Bellελεν: Αυτός είναι ο υβριδικός (και ενδεικτικός) τίτλος της περφόρμανς που έφερε
στη Θεσσαλονίκη (στο Black
Box, στον χώρο όπου εδώ
και λίγα χρόνια φιλοξενούνται οι πιο φρέσκες δουλειές) ο Δημήτρης Φοινίτσης, αφού
πρώτα την παρουσίασε στην Αθήνα και αλλού. Πρόκειται για μια δουλειά-αποτέλεσμα
της συνεργασίας των ομάδων Λυδία Λίθος
και Συν Επί, στόχος της οποίας είναι η κοινωνική κριτική μέσα από την αποδόμηση
ενός γνωστού μύθου, της Ωραίας Ελένης.
Οι
κίνδυνοι
Καλοδεχούμενη
ως σκέψη. Οι καιροί, άλλωστε, ευνοούν τις αναταράξεις, τις ρωγμές και τις «αναιδείς»
μεταποιήσεις. Όμως, απαιτείται προσοχή,
γιατί κάθε αποδόμηση ζητεί εν συνεχεία και την ακόμη πιο δύσκολη αναδόμηση. Θέλω να πω ότι, όταν μπαίνει κάποιος
σ’ αυτήν την ποικιλοτρόπως επικίνδυνη διαδικασία «καταστροφής», όπως έλεγαν οι ντανταίστές,
πρέπει να γνωρίζει πώς και πότε να βγει, αφού πρώτα έχει μεριμνήσει (εννοείται)
να πείσει το δέκτη ότι το εγχείρημά του έχει λόγο ύπαρξης, όχι σε σύγκριση με το
πρωτότυπο, αλλά στα όρια αυτού που επιχειρεί να κάνει.
Πάντα
ήμουν της άποψης ότι οι ίδιες οι παραστάσεις είναι εκείνες που θέτουν τους όρους
της ανάγνωσής τους. Εάν δεν το πετύχουν αυτό τότε κινδυνεύουν να καταπλακωθούν από
τα ερείπια που οι ίδιες έχουν δημιουργήσει.
Τι
κάνει επ’ αυτού ο Δημήτρης Φοινίτσης, (μετα)γραφέας και σκηνοθέτης της «πειραγμένης»
μυθιστορίας; Έχει τις λύσεις για τη συγκόλληση, ώστε το δικό του υβριδικό όλον να
πείθει ως αυτόνομο δημιούργημα; Ας το δούμε.
Το
κείμενο της περφόρμανς
Η
κατά Φοινίτση μεταποιημένη και περιφερόμενη Ελένη δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο του
μύθου. Είναι ποικιλοτρόπως εκτεθειμένη. Εξ ου και το επάγγελμα που της δίνει (ταιριαστό
με τις φήμες που την ακολουθούν): Εργάζεται σε στριπτιζάδικο, εκεί όπου διατίθενται
κορμιά προς θέα και προς πώληση. Η Ελένη ξέρει καλά τη δουλειά. Ξέρει τις πουτανιές
του χώρου. Πάντα τις ήξερε. Μ’ αυτές μεγάλωσε και πέρασε στην ιστορία ως η νέα Εύα.
Όπως ξέρει καλά και τα δύο φύλα. Είναι η απόλυτη survivor. Και με αυτήν τη δυναμική στις αποσκευές
της αλιεύει αλλοδαπούς πελάτες, τους οποίους, μεταξύ άλλων, ψυχαγωγεί αφηγούμενη,
με άθλια greeklish, τον μεγάλο έρωτά της για τον Πάρι.
Τα
ζόρικα κλισέ
Καλά
όλα αυτά, όπως καλό και το σημείο εκκίνησης της όλης αναθεωρητικής προβληματικής
του Φοινίτση, που είναι προφανώς ο ορίζοντας των προσδοκιών του θεατή, τον οποίο
θέλει να αναστατώσει τρίβοντάς του στη μούρη (κάτι σαν in yr face theatre)
ένα άμεσα αναγνωρίσιμο και αμφιλεγόμενο πλάσμα που το ξεκολλά από τα βάθη της ιστορίας
και το βάζει να κινείται και λικνίζεται μπροστά του, κάνοντας θέατρο τα πάθη και
τις μάσκες της.
Ενδιαφέρουσα
η ιδέα του να ξεσκεπάσει την υποκρισία και το «θέατρο», έχοντας ως μοχλό την επιτελεστική
δεινότητα της Ελένης. Όμως, για να γίνει αυτό καίριο και ουσιαστικό θέαμα, δεν αρκούν
τα περιπαιχτικά greeklish (τόσο φθαρμένα από τη χρήση!!!—δείτε τα άπειρα και άπαιχτα παραδείγματα
από τον ελληνικό κινηματογράφο), και, πολύ περισσότερο, οι εξομολογητικές, γλυκανάλατες
και ρυτιδιασμένες τοποθετήσεις, όπως το μαγνητοφωνημένο κατεβατό με τα “θέλω” (τόσο κοινότοπο, αλήθεια
προς τι;). Απαιτούνται άλλα υλικά, άλλο συνταγολόγιο έξω από την πεπατημένη.
