Η ζωή μερικές φορές φαντάζει (ή είναι) πιο αληθινή σε
δισδιάστατη παρά τρισδιάστατη μορφή. Αυτό περιπου βγαίνει ως γενικό συμπέρασμα από
τη «σεξοκωμωδία» της Κέιτ Ρόμπιν, «Πίστη/Faith”, όπου
πλέκονται και εμπλέκονται αποκαλύψεις, συγκαλύψεις, παραλήψεις, επικαλύψεις, επαναλήψεις,
μίξεις, συμμίξεις κ.λπ.
Από όλα έχει το έργο αυτό, εκτός από ένα: λόγο ύπαρξης
στο σανίδι. Μπορεί οι δύο χαρακτήρες της ιστορίας να αναζητούν το βάθος στη σχέση
τους, αλλά αυτά που λένε, αυτά που σκέφτονται, αυτά που μας βάζουν ν’ ακούσουμε
είναι τόσο μπανάλ, που αρχίζεις να διερωτάσαι κατά πόσο το ζωντανό θέατρο δεν μπορεί
πια να αποδώσει την ουσία των ανθρωπίνων σχέσεων και στρατολογείται άρον άρον η
τεχνολογία μπας και μπορέσει να δώσει λύσεις. Κάτι που προσωπικά θα δεχόμουνα εάν
όντως αυτό συνέβαινε.
Μόνο που η τεχνολογία εκτιμώ πως μάλλον προέκυψε στη συγγραφέα
ως μια αβανταδόρικη λύση στη γενικώς άσφαιρη σκηνική ιστορία της, μιας και της άνοιγε
την πόρτα για να κάνει πιο ζωηρό και απρόβλεπτο το παιχνίδι ανάμεσα στην απατημένη
Λίζα, ψυχολόγο-θεραπεύτρια (από αυτές που αγαπά ο Γούντι Άλεν) στο επάγγελμα, και
τον Κιν, τον γκόμενό της, ντοκιμαντερίστα στο επάγγελμα και μπερμπάντη στα κοινωνικά.
Μπροστά, λοιπόν, στο φάσμα του χωρισμού η Ρόμπιν βάζει τους δύο χαρακτήρες της να
πάρουν μια μεγάλη απόφαση: να βιντεοσκοπούν οτιδήποτε κάνουν όσο δεν είναι μαζί,
και το βράδι αραχτοί στον καναπέ να παρακολουθούν και να σχολιάζουν αυτά που κατέγραψε
η κάμερα. Ως εδώ εντάξει. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό που μας παρουσιάζουν κάθε φορά
που συναντιούνται μοιάζει με ενσταντανέ ερωτοχτυπημένων κολεγιόπαιδων, από εκείνα
που βλέπει κανείς σε B Movies.
Όσο δε γι’ αυτά που λέγονται, απευθύνονται σ’ ένα πολύ
συγκεκριμένο κοινό, από εκείνα που αρέσκεται να ψυχαγωγεί το Μπρόντγουεη και κυρίως
η αμερικανική τηλεόραση (βλ. τις σειρές με τα ζευγάρια που κάνουν πλακίτσες συνεχώς
με θέμα τις σχέσεις τους). Είναι ένα κοινό που γνωρίζει πολύ καλά η Ρόμπιν. Ας μην
ξεχνάμε ότι έγινε γνωστή με το τηλεοπτικό «Six feet under». Μόνο ένα τέτοιο κοινό
θα μπορούσε να αντέξει δύο ώρες να βομβαρδίζεται από κοινοτοπίες. Μόνο ένα τέτοιο
κοινό θα μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να κάθεται σ’ ένα εστιατόριο και να
κρυφακούει την κουβέντα ενός ζευγαριού που μόλις επέστρεψε από συνάντηση με τον οικογενειακό θεραπευτή
και την ίδια στιγμή να χαζεύει και την τηλεόραση με ό,τι έχει διαθέσιμο.
Η παράσταση
Ο Γιώργος Βάλαρης, που σκηνοθέτησε το έργο που είδαμε
στο θέατρο «Μελίνα Μερκούρη», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ East End, έβαλε τους δύο
ηθοποιούς να λειτουργήσουν σαν ξιφομάχοι σε αγώνα μέχρι θανάτου. Ήθελε γρήγορο ρυθμό
στις ένθεν κακείθεν πληρωμένες απαντήσεις τους. Και πρέπει να πω πως τον είχε, στην
αρχή τουλάχιστο, όταν όλα κατέβαιναν χαλαρά και ευφρόσυνα στην πλατεία. Όμως, από
ένα σημείο και μετά, κανένας ρυθμός δεν θα μπορούσε να κρύψει (ή να σώσει) τη ασημαντότητα
του θέματος που έμοιαζε λες και βγήκε κατευθείαν από τις σελίδες του Vanity
Fair. Κουβέντες και πάλι κουβέντες,
ανακύκλωση ασήμαντων θεμάτων χωρίς καμιά εξέλιξη, σε σημείο να λες ότι αυτά τα λαλίστατα
πλάσματα ακόμη κι αν τα συναντούσες σε παρέα, θα ήθελες να τα αποφύγεις.
