Ως
ατομικές οντότητες είναι απόλυτα φυσιολογικό να ονειρευόμαστε τα μεγάλα και τα
σπουδαία, ωστόσο στην πράξη το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας είναι φτιαγμένο από την ύλη μικρών, προβλέψιμων,
κοινότοπων πράξεων. Ένα γαϊτανάκι από ασήμαντες, καθημερινές κουβέντες (small talk, banal talk) δράσεις και συνήθειες,
οι οποίες όμως καθορίζουν την αντίληψη
που έχουμε για τον κόσμο, ακόμη και την ηθική μας, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (Η δ' ηθική εξ έθους περιγίνεται). Όπως
λέει και ένας σύγχρονος θεωρητικός, ο Χόμι Μπάμπα, η αξία της ζωής βρίσκεται
στις μικρές αφηγήσεις, αυτές που δεν καταγράφει η επίσημη ιστορία. Ή, με τα
λόγια του Ιρλανδού ποιητή Τόμας Μουρ: «Οι συνηθισμένες πράξεις
ρουτίνας που κάνουμε κάθε μέρα στο σπίτι είναι πιο σημαντικές για την ψυχή από
όσο δείχνει η απλότητά τους». Και προς επίρρωση όλων αυτών εδώ κολλάει και η ρήση του ποιητή του μοντερνισμού, Τ.Σ
Έλιοτ που μας λέει, χαριτολογώντας, ότι μέτρησε «ολόκληρη τη ζωή [του]
με κουταλιές καφέ».
Αν
και θα δυσκολευτούμε να βρούμε παράδεισο που να μας υπερβαίνει, το παράδοξο
είναι ότι θα ζοριστούμε να βρούμε και μια επιστημονικά συγκροτημένη ιστορία του
κοινότοπου, του μπανάλ, μια κοινωνιολογία
του ανιαρού, μια ανθρωπολογία του οικείου, του κλισέ, πράγμα που μας κάνει να
διερωτηθούμε κατά πόσο υπάρχει τελικά κρυμμένη μαγεία και μεγαλείο πίσω από όλα
αυτά, όπως διατείνονται στοχαστές και καλλιτέχνες; Και εάν όντως υπάρχει, γιατί μας διαφεύγει; Μήπως,
ως απάντηση, θα μας βοηθούσε η σκέψη του Γκαίτε που λέει ότι «το ουράνιο τόξο που διαρκεί πάνω από 15 λεπτά, δεν το προσέχει πια
κανείς», εννοώντας πως οτιδήποτε επαναλαμβάνεται με πανομοιότυπο τρόπο παύει να
έχει σημασία; Προφανώς δεν λέμε κάτι καινούριο εδώ.
Αυτή η σχέση του ανθρώπου με το καθημερινό, το οικείο, λειτούργησε ως ερέθισμα για να γεννηθούν διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα είτε για να το υμνήσουν είτε να το αναθεματίσουν. Θυμίζω εν τάχει την ιστορική πρωτοπορία με τους ντανταϊστές, τους φουτουριστές και άλλους, που επένδυσαν στη δυναμική του μονότονου, του βαρετού, του πρόχειρου, και του readymade, με βασικό στόχο να του προσδώσουν άλλες σημασίες και ταυτόχρονα να ασκήσουν κριτική στα κριτήρια και την υπερβατικότητα της υψηλής τέχνης, προτάσσοντας τη δική τους «αντιτέχνη». Παραπέμπω στον περίφημο «ουρητήρα» του Μarcel Duchamp, που εξέθεσε στη Salon des Independants, δηλαδή εκτός του οικείου/αναμενόμενου χωρικού πλαισίου, με αποτέλεσμα αμέσως-αμέσως να του προσδώσει άλλες σημασίες.
