όπως συμβαίνει στο καλό θέατρο, αλλά με στόχο τη συγκάλυψη και άλλων ψεμάτων. Μπορεί να δηλώνουν, για το θεαθήναι (και τις ψήφους των θεατών τους), φίλοι του θεάτρου, όμως μέσα τους κρύβουν μια έντονη θεατροφοβία. Παίζουν θέατρο για το θέατρο, γιατί στην ουσία φοβούνται το αληθινό θέατρο, εκείνο το θέατρο που οδηγεί στο ξεσκέπασμα του “θεάτρου”, δηλαδή στην αποκάλυψη της αλήθειας (όσο επώδυνη μπορεί να είναι αυτή). Eίναι όπως οι ήρωες στα δράματα του Ζαν Zενέ, που ζουν αποκλειστικά μέσα και πίσω από μάσκες και ποτέ δεν φτάνουν, ούτε καν το επιζητούν, στο ακάλυπτο σώμα, στη ζωή χωρίς μάσκες. Ξέρουν ότι εκεί καραδοκεί ο θάνατος. Kι έτσι κάνουν επίδειξη των θεατρικών υλικών τους, χωρίς την ουσία τους που είναι η κατάργησή τους και η επιστροφή στην αλήθεια (χωρίς το αποκούμπι των κλισέ της αλήθειας).
Bέβαια, σε ένα κόσμο, όπως ο δικός μας, όπου το αυθεντικό με το πραγματικό είναι πια αδύνατο να διαχωριστούν, όπου ο κόσμος αρέσκεται να καταναλώνει ομοιώματα και κιτς κόπιες του αυθεντικού, ποιος θα μας πει πού βρίσκεται το τέλος του (πολιτικού) ρόλου και η αρχή του πραγματικού όντος; Και μιας και αναφέραμε τον Ζενέ, παραπέμπω στη συμπαθέστατη τσατσά του Μπαλκονιού, την Ίρμα, η οποία, όταν στέλνει τους πελάτες της στο σπίτι τους, δεν ξεχνά να τους υπενθυμίσει ότι εκεί τα πράγματα θα είναι ακόμη πιο ψεύτικα σε σχέση με τον οίκο ανοχής της («Σπίτι των ψευδαισθήσεων» το ονομάζει ο Ζενέ), ο οποίος τουλάχιστον έχει επίγνωση του ψέματος που πουλάει επ’ αμοιβή.
To be or not to be
Όπως είπα και στην αρχή, το μίνιμουμ της χωρικής και συναισθηματικής απόστασης του θεατή-υποδοχέα, είναι βασική προϋπόθεση για να αναγκαστεί το θέαμα της πολιτικής να μετεξελιχθεί από απλό σόου προσωπείων (υπο-κειμένων) σε κάτι απρόβλεπτο και εντέλει σε ευεργετικό αγώνα προσώπων/υποκειμένων.
Όσο πιο κοντά βρισκόμαστε (ψυχο)συναισθηματικά στο θέαμα τόσο πιο πολύ διευκολύνουμε τη θυματοποίησή μας, την παραπλάνησή μας μέσα από ευπώλητα τσιτάτα, συναισθηματικές φορτίσεις, μελοδραματικές εκρήξεις, ηθικοπλαστικές διδαχές, απολυτότητες, αποκαλυπτικές εξαγγελίες, παθιασμένες ακυρώσεις, αναθεματισμούς, εξοστρακισμούς, κ.λπ. Επιβάλλεται η εκλογίκευση των συναισθημάτων, και αυτό μόνο ο «αποστασιοποιημένος θεατής», όπως λέει ο Μπρεχτ, ή ο «χειραφετημένος θεατής», όπως λέει ο Ρανσιέρ, μπορεί να το πετύχει.
