Αν και ως θεατής είμαι γενικά "καχύποπτος" με ο,τιδήποτε δηλώνεται ή προσφέρεται ως "ρεαλιστικό" ή ως "ρεαλισμός", δηλαδή με οτιδήποτε επιχειρεί να μου στερήσει ή να μου περιορίσει τη δυνατότητα να μπορώ να κρίνω με καθαρό βλέμμα κάποια πράγματα, αυτή τη φορά παρέδωσα τα όπλα. Για την παράδοση ευθύνεται αποκλειστικά η "παμφάγος" κινηματογραφική Φάλαινα. Πέρασε και μας πήρε όλους μαζί της. Ως πρόχειρη απόδειξη αρκεί αυτό: Μόλις άναψαν τα φώτα στο τέλος έβλεπες μια αίθουσα που προσπαθούσε άρον άρον να σκουπίσει το αποτύπωμα της ταινίας από το πρόσωπό της. Αυτή είναι και μια διαφορά ανάμεσα στο κλάμα και το γέλιο. Γελάμε δυνατά, συλλογικά και δημόσια και κλαίμε μόνοι και όσο γίνεται στα κρυφά, λες και ντρεπόμαστε γι' αυτό.
Είχα υπόψη μου το θεατρικό έργο του Σάμιουελ Ντι Χάντερ, το οποίο έκανε πρεμιέρα το 2013, χωρίς όμως κάποια αξιοπρόσεχτη συνέχεια. Ξεχάστηκε γρήγορα. Και για να' μαι ειλικρινής δεν μπορούσα με τίποτα να το φανταστώ ως ταινία. Και μάλιστα αυτή τη μοναδική ταινία που παίζεται τώρα, το σενάριο της οποίας διαμόρφωσε ο ίδιος ο Χάντερ.
Εξαιρετική από όλες
τις απόψεις η μεταφορά από το ένα είδος στο άλλο. Πυκνή, ρέουσα, ευφυής και
κυρίως ευαίσθητη και ανθρώπινη στον τρόπο προβολής του "άλλου"
σώματος (του υπερβολικά παχύσαρκου--στο θεατρικό έργο διαβάζουμε για ένα σώμα
600 pounds=272 κιλά. Για τη μεταμόρφωση του πρωταγωνιστή με προσθετικά στην ταινία
απαιτούνταν τέσσερις ώρες ημερησίως). Μια ταινία με θετικό πρόσημο απέναντι στη
ζωή, σκηνοθετημένη στην κάθε λεπτομέρειά της από τον Ντάρεν Αρονόφσκι.
Στέκομαι ιδιαίτερα
στην πολλών καρατιών ερμηνεία του Μπρένταν Φρέιζερ, η οποία δείχνει ότι η
αμερικανική εκδοχή του στανισλαφσκικού ρεαλισμού, γνωστή ως ΜΕΘΟΔΟΣ (που
καθιερώθηκε μέσω Λη Στράσμπεργκ, Ελία Καζάν και Group Theatre τη δεκαετία του
1930--είχε προηγηθεί η επίσκεψη Κωνσταντίν Στανισλάφσκι στην Αμερική το 1924)
συνεχίζει να προκαλεί έντονες συγκινήσεις στον κινηματογράφο.
Ατελείωτη η λίστα με
τους σπουδαίους "μαθητές" της. Επί τροχάδην αναφέρω: Ρόμπερτ ντε
Νίρο, Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Αλ Πατσίνο, Μέριλ Στριπ, Τζούλια Ρόμπερτς, Ντέζελ
Ουάσινγκτον, Τζώνι Ντεπ, Ντάστιν Χόφμαν, Ντάνιελ Ντέι Λούις, Αν Χάθαγουεη,
είναι κάποια από τα πιο σύγχρονα ονόματα που συνεχίζουν να διαφημίζουν με τις
ερμηνείες τους τη Μέθοδο, η οποία πριν από αυτούς είχε αναδείξει τον Μάρλον Μπράντο,
τον Μοντγκόμερι Κλιφτ, τον Πωλ Νιούμαν, τη Μέριλυν Μονρόε, τον Τζέιμς Ντην και
δεκάδες άλλους.