Στέκομαι και στη δεκαετία του 1960 με τα διάφορα, καθημερινά και ρουτινιάρικα, happenings (βλ. Καπρόφ, Γουίτμαν κ.ά). Ανασύρω από την περίοδο αυτή και μεταφράζω το μανιφέστο των «Όχι» στους «επίσημους» κώδικες του μοντέρνου χορού διά στόματος Ιβόν Ράινερ (1965):
«Όχι στο θέαμα/ Όχι στη δεξιοτεχνία,/ Όχι στις μεταμορφώσεις, στη μαγεία και στην ψευδαίσθηση/ Όχι στη λάμψη και την υπερβατικότητα της εικόνας του σταρ./ Όχι στο ηρωικό. /Όχι στο αντι-ηρωικό./ Όχι στην εικόνα-σκουπίδι./ Όχι στην εμπλοκή περφόρμερ και κοινού./ Όχι στο στυλ./ Όχι στην αποπλάνηση του θεατή μέσα από τα κόλπα του ηθοποιού./ Όχι στην εκκεντρικότητα./ Όχι στη συγκίνηση ηθοποιού όχι στη συγκίνηση του θεατή».
Εν ολίγοις: «Ναι», στο καθημερινό, το οικείο και αφτιασίδωτο, μας λέει η Αμερικανίδα καλλιτέχνιδα.
Ως συνέχεια των παραπάνω δοκιμασιών με το καθημερινό και το πολύ «δικό
μας», στέκομαι και στη δεκαετία του 1970, την οποία σημάδεψε βαθιά η έκρηξη του φεμινιστικού
κινήματος, μια έκρηξη η οποία κόμισε στο θεατρικό προσκήνιο πολλές συνηθισμένες
μεν «αόρατες» δε δράσεις των γυναικών, όπως το σιδέρωμα των ρούχων, το πλύσιμο
των πιάτων, τα ψώνια, το μεγάλωμα των παιδιών, το μαγείρεμα κ.λπ. Ό,τι η έως
τότε επίσημη θεατρική πρακτική θεωρούσε ασήμαντο θα μετατραπεί ξαφνικά σε θέμα
και θέαμα. Εξού και το γνώριμο σλόγκαν: «Το προσωπικό είναι πολιτικό», το οποίο
θα γίνει το σήμα κατατεθέν όλων των μετέπειτα κινημάτων, προκαλώντας την
ανάπτυξη νέων πρακτικών και αντιλήψεων σε ό,τι αφορά την έννοια της
θεατρικότητας, της σοβαρότητας, του υψηλού και του χαμηλού. Η περφόρμανς
εξελίσσεται ταχύτατα σε ένα μέσο εξέτασης αλλά και κριτικής κοινωνικών και
πολιτικών πρακτικών, μηχανισμών, δομών, θέσεων.
Τώρα, ως προς το σύντομο σχόλιό μου, το πυροδότησε η τέταρτη διοργάνωση του
Διεθνούς Φεστιβάλ Δάσους (του ΚΘΒΕ), που έληξε στις 13 Ιουλίου 2022, μεγάλο μέρος του
οποίου είχε να κάνει με τον εντοπισμό και την επαναξιολόγηση της
πραγματικότητας μέσα από την επιτελεστική εκμετάλλευση του καθημερινού και του μπανάλ, όπως για παράδειγμα, η
ανάγνωση ενός βιβλίου με την καθοδήγηση ακουστικών (των Αντ Χάμπτον/Τιμ Έτσελς,
στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Θεσσαλονίκης) ή η περφόρμανς-συρραφή αποφθεγμάτων-τσιτάτων
από τον Τύπο, το διαδίκτυο, τις διαφημίσεις και τους δρόμους της Θεσσαλονίκης, με
τη σκηνοθετική καθοδήγηση της ομάδας Encyclopedie de la Parole (Jukebox), μεταξύ άλλων προτάσεων προβολής/δραματοποίησης
του τετριμμένου.