“Ποιος είναι εκεί” [who’s there?]. Αυτή είναι η πρώτη ρητορική ερώτηση που διαβάζουμε στον Άμλετ, η οποία, αμέσως-αμέσως, θέτει εν αμφιβόλω τις γνώσεις μας. Τι να σημαίνει, άραγε; Και καθώς η ιστορία ξετυλίγει το μπερδεμένο κουβάρι της διαπιστώνουμε ότι η ερώτηση δεν αφορά μόνο το φάντασμα του βασιλιά της Δανίας, αλλά και το φάντασμα της ίδιας της πολιτικής. Ποιος μιλά; Με ποια ιδιότητα μας απευθύνει τον λόγο; Γιατί; Και γιατί αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή; Τι ζητά από μας; Τι συμβαίνει στα παρασκήνια, στο μαγειρείο της πολιτικής; Πού σταματά η φαντασία και πού αρχίζει η πραγματικότητα;
To be or not to be είναι το αναπόφευκτο ερώτημα που προκύπτει τη στιγμή που ο πρίγκιπας Άμλετ αποφασίζει να «αποστασιοποιηθεί», να αφήσει τα συναισθήματά του στην άκρη προκειμένου να δει με καθαρό μυαλό ποιες είναι οι σχέσεις του με όλη αυτή τη σκοτεινή πολιτική ιστορία του βασιλιά πατέρα του. Ο Άμλετ είναι ένας σπουδαίος ηθοποιός. Ξέρει πώς να χρησιμοποιήσει τα υλικά του ώστε να φτάσει στην επιθυμητή αλήθεια. Ξέρει πώς λειτουργεί και το μαγειρείο της πολιτικής και το μαγειρείο του θεάτρου. Χειραφετείται, ερευνά, δρα.
Η ειρωνεία είναι ότι τον πολιτικό που κυκλοφορεί στους δρόμους με το ατσαλάκωτο κουστούμι του και το προσωπείο (των κομματικών του φαντασμάτων), τον στέλνουμε cum summa laude στη βουλή και τον χρυσοπληρώνουμε από πάνω, τον ηθοποιό όμως που θα κάνει το λάθος να κυκλοφορήσει στους δρόμους της πόλης με το προσωπείο του ρόλου (το σκηνικό του φάντασμα) τον στέλνουμε κατευθείαν στο τρελάδικο. Εκτός και αν έχει την τρέλα του Άμλετ και τους τρελάνει όλους.
Συμπέρασμα
Ποιο είναι τελικά το συμπέρασμα; Ακύρωση της πολιτικής; Όχι φυσικά. Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ζώον πολιτικό. Πόλη και πολίτης=πολιτική. Απλώς στη βουλή, που είθισται να εκπροσωπεί τη βούληση του πολίτη, καλό είναι να μπαίνουν οι άνθρωποι εκείνοι που μπορούν να παραμένουν άνθρωποι και να μη μεταμορφώνονται (ή παραμορφώνονται), κατά πώς βολεύει, σε πολιτικούς μικρό- ή μεγαλο-θιασάρχες ή κομπάρσους ή υποβολείς ή νεροκουβαλητές θιασαρχών ή φερέφωνα και δεν συμμαζεύεται. Δηλαδή, άνθρωποι σε θέση να παράγουν πολιτισμό μέσα από την πολιτική. Ας μην ξεχνάμε αυτό που είπε αιώνες πριν ο σπουδαίος Αριστοτέλης: «Μέγιστος εχθρός της εξουσίας είναι ο πολιτισμός». Απλώς για να συμβεί κάτι τέτοιο σημαίνει να εφεύρουμε ένα νέο πολιτικό λόγο και προφανώς νέους χρήστες που δεν θα τους γοητεύει το θέλγητρο της δύναμης και της εξουσίας. Δεν το βλέπω. Αλήθειας αγώνας άγονος, για να παραφράσω λιγάκι τον τίτλο του έργου του Σαίξπηρ, Love’s Labour’s Lost.
Σημ.
Πρώτη δημοσίευση. Ο Χάρτης 55 (Ιούλιος 2023).