Το ενδιαφέρον με τη Μέθοδο
είναι το εξής: ενώ βοηθά πολύ όταν η τελική
στόχευση είναι η ρεαλιστική απεικόνιση/απόδοση της πραγματικότητας και της
καθημερινότητας (μεταξύ άλλων, δείτε ως ενδεικτικό παράδειγμα πώς αποδίδει στα οικογενειακά
δράματα), δεν προσφέρεται ιδιαίτερα όταν τα έργα είναι κλασικά (κυρίως
σαιξπηρικά), όπου απαιτούνται άλλοι υποκριτικοί κώδικες (αυτό, με ορισμένες
επιφυλάξεις, θα μπορούσε να πει κανείς ότι εξηγεί και την απουσία
αξιομνημόνευτων παραστάσεων κλασικών έργων από το ρεπερτόριο του αμερικανικού
θεάτρου).
Σύμφωνα με πολλούς
Άγγλους καλλιτέχνες που δούλεψαν στην Αμερική, οι αυστηρές αρχές της Μεθόδου,
δεν έχουν την απαιτούμενη "χαλαρότητα" και
"ευμεταβλητότητα" ώστε να (ανα)προσαρμόζονται εύκολα σε καταστάσεις
πέρα από αυτό που βλέπουμε και βιώνουμε ως πραγματικότητα. Είναι ενδεικτικά τα
σχόλια του Λώρενς Ολίβιε που έκανε κατά τη διάρκεια μιας συνεργασίας του με τον
Ντάστιν Χόφμαν (στο Marathon Man, 1976), όταν έμαθε ότι ο
πρωταγωνιστής του ξενύχτησε προσπαθώντας να βρει τρόπους ταύτισης με τον
χαρακτήρα. Φέρεται να είπε, με το γνώριμο βρετανικό φλέγμα, ο Ολίβιε:
"[Αντί για ξενύχτι ] ..ας προσπαθήσει να παίξει....είναι πολύ πιο
εύκολο". Δήλωση μάλλον αναμενόμενη, γιατί ήταν ήδη γνωστό και από
προηγούμενη συνεργασία του με ηθοποιούς της Μεθόδου ότι δεν ήταν φίλια
προσκείμενος.
Ο δε Άλφρεντ Χίστκοκ,
όταν σκηνοθετούσε την ταινία Tom Curtain, με πρωταγωνιστή τον Πωλ
Νιούμαν, είπε το εξής χαρακτηριστικό σχετικά με τις αρχές της Μεθόδου:
"Είναι εντελώς ανόητο. Πώς μπορείς να υποδυθείς τον θάνατο εάν προϋπόθεση
είναι να τον έχεις ζήσει/βιώσει πρώτα;"
Σήμερα η μέθοδος,
ειδικά στο θέατρο, δέχεται αυστηρό έλεγχο από διάφορες ομάδες που εκτιμούν ότι
με τις «δυτικοκεντρικές» της αρχές τις αποκλείει, όμως δεν παύει να έχει μια
ιδιαίτερη και ακόμη αξεπέραστη δυναμική ειδικά μπροστά στην κάμερα, κάτι που φάνηκε
σε όλο της το μεγαλείο στη Φάλαινα.
Διάβασα τις
επιφυλάξεις που έχουν εκφράσει ορισμένοι κριτικοί αναφορικά με τον τρόπο που
διαχειρίζεται την παχυσαρκία στην εν λόγω ταινία. Τις σέβομαι, όμως δεν
συμφωνώ. Προσωπικά είδα στην ταινία αγάπη, κατανόηση και απέραντη συμπάθεια και
καθόλου απόρριψη ή ειρωνεία ή απαξίωση. Είδα ένα καλλιτεχνικό ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ!!!
Πηγαίνετε. Θα χαρείτε κινηματογράφο υψηλού επιπέδου. Κινηματογράφο βαθύτατα
τρυφερό, ανθρώπινο και αισιόδοξο.
ΜΕΡΟΣ
Β΄
Μετά τη Φάλαινα,
επόμενη κινηματογραφική μου εξόρμηση Τα πνεύματα του Ινισέριν.
Άλλο ένα διαμάντι, με την υπογραφή (σενάριο/σκηνοθεσία) του δαιμόνιου Ιρλανδού Μάρτιν
Μακντόνα, ο οποίος σε κάθε καλλιτεχνικό εγχείρημά του (θεατρικό και
κινηματογραφικό) βρίσκει τρόπους να μας ταράξει και να μας ξαφνιάσει, όπως
κάποτε μας τάραζε και ξάφνιαζε με το "στα μούτρα σου θέατρο" η Σάρα
Κέιν και ο Μαρκ Ρέιβενχιλ.