Σκηνή από το Jukebox
Και
το ερώτημα: αξίζει τελικά τον κόπο η ενασχόληση με το πολύ οικείο, το
επαναλαμβανόμενο; Εάν ασπαζόμαστε αυτό που ισχυρίζεται ο ποιητής Μπουκόφσκι, ότι
«ο διανοούμενος λέει
κάτι απλό με δύσκολο τρόπο και ο καλλιτέχνης λέει κάτι δύσκολο με απλό τρόπο», τότε
ναι, αξίζει να δει κανείς από κοντά αυτά που επιχειρούν οι καλλιτέχνες του
θεάτρου της, επιφανειακά ευανάγνωστης, καθημερινότητάς μας (και συχνά της συμμετοχικότητας).
Πώς, λ.χ. , μια «αθώα» βόλτα στην
πόλη μπορεί να πάρει τη μορφή αποκαλυπτικού επιτελεστικού δρώμενου; Πώς οι
άνθρωποι περιμένουν σε μια στάση λεωφορείου, πώς μπαίνουν στην ουρά για ψώνια,
πώς διασχίζουν τον δρόμο κ.ο.κ.;
Βέβαια
ηλίου φαεινότερον πως δεν αρκεί η απλή παρατήρηση
και μεταφορά του καθημερινού στο θέατρο για να το μετατρέψει αυτόματα σε
τεκμήριο τέχνης. Ούτε αρκεί η εύκολη καταστροφή του οικείου. Το ζητούμενο, και
το πλέον δύσκολο, είναι η επιστροφή στα δεδομένα της οικειότητας χωρίς όμως τις
οικείες επικαλύψεις τους, με στόχο μια
νέα συνειδητοποίηση είτε της ιστορικότητάς τους είτε της αισθητικής τους, της
ιδεολογίας τους, των αντιφάσεών τους,
της λειτουργικότητάς τους, δηλαδή επιστροφή σε μια πιο υποψιασμένη άποψη
για τον οικείο μας κόσμο, τους χώρους και τους τρόπους του, τις συνήθειές του,
κάτι που συχνά καταλήγει, εκ των πραγμάτων, σε επαναπροσδιορισμό των ορίων και
των δομικών υλικών του θεάτρου πέρα από την αισθητική λειτουργία της μίμησης,
ακόμη και της οντολογίας του.
Οι προτάσεις που είδαμε στο Διεθνές Φεστιβάλ Δάσους μας υπογραμμισαν, η καθεμιά με τον τρόπο της, κάτι απλό: από τη στιγμή που το
καθημερινό είναι «ιερό», υπό την έννοια ότι «αυτό είμαστε εμείς», τότε ό,τι
εμπίπτει σε αυτό ανήκει στην κατηγορία του συνηθισμένου. Π.χ. εάν τελικά τα
περισσότερα πράγματα στη ζωή είναι δυσλειτουργικά τότε η δυσλειτουργικότητα ανήκει
στην τάξη της κανονικότητας. Ομοίως και τα διαζύγια. Οι προσωπικές ιστορίες. Οι
εξομολογήσεις. Ακόμη και οι αυτοκτονίες. Η θλίψη. Η τρωτότητα. Το τραύμα και
πολλά πράγματα που βιώνει καθημερινά ο άνθρωπος και δεν τα ομολογεί, δεν τα
μοιράζεται, δεν τα κάνει κοινό περιουσιακό στοιχείο. Και εδώ να προσθέσω κάτι.
Αν βοήθησε σε κάτι η πανδημία ήταν αυτό: να δώσει περαιτέρω ώθηση στην έκφραση
του ανέκφραστου, του αυστηρώς προσωπικού, όπως η κατάθλιψη, η απομόνωση, η
θλίψη.