Ερμηνείες
Όσο για τις ερμηνείες, δεν είδα κάτι τέτοιο. Κι εδώ που
τα λέμε, τι σόι ερμηνείες θα μπορούσε να περιμένει κανείς όταν βλέπει να του απευθύνουν
το λόγο δυο δραματικά πρόσωπα ήδη δολοφονημένα από τα κλισέ τους. Σαν ζόμπι βγαλμένα
από ένα νεκροταφείο ιδεών.
Σε κάθε περίπτωση, και με βάση εκείνο που είδα, τα όποια
«ερμηνευτικά» εύσημα πάνε μονοκούκι στη Ζέτα Δούκα. Είναι μια ηθοποιός την οποία
το σανίδι δείχνει να αγαπά. Προς τιμήν της δεν άφησε το ρόλο να πάει εκεί που ποιοτικά
ανήκει, στη χωματερή δηλαδή. Ως αδικημένη του ζευγαριού, εκμεταλλεύτηκε όσο μπορούσε
τη γκάμα των ερμηνευτικών επιλογών και μας έκανε να «συμπαθήσουμε» τη Λίζα της.
Όσο για τον
Παναγιώτη Μπουγιούρη, δεν μπορώ να πω τα ίδια. Πήρε ένα άχρωμο ρόλο και τον έκανε
ακόμη πιο άχρωμο φορώντας του ένα ξεβαμμένο κουστουμάκι γκόμενου που το παίζει ψύχραιμος
και άλλα παρεμφερή, όλα παλαιάς κοπής. Αυτή η άνιση απόδοση είχε σαν αποτέλεσμα
τα τετ α τετ τους να μην απελευθερώνουν ηλεκτρισμό, ένταση. Μόνη στιγμή, η έκρηξη
της Λίζας/Δούκα στο τέλος.
Και ένα γενικό σχόλιο εκτός παράστασης: γιατί αυτή η τόσο
κραυγαλέα αγοραία φτήνια στη φωτογραφία που δόθηκε στον Τύπο με τον ηθοποιό ημίγυμνο
και την τρίχα κάγκελο και την ηθοποιό στις πλάτες του να κοιτά όλο λαγνεία; Κάτι
σαν φωτορομάντζο τρίτης διαλογής ή Cosmopolitan στα χειρότερά του.
Συμπέρασμα: δεν πειράζει που δεν είδατε, όσοι δεν είδατε, την παράσταση.
Ανοίξτε την τηλεόραση και θα πέσετε επάνω σε κάτι παρόμοιο.
(Αντι)Πολεμικό» υστερόγραφο
Να πω δυο λόγια για μια παράσταση, για την ακρίβεια περφόρμανς,
που πρόλαβα να δω στο Vis Motrix με τον τίτλο «Κόσμοι σε πόλεμο», σε σκηνοθεσία της Μαρίας Γρίβας.
Το αρχικό
κείμενο, εμπνευσμένο από τον Τρωικό Πόλεμο, το υπογράφει ο γνωστός μας Ματίας Λάνγκοφ.
Στη παρούσα σκηνική εκδοχή του συμβάλλει και η Αντιγόνη Μπάρμπα. Αποτελεί μια αποδομητική
ματιά στα όσα αναφέρει η μυθιστορία. Πρόθεση της πειραγμένης εκδοχής είναι να δείξει
τα αίτια των πολέμων. Να σκάψει βαθειά και να δει τι δημιουργεί το χάσμα ανάμεσα
στην Ανατολή και τη Δύση, το πώς η ιστορία μετατρέπεται αίφνης σε μυθιστορία και
οι μισθοφόροι σε εθνικούς ήρωες.
Είναι η δεύτερη δουλειά της Μαρίας Γρίβα που βλέπω. Είχα
δει τους «Δίκαιους» του Καμύ
πριν από καιρό και θυμάμαι ότι βρήκα πράγματα που είχαν ενδιαφέρον. Και εδώ είδα
την ίδια αγωνία για ψάξιμο, για δοκιμασία, για γόνιμο πειραματισμό. Μπορεί να μην
απέδωσαν όλες οι επιλογές, αλλά τουλάχιστο υπήρχε η γενναία πρόθεση που εμπεριείχε
και το ανάλογο ρίσκο. Και αυτό το προσμετρώ στα υπέρ.
Εκτιμώ πως τα σκηνικά δρώμενα θα ήταν αισθητικά πληρέστερα
και επικοινωνιακά πιο ακαριαία εάν είχαμε έναν πιο ευφάνταστο εμπλουτισμό της χορογραφίας
των σωμάτων και της χρήσης των σκηνικών αντικειμένων. Όταν η αφήγηση τέμνονταν με
τη δράση ή όταν η σιωπή έπρεπε να εμβολιαστεί με τη γλώσσα των σωμάτων εκεί υπήρχε
δυστοκία. Δεν έβγαιναν εύκολα οι εικόνες, κάπου κλωτσούσε η δράση δημιουργώντας
αμήχανα χάσματα.
Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια και των τριών συνεργατών
που σήκωσαν το βάρος της αντιπολεμικής αφήγησης (Αντιγόνη Μπάρμπα, Ματίνα Καϊαφα,
Μαρία Ιωάννα Παπαθανασίου) και του μουσικού σχολιασμού (Κωνσταντίνος Υφαντής) δημιούργησε
ένα γόνιμο περιβάλλον προβληματισμού.
Συμπέρασμα: προσπάθεια με καλές βάσεις ώστε να εμπλουτιστεί στη συνέχεια.
Πρώτη δημοσίευση: Lavart 13/02/2017