Στο μυαλό μου ο
Μακντόνα είναι από τους σημαντικότερους αυτή τη στιγμή δημιουργούς παγκοσμίως.
Η γραφή του συμπίπτει απόλυτα με αυτό που θεωρώ ως αξιόλογη καλλιτεχνική
δημιουργία, που δεν είναι άλλη από την οριακή, εκεί όπου οι ταλαντώσεις ανάμεσα
στο οικείο και το ανοίκειο, το γνωστό και το άγνωστο, το δοκιμασμένο και το
καινούργιο, είναι, πέρα από έντονες, εντελώς απρόβλεπτες και άπιαστες,
τουλάχιστο στο πλέγμα της δικής μου φαντασίας. Μια γραφή που διαρκώς δοκιμάζει
τον ορίζοντα των προσδοκιών μου και με κάνει να τρέχω ασθμαίνοντας να την
προλάβω και να την καταλάβω.
Για μένα έχει σημασία αυτή η προσληπτική δοκιμασία (όσο δύσβατη και να είναι), γιατί πιστεύω πως καμιά σπουδαία, ανθεκτική και ευεργετική δημιουργία δεν μπορεί να κινείται κάπου στο κέντρο. Στο κέντρο είναι κατά κανόνα τα ευπώλητα κλισέ, τα στερεότυπα, τα οικεία σχήματα, και γενικά τα "περιουσιακά" μας στοιχεία, δηλαδή όλα εκείνα που ήδη γνωρίζουμε, εκείνα με τα οποία μεγαλώνουμε, νιώθουμε ως «δικά μας» και τα οποία μπορούμε να διαχειριστούμε ή να φανταστούμε.
Είναι προφανές πως το
κάθε κέντρο επιβάλλει την ακινησία (διαφορετικά δεν θα ήταν κέντρο), η οποία
είναι και μια μορφή θανάτου—αφού μόνο τα πτώματα δεν κινούνται. Ανοίγω μια μικρή παρένθεση εδώ για να προσθέσω,
προς επίρρωση αυτής της σκέψης, ότι αν μελετήσει κανείς προσεχτικά τη γεωμετρία των
έργων του Σάμιουελ Μπέκετ, θα διαπιστώσει πως κάθε φορά που επιβάλλει τη
σύγκλιση των δρωμένων προς το κέντρο υποδηλώνει και κάποιο μεταφορικό θάνατο
του ζώντος σώματος, καταδικάζοντάς το στην χωρική ακινησία.
Αντίθετα, πέρα από το
εφησυχαστικό (ή και "θανατερό") και γνώριμο "κέντρο",
κατοικοεδρεύει η "άγρια", η "εκ-κεντρική" γοητεία του
άγνωστου, του επικίνδυνου, του ολισθηρού. Εκεί όπου παιδεύεται (και μας
παιδεύει) η γραφή ενός Φώκνερ, ενός Τζόυς, ενός Γιέητς, μιας Γουλφ, μιας Πλαθ,
ενός Μπέκετ, μιας Τσέρτσιλ, ενός Ντοστογιέφσκι, ενός Σαίξπηρ, ενός Αισχύλου,
ενός Ευριπίδη, ενός Σοφοκλή, η ζωγραφική ενός Πικάσο, ενός Κοκόσκα και ενός
Νταλί, οι μουσικές συνθέσεις ενός Στραβίνσκι και ενός Κέιτζ. Με δυο λόγια: η
οριακή τέχνη των αναζητητών μιας Terra incognita.
Αυτή την "άγνωστη
γη" (του ανθρώπινου ψυχισμού και όχι μόνο) δραματοποιεί η καλπάζουσα και
διαρκώς περίεργη, αιχμηρή και απρόβλεπτη φαντασία του Μακντόνα. Ποιος θα περίμενε λ.χ.
στην ταινία που κουβεντιάζουμε εδώ πως κάθε φορά που ο Πάτρικ (Μπρένταν
Γκλίσον) ενοχλεί ή προσπαθεί να μιλήσει με τον φίλο του τον Κολμ (Κόλιν Φάρελ),
με σκοπό το ξαναζωντάνεμα της φιλίας τους, αυτός θα κόβει ένα από τα αριστερά του
δάχτυλα με ένα ψαλίδι κουρέματος προβάτων. Εκείνο που ως θεατής περιμένεις
φυσιολογικά είναι την τιμωρία του Πάτρικ που σπάει τη συμφωνία και όχι την
αυτοτιμωρία του Κολμ. Αυτά τα άλματα, αυτές οι υπερβάσεις του αναμενόμενου,
κάνουν και την εμπειρία της θέασης τόσο εξαιρετική, σε μια ταινία όπου, αν το
καλοσκεφτεί κανείς, δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα το συναρπαστικό, τουλάχιστο
οπτικά/χωρικά.