Έκτοτε ολοένα και αυξάνει ο αριθμός των καλλιτεχνών εκείνων που θέλουν να δείξουν, και να πείσουν,
πως από τη στιγμή που αρχίσει κανείς να ξεφλουδίζει το οικείο θα βρει κάτι σημαντικό από κάτω. Έργο επί της ουσίας επίπονο γιατί, επαναλαμβάνω, η επιδιωκόμενη απλότητα (ή απλοποίηση) κάθε
άλλο παρά απλό πράγμα είναι όταν εκτελείται σωστά. Και για να μην υπάρξουν οποιεσδήποτε
παρερμηνείες, όταν μιλάμε για απλότητα προφανώς και δεν αναφερόμαστε στην
απλοϊκότητα. Για να θυμίσω την ωραία,
και σχετική με τη συζήτηση μας, ρήση του ζωγράφου βαν Γκογκ: είναι τόσο «δύσκολο
να είσαι απλός!». Και παραδίπλα βάζω και τη ρήση του Όσκαρ Ουάιλντ, που λέει ότι η απλότητα, είναι «το τελευταίο καταφύγιο των πολυσύνθετων
ανθρώπων».
Η απλότητα, λοιπόν, όπως την αντιλαμβάνομαι, επιστρατεύεται
για να μας γνωρίσει στο τέλος μια τακτοποιημένη πολυπλοκότητα, που είναι η ζωή μας,
αφαιρώντας αυτό που δεν είναι απαραίτητο,
ώστε αυτό που είναι απαραίτητο να μπορεί να μιλήσει, να διεκδικήσει τον χώρο
του και παράλληλα να εκθέσει, όπου χρειαστεί, κοινωνικές δομές και πρακτικές. Δανείζομαι
εδώ, ως στήριγμα, τα λόγια του ιδιοφυούς Μπέκετ που λέει: «Ο αέρας είναι γεμάτος
από τις κραυγές μας. Αλλά η συνήθεια τις σβήνει». Αυτό κάνει και ο ίδιος στο Περιμένοντας
τον Γκοντό: περίτεχνη εξόρυξη των φιμωμένων ουσιών της ύπαρξης μέσα από φαινομενικά
παντελώς αδιάφορα, πλην όμως (σημαντικά κατά βάθος) καθημερινά, παίγνια.
Και για να επιστρέψω στις περφόρμανς του Διεθνούς Φεστιβάλ
Δάσους, περίπου σε αυτό στόχευαν: να επαναφέρουν σε πρώτη θέα πράγματα που
σβήσαμε, [που φιμώσαμε, πηγαίνοντας κόντρα σε εφησυχαστικά γνωμικά καθημερινότητας
του τύπου: «Ντύσου, γδύσου, συλλογίσου, φάγε, πιέ, χέσε, κοιμήσου». Εν τάχει:
Ο Ελβετός περφόρμερ Μπόρις Νικίτιν, λ.χ., με τον στοχαστικό του μονόλογο γύρω από το θέμα της ευθανασίας (Attempt on Dying), μας αποκάλυψε τις κρυμμένες κραυγές της ιδιωτείας του, της καθημερινότητάς του. Οι σπουδαίοι Καταλανοί Agrupación Señor Serrano έδειξαν, με αρωγό την τεχνολογία, ότι οι καθημερινές αλήθειες είναι πνευματικά συναρπαστικές εάν τις δούμε από μια απόσταση και πέρα από την επιφάνειά τους. Ενώ ζούμε/μεγαλώνουμε μαζί τους εξακολουθούν να μας είναι μια άγνωστη γη, μια terra incognita.
Αντί άλλης κατακλείδας επιλέγω μία ατάκα από τη Σιωπή
των αμνών (1991), διά στόματος Άντονι Χόπκινς, το πνεύμα της οποίας αφορά
και τις υπόλοιπες παραστάσεις του Φεστιβάλ Δάσους, με κορυφαίο παράδειγμα ανατροπής
του οικείου και του προβλέψιμου, την αριστουργηματική «Τζούλια»
της Βραζιλιάνας Κρ. Ζατάι.
Χόπκινς: «Βασικές
αρχές, Κλαρίς. Απλότητα [….] Για κάθε πράγμα να ρωτάς: Τι είναι αυτό καθεαυτό;
Ποια είναι η φύση του; Τι κάνει ακριβώς αυτός ο άνθρωπος που ψάχνεις;»
Σημ. Πρώτη δημοσίευση Athens Voice 25.07.2022
–