Επιμένω
σ’ αυτό γιατί όταν εν γνώσει του κάποιος ακουμπά σ’ έναν πολυφορεμένο μύθο, όπως
της Ελένης, πρέπει να γνωρίζει ότι ο πρώτος και πιο δύσκολος αντίπαλός που θα κληθεί
ν’ αντιμετωπίσει θα είναι τα «κλισέ» που το συνοδεύουν και το συντηρούν. Και δεν
είναι εύκολο. Και εξηγώ.
Το
κλισέ είναι η απόλυτη συντηρητική παγίδα, ακόμη και γι΄ αυτούς που προσποιούνται
ότι το υπονομεύουν. Ο Σεφερλής, για παράδειγμα, ή ο Λαζόπουλος, για να σταθώ σ’
ένα δυο οικεία παραδείγματα, (περι)παίζουν (τάχα μου) τα κλισέ, όμως κάνουν ταμείο
στις πλάτες τους. Άρα, τι σόι ανατροπή είναι;
Το
κλισέ δεν αποδομείται με πλακίτσες και εύκολες μεταποιήσεις, γιατί έχει ρίζες πολύ
βαθιές, που φτάνουν μέχρι το μεδούλι του Συστήματος. Το κλισέ, από τη φύση και τη
χρήση του, συντηρεί την τάξη ως έχει, ακόμη κι όταν διαλαλεί την επανάσταση και
ανατροπή του, γι’ αυτό για να το αδειάσεις από το ιδεολογικό και επικοινωνιακό του
φορτίο και να το αχρηστέψεις πρέπει να το υπονομεύσεις μεθοδικά εκ των έσω, ώστε
να εκθέσεις πρωτίστως την κατασκευασμένη του φύση και συνακόλουθη επικινδυνότητά
του. Και αυτό δεν γίνεται με τις προβλέψιμες συνταγές επάνω στις οποίες βασίστηκε ο Φοινίτσης.
Ο σκηνοθέτης της περφόρμανς Δημήτρης Φοινίτσης
Δύσκολες
λύσεις
Εκτιμώ
τις ειλικρινείς του προθέσεις, όπως και την προσπάθειά του να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί
σ’ ένα δύσκολο μεταμοντέρνο παιχνίδι γύρω από την απουσία του αυθεντικού, μια απουσία
την οποία αναζήτησε ακόμη και στο ίδιο το σώμα της πρωταγωνίστριάς του (ένας πρώην
άντρας που έγινε γυναίκα), στην ίδια τη γλώσσα-υβρίδιο (ενδιαφέρουσα η ιδέα του
υπερτιτλισμού). Μόνο που η ιδέα της εικονικής πραγματικότητας, της μη αυθεντικής,
διάχυτη πια παντού (άρα ένα κλισέ πλέον και αυτή), απαιτεί πιο βαθύ πελέκημα και
πιο προσεκτική δομική διάρθρωση για ν’ αποκτήσει σαφές και πειστικό περίγραμμα.
Δεν
«αποκαθίσταται η μυθολογική αλήθεια», απλά και μόνο «εκθέτοντας ανεπανόρθωτα τον
Ευριπίδη», όπως δηλώνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης/συγγραφέας. Το παιχνίδι (εάν είναι
παιχνίδι) της αποδόμησης και η δυναμική της μεταδραματικής αισθητικής, είναι ένα
πεδίο γεμάτο λακκούβες και πλανεύτρες ευκολίες και μόνο η συνεχής δοκιμασία μαζί
του θα αποφέρει τους επιθυμητούς καρπούς.
Ερμηνεία
Η
Φένια Αποστόλου ενσάρκωσε ένα ρόλο που η ίδια λέει τον αγάπησε πολύ. Και πολύ
καλά έκανε. Όμως, η αγάπη δεν φτάνει. Ούτε τα προσωπικά βιώματα. Απαιτείται και
ένα δουλεμένο υποκριτικό οπλοστάσιο ώστε να φτάσει ο μύθος στην πλατεία. Κάτι
τέτοιο δεν είδα. Αυτή τα ‘λεγε αυτή τ’ άκουγε. Ο αόρατος ξένος πελάτης, που
υποτίθεται κάθεται κάπου ανάμεσα στους θεατές, παρέμεινε μια πολύ δική της
οπτασία.
Συμπέρασμα
Η
Ελένη ήταν πάντα μια περίεργη, για να μην πω, άπιαστη περίπτωση. Ένα mirage. Δεν ήταν ποτέ αποκλειστική. Δεν είχε αφέντη. Πάντα διαθέσιμη. Πάντα
υπάκουη στις δικές της επιθυμίες. Και πάντα προς πώληση. Το θέμα δημιουργείται
όταν κάποιος θέλει να ελέγξει το μύθο. Τότε πρέπει και ό ίδιος να αναλογιστεί
σε ποιο βαθμό τον «πουλά» και γιατί. Είναι ένα ζήτημα.
Σημ.
Πρώτη δημοσίευση Greekplay project, 24/05/2016