Στα λιβάδια αυτού του
φανταστικού νησιού στις παρυφές της Ιρλανδίας, δεν εκτυλίσσονται ούτε
εξελίσσονται φοβερά εξωτερικά δρώμενα. Όλα είναι αγκυροβολημένα στα εσωτερικά,
τα δύσβατα και κακοτράχαλα τοπία του ανθρώπινου ψυχισμού, των ανθρώπινων
συναισθημάτων, εκεί όπου κατοικοεδρεύουν οι απρόβλεπτες και συχνά ωμές
εκρήξεις.
Εκείνο που
εντυπωσιάζει, μεταξύ πολλών άλλων, τόσο στη Φάλαινα όσο και στα Πνεύματα
του Ινισέριν είναι η έντονη θεατρική αύρα που αποπνέουν. Λογικό βέβαια,
αφού και οι δύο συγγραφείς (σεναριογράφοι), προερχόμενοι από το θέατρο,
επενδύουν στα δρώμενά τους αυτό που γνωρίζουν καλύτερα: την αίσθηση της οικονομίας
του σανιδιού. Ξέρουν τι πάει να πει κλιμάκωση, κορύφωση και αποκλιμάκωση.
Πουθενά η φλυαρία, το περιττό, το ανούσιο, το κλισέ. Διάλογοι ουσιαστικοί,
στοχαστικοί, περιεκτικοί και άκρως συναρπαστικοί. Σημειώνω τη
λέξη "συναρπαστικοί", γιατί, σε αντίθεση με τις περισσότερες ταινίες
που προσπαθούν να μας εντυπωσιάσουν με βία (για τη βία), με αίμα (για το αίμα),
με ατελείωτο πιστολίδι, σεξ, συγκρούσεις συμμοριών και αυτοκινήτων και άπειρα πτώματα,
εδώ, όπως είπα, κυριαρχεί η απόλυτη λιτότητα. Μια λιτότητα, όμως, που κρύβει
μια απίστευτη πολυπλοκότητα. Μια παραπλανητική λιτότητα. Μια "ύπουλη"
λιτότητα, που κρύβει μέσα της ενεργά ηφαίστεια (η πλησιέστερη περίπτωση
σεναριογράφου/θεατρικού συγγραφέα που μπορώ να σκεφτώ ότι θα μπορούσε να
συνεξεταστεί με τον Μακντόνα είναι του επίσης ευφυέστατου και «παμπόνηρου» Ντέιβιντ Μάμετ).
Χάρηκα πολύ και τις
δύο ταινίες με πρωταγωνιστές τον τόσο ταλαιπωρημένο και κουτσουρεμένο στην
εποχή μας Λόγο (και κυρίως διάλογο) και το πάσχον σώμα.
Δυο ταινίες που δεν
φοβήθηκαν να φέρουν στο προσκήνιο και να αναμετρηθούν με το "αίνιγμα"
Άνθρωπος και τον ανεξερεύνητο εσωτερικό του κόσμο, χωρίς ψεύτικα
αγκωνάρια εντυπωσιασμού, χωρίς φρου φρου και αρώματα.
Δυο ταινίες στην κόψη
του ξυραφιού. Δύο ταινίες οριακές. Η απόλυτη διαφήμιση της έβδομης τέχνης.
Ως φανατικός
θεατρόφιλος χάρηκα πολύ και τις δύο γιατί έδειξαν πόσο ευεργετική μπορεί να είναι
η συνάντηση της αισθητικής του θεάτρου με τον κινηματογράφο. Ας μην ξεχνάμε
άλλωστε ότι στα πρώτα βήματα του κινηματογράφου αιμοδότης του (σε σενάρια και
ηθοποιούς) ήταν το θέατρο.
Δυο
"θεατρόμορφες" ταινίες σκοτεινές αλλά συνάμα αποκαλυπτικές και η
καθεμιά με τον τρόπο της φωτεινές.
Δύο ταινίες που
αξίζουν το χειροκρότημά μας.
Σημ.
Πρώτη δημοσίευση parallaxi
28/